Η Παναγιά το πέλαγο
κρατούσε στην ποδιά της
Τη Σίκινο την Αμοργό
και τ’ άλλα τα παιδιά της
Από την άκρη του καιρού
και πίσω απ’ τους χειμώνες
Άκουγα σφύριζε η μπουρού
κι έβγαιναν οι Γοργόνες
Κι εγώ μέσα στους αχινούς
στις γούβες στ’ αρμυρίκια
Σαν τους παλιούς θαλασσινούς
ρωτούσα τα τζιτζίκια:
Ε σεις τζιτζίκια μου άγγελοι
γεια σας κι η ώρα η καλή
Ο βασιλιάς ο Ήλιος ζει;
κι ‘ όλ’ αποκρίνονταν μαζί:
-Ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει ζει.
The Virgin Holy held the sea
in her embrace
Cradling Sikinos isle and Amorgos
and her other children
At the edge of time and weather
and from the far end of winters
I listened to the trumpet conch blow
As the Mermaids swam out
And I amid the sea urchins,
in sandy hollows, by the tamarisks
Like the mariners of old
asked the cicadas:
“My messenger cicadas
hey you, hello! And blessed be your time—
Is King Helios alive?”
and all answered in unison:
“Zi-zi zi-zi zi-zi zi-zi!
He’s -‘s -‘s-‘s-‘s-‘s-‘s-‘s ALIVE! ”