Gregory Nagy, Παρατηρήσεις σχετικά με τις ελληνικές διαλέκτους στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ.


Παρατηρήσεις σχετικά με τις ελληνικές διαλέκτους στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ.

Gregory Nagy [1]
Μετάφραση από την Christina Lafi
Κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ., η οποία αποτελεί την εποχή στην οποία αναπτύχθηκε η αλφαβητική γραφή από τους Ελληνόφωνους λαούς από τον όγδοο αιώνα π.Χ., υπάρχουν μαρτυρίες για ένα ευρύ φάσμα διαλέκτων οι οποίες μπορούν να χωρισθούν χονδρικά σε τέσσερις ομάδες: (1) στην Άρκαδο-Κυπριακή, (2) την Αιολική, (3) την Ιωνική, και (4) τη Δωρική ή “Δυτική Ελληνική.” Ωστόσο θα δώσω έμφαση απόψε σε μια προγενέστερη χρονική στιγμή, στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Υπάρχουν αποδείξεις για την ύπαρξη αυτών των ίδιων τεσσάρων διαλεκτικών διαιρέσεων ακόμη και σε αυτή την προγενέστερη περίοδο. Τα κύρια τεκμήρια βρίσκονται στα κείμενα των πήλινων πινακίδων που γράφτηκαν στη λεγόμενη γραφή της Γραμμικής Β. Αυτές οι πινακίδες έχουν βρεθεί από αρχαιολόγους κυρίως στους ακόλουθους αρχαίους χώρους:

  • στο νησί της Κρήτης: (α) στην Κνωσό
  • στην ηπειρωτική Ελλάδα: (β) στις Μυκήνες, (γ) την Τίρυνθα, (δ) τη Θήβα και (ε) στην Πύλο.
Η σημασία των πινακίδων αυτών δεν ανακαλύφθηκε παρά μόνο στα μέσα του 20ου αιώνα της εποχής μας, όταν η γραφή της γραμμικής Β που χρησιμοποιήθηκε κατά τη σύνταξη των εν λόγω πινακίδων αποκρυπτογραφήθηκε τελικά από τον Michael Ventris. Τώρα γνωρίζουμε, χάρη στο θεαματικό επίτευγμα της αποκρυπτογράφησης, ότι τα κείμενα της Γραμμικής Β, τα οποία χρονολογούνται στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ, αντιπροσωπεύουν την ελληνική γλώσσα. Και η ελληνική γλώσσα των εν λόγω κειμένων της Γραμμικής Β, όπως ομιλούνταν στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., παρέχει στους γλωσσολόγους περαιτέρω στοιχεία για τις τέσσερις διαλεκτικές διαιρέσεις της ελληνικής γλώσσας όπως αυτή ομιλούνταν πολλούς αιώνες αργότερα, στις αρχές της πρώτης χιλιετίας π.Χ.
Γιατί είναι σημαντικά αυτά τα στοιχεία; Ή, για να τεθεί το βασικό ερώτημα διαφορετικά, τι είναι αυτό το οποίο διακυβεύεται;
Η απάντησή μου είναι ως εξής. Τα στοιχεία αυτά είναι σημαντικά, και μάλιστα ουσιώδη, για την κατανόηση της ταυτότητας των ελληνόφωνων πληθυσμών, των οποίων τα κείμενα χρονολογούνται σε μια τόσο πρώιμη περίοδο, δηλαδή στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ.
Ποιοι λοιπόν ήταν αυτοί οι άνθρωποι; Πώς αυτοαποκαλούνταν;
Για να απαντήσω στα ερωτήματα αυτά, θα ήθελα να ξεκινήσω με ένα αρνητικό γεγονός. Αυτοί οι ελληνόφωνοι άνθρωποι στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. δεν αποκαλούν τους εαυτούς τους Έλληνες, όπως δηλαδή αυτοαποκαλούνται οι ελληνόφωνοι άνθρωποι από τον όγδοο αιώνα π.Χ. και έπειτα. Σε άλλη μου μελέτη (Nagy 2009), έχω αποδείξει ότι οι Έλληνες δεν αποκαλούνταν Έλληνες πριν από τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή.
Πώς, λοιπόν, αποκαλούνταν πριν από αυτή την εποχή αυτή; Πώς αυτοαποκαλούνταν οι ελληνόφωνοι στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ;
Θα ήθελα να πω εδώ ότι αυτοί οι ελληνόφωνοι άνθρωποι αυτοαποκαλούνταν Αχαιοί.
Γνωρίζω ότι δημιουργώ προβλήματα λέγοντας αυτό. Στα αρχαία ελληνικά έπη, και συγκεκριμένα στην Ομηρική Ιλιάδα και Οδύσσεια, το όνομα Αχαιοί παραπέμπει στους ήρωες που ζούσαν στις ένδοξες μέρες του Τρωικού πολέμου. Αντίθετα, οι Ελληνόφωνοι οι οποίοι έγραψαν τα κείμενα της Γραμμικής Β ήταν γραφείς. Ήταν διοικητικά στελέχη που εργάζονταν για τα διοικητικά κέντρα (α) της Κνωσού και (β) των Μυκηνών και (γ) της Τίρυνθας και (δ) της Θήβας και (ε) της Πύλου. Επιτρέψτε μου να το πω ακόμα πιο ξεκάθαρα: αυτά τα ελληνόφωνα διοικητικά στελέχη ήταν γραφειοκράτες. Οι πινακίδες της Γραμμικής Β είναι αρχεία των αποθεμάτων—των σπόρων προς σπορά, των ζώων, του προσωπικού, του εξοπλισμού, και ούτω καθεξής.
Αλλά γιατί οι αρχαιολόγοι που έχουν ήδη συμμετάσχει σε ανασκαφές ή διενεργούν ακόμη ανασκαφές των διοικητικών κέντρων (α) της Κνωσού και (β) των Μυκηνών και (γ) της Τίρυνθας και (δ) της Θήβας και (ε) της Πύλου, περιγράφουν αυτά τα κέντρα ως ανάκτορα ή “παλάτια”; Μήπως απλώς μυθιστορηματοποιούν τους αρχαίους ελληνόφωνους ανθρώπους οι οποίοι ήλεγχαν τα κέντρα αυτά;
Οι περιγραφές αυτές δεν αποτελούν απλώς μια άσκηση ρομαντικών φαντασιώσεων. Αυτό συμβαίνει διότι οι αρχαιολόγοι ανακαλύπτουν τη σχέση μεταξύ των αρχαιολογικών πραγματικοτήτων των χώρων στους οποίους πραγματοποιούν εκσκαφές με την αρχαία ελληνική επική ποίηση που μας μιλάει για ήρωες οι οποίοι ήλεγχαν τους χώρους αυτούς. Στους αρχαιολογικούς αυτούς χώρους, όπως (α) η Κνωσός και (β) οι Μυκήνες και (γ) η Τίρυνθα και (δ) η Θήβα και (ε) η Πύλος αντιστοιχούν ήρωες οι οποίοι λέγεται ότι ήταν οι βασιλείς αυτών των χώρων, όπως (α) ο Μίνωας και (β) ο Αγαμέμνονας και (γ) ο Διομήδης και (δ) ο Κάδμος και (ε) ο Νέστορας. Το ζήτημα που συζητείται από τους αρχαιολόγους, και αυτό το ζήτημα λαμβάνει μύριες μορφές, είναι πώς να συσχετίσουν τις αρχαιολογικές πραγματικότητες αυτών των χώρων, συμπεριλαμβανομένης της μαρτυρίας των κειμένων της Γραμμικής Β τα οποία έχουν βρεθεί στις θέσεις αυτές, με τις ιστορίες της αρχαίας ελληνικής επικής ποίησης, ιδιαίτερα όπως αναπαριστώνται στην Ομηρική Ιλιάδα και Οδύσσεια; Εδώ είναι που θα ήθελα να υπεισέλθω στη συνεχιζόμενη συζήτηση. Θα ήθελα να το κάνω αυτό όχι ως αρχαιολόγος αλλά ως ένας γλωσσολόγος, συγκεκριμένα ένας ιστορικός γλωσσολόγος, ο οποίος έχει αφιερώσει το μεγαλύτερο μέρος της ακαδημαϊκής του ζωής στη διερεύνηση της αρχαιολογίας, τρόπον τινά, των γλωσσικών δεδομένων που βρίσκονται ενσωματωμένα στην Ομηρική ποίηση.
Στο πλαίσιο της εν λόγω γλωσσικής αρχαιολογίας, αυτό που έχει σημασία δεν είναι κατά πόσον επικοί χαρακτήρες όπως (α) ο Μίνωας και (β) ο Αγαμέμνονας και (γ) ο Διομήδης και (δ) ο Κάδμος και (ε) ο Νέστορας όπως τους βλέπουμε μέσα από την Ομηρική ποίηση ήταν ιστορικά πρόσωπα. Το ζητούμενο είναι πώς τους θεωρούσε το ακροατήριο της Ομηρικής ποίησης, ένα μέσο που έλαβε συγκεκριμένη μορφή περίπου τον όγδοο αιώνα π.Χ. Και το ακροατήριο αυτό πράγματι θεωρούσε τους χαρακτήρες αυτούς ιστορικά πρόσωπα. Επιπλέον, έβλεπαν τους Αχαιούς της Ομηρικής ποίησης ως τους ηρωικούς τους προγόνους: όπως προκύπτει ξεκάθαρα από τη συνολική πλοκή της Ιλιάδας, οι ελληνόφωνοι ακροατές αυτού του έπους πίστευαν ότι δεν θα υφίσταντο καν, ότι θα είχαν εξαφανιστεί ως λαός, εάν τα πλοία των Αχαιών είχαν καταστραφεί κατά τη διάρκεια του Τρωικού πολέμου, γιατί θα ήταν αδύνατο για αυτούς τους πολεμιστές να επιστρέψουν στην Ελλαδική πατρίδα. (Nagy 1979 / 1999 κεφάλαια 5 και 20).
Αυτή η άποψη, αν την αναλύσουμε ως ιστορικό στοιχείο, αναπροσδιορίζει την αντίληψη που έχουμε για το τι σήμαινε να είσαι Έλληνας στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ.
Θα επιχειρήσω τώρα να κάνω μια επισκόπηση των διαλεκτικών διαιρέσεων της εποχής αυτής, αξιοποιώντας μια πιο λεπτομερή ανάλυση την οποία έχω δημοσιεύσει αλλού (Nagy 2008). Στην ανάλυση αυτή, βασίστηκα κυρίως στο κριτήριο της από κοινού καινοτομίας για να αποδείξω τις σχέσεις ανάμεσα στις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους οι οποίες μαρτυρούνται. [2]
Εν συνεχεία, θα αναφερθώ σε τρία είδη γλωσσικών δεδομένων:

1. Στα κείμενα των πινακίδων της Γραμμικής Β από το δεύτερο μισό της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. Η Ελληνική γλώσσα όπως είναι γραμμένη στη Γραμμική Β ονομάζεται συμβατικά “Μυκηναϊκή”.
2. Τα κείμενα της πρώτης χιλιετίας π.Χ., γραμμένα στο ελληνικό αλφάβητο, τα οποία αναδεικνύουν τέσσερις βασικές διαλεκτικές διαιρέσεις. Αυτές οι διάλεκτοι δείχνουν διαφορετικά χαρακτηριστικά που μπορούν να ανασυσταθούν και να αναχθούν έως και τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Όσον αφορά τα χαρακτηριστικά αυτά, οι αρχέτυπες γλώσσες της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. είναι η Άρκαδο-Κυπριακή, η Αιολική, η Ιωνική, (ή, ευρύτερα, Αττικο-Ιωνική), και η Δωρική ή “Δυτική Ελληνική.”
3. Τα κείμενα της προφορικής επικής ποίησης της Ομηρικής Ιλιάδος και Οδύσσειας (και παρόμοιας ποίησης) όπως αυτή πήρε μορφή την πρώτη χιλιετία π.Χ.
Στη γλώσσα του έπους, το οποίο εκπροσωπείται κατά κύριο λόγο από την Ομηρική ποίηση, εμπλέκονται τουλάχιστον τρεις κύριες ομαδοποιήσεις διαλέκτων: η Άρκαδο-κυπριακή, η Αιολική, και η Ιωνική. Η ύπαρξη γλωσσικών τύπων που χαρακτηρίζουν τις τρεις αυτές διαλέκτους στο έπος μπορεί να γεννήσει την άποψη περί τριών διαδοχικών στρωμάτων, όπως βλέπουμε στην ανάλυση του Antoine Μeillet (1935), μεταξύ άλλων. [3] Ο Μilman Parry (1932) αναφέρει ρητώς μια τέτοια θεωρία τριών στρωμάτων. Σε πρόσφατη δική μου μελέτη, ωστόσο, διαφωνώ ως προς τα διαδοχικά διαλεκτικά “στρώματα” στο έπος. [4] Σε γενικές γραμμές, ενστερνίζομαι την επιχειρηματολογία του Geoffrey Horrocks (1997) ο οποίος αποδοκιμάζει τις διάφορες τρέχουσες “θεωρίες περί στρωμάτων”. [5] Αντί να μιλάμε για πρώιμα και μετέπειτα διαλεκτικά “στρώματα” στο έπος, θα ήθελα στο εξής να μιλήσω για πρώιμες και μετέπειτα διαλεκτικές “φάσεις”, καθόσον ο όρος φάσεις επιτρέπει την επικάλυψη και ακόμη και τη συνύπαρξη των σχετικά πρώιμων και μεταγενέστερων διαλεκτικών μορφών ανά πάσα στιγμή στην εξέλιξη του έπους. Στο βαθμό που ο όρος στρώμα δεν επιτρέπει μια παρόμοια επικάλυψη ή συνύπαρξη, μου φαίνεται προτιμότερο να μην χρησιμοποιείται. Σε γενικές γραμμές, ο τρέχων συλλογισμός μου σχετικά με τη μίξη διαλέκτων στο έπος είναι πλησιέστερος σε εκείνον του Rudolf Wachter (2000). [6]
Από τις τρεις διαλέκτους που διαμορφώνουν το ύφος λόγου του έπους, τις οποίες έχω μνημονεύσει ως Άρκαδο-Κυπριακή, Αιολική, και Ιωνική, το συστατικό της Άρκαδο-Κυπριακής πρέπει να έχει τις ρίζες του στη Μυκηναϊκή περίοδο στη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Εμμέσως στον όρο Άρκαδο-Κυπριακή εμπεριέχονται αφενός η ανασύνθεση της Αρκαδικής και της Κυπριακής διαλέκτου, όπως αυτές υπήρχαν κατά την πρώτη χιλιετία π.Χ.,και αφετέρου η αναγωγή τους σε μια κοινή διάλεκτο η οποία υπήρχε τη δεύτερη χιλιετία π.Χ. Ο όρος Άρκαδο-Κυπριακή, ως ενιαία κεφαλίδα, είναι κατάλληλος. Η Αρκαδική διάλεκτος και η Κυπριακή διάλεκτος, όπως ο John Chadwick επισημαίνει, “απεικονίζουν μια εκπληκτική ομοιότητα, γιατί τη στιγμή που καταγράφονται (τον πέμπτο με τέταρτο αιώνα π.Χ.) δεν είχαν σίγουρα καμία επαφή επί τουλάχιστον πέντε αιώνες”. [7] Και ποιος θα ήταν ο καταλληλότερος όρος για την αρχέτυπη Άρκαδο-Κυπριακή που υπήρχε πέντε ή και περισσότερους αιώνες νωρίτερα; Πιθανότατα, αυτός ο όρος θα ήταν Αχαιός (Ruijgh 1957). [8] Ένας τέτοιος όρος παραπέμπει στην ιδέα μιας αρχέγονης πολιτισμικής ενότητας στη δεύτερη χιλιετία, όταν ομιλητές της “Μυκηναϊκής” ήταν πιθανότερο να αυτοαποκαλούνταν “Αχαιοί”. Την ενότητα ακολούθησε ο κατακερματισμός κατά την πρώτη χιλιετία. Μέχρι τότε, η Αρκαδική ήταν διάλεκτος ενός θύλακα, η μόνη σημαντική μη Δωρική διάλεκτος στην Πελοπόννησο, ενώ η Κυπριακή ήταν μια συνοριακή διάλεκτος, επιμελώς και επιδεικτικώς αρχαΐζουσα, έχοντας περισσή αυτοσυνειδησία της Αχαϊκής της κληρονομιάς. Σημειώνω εδώ το εξαιρετικά ενδιαφέρον γεγονός ότι η ελίτ του νησιωτικού πολιτισμού των Κυπρίων διετήρησε το έθιμο των πολεμικής αρματηλασίας και την πρακτική της συλλαβικής γραφής, χρησιμοποιώντας ένα σύστημα γραφής προφανώς συγγενικό με εκείνο της Γραμμικής Β (και ακόμη και με το προηγούμενο σύστημα της Γραμμικής Α).
Βασιζόμενος στις αμοιβαίες ομοιότητες μεταξύ Αρκαδικής και Κυπριακής, ο Chadwick καταλήγει: “Από ιστορική άποψη τα γεγονότα αυτά μπορούν να εξηγηθούν εάν αυτές οι δύο διάλεκτοι είναι τα κατάλοιπα μιας ευρέως διαδεδομένης διαλέκτου που εκτοπίστηκε από τη Δυτική Ελληνική. Αυτό συνεπάγεται ότι η Μυκηναϊκή Ελληνική πρέπει να ανήκει στην ίδια ομάδα, και η αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β έχει δείξει ότι κάτι τέτοιο ισχύει, μολονότι η Μυκηναϊκή δεν παρουσιάζει όλα τα κοινά χαρακτηριστικά της Αρκαδικής και της Κυπριακής”. [9]
Θα ήθελα να επισημάνω ότι ο όρος Δυτική Ελληνική, όπως τον χρησιμοποιεί ο Chadwick εδώ, αντιστοιχεί σε ό,τι περιγράφω ως Δωρική. Θα ήθελα επίσης να επισημάνω ότι ο Chadwick, στη μελέτη των “αμοιβαίων ομοιοτήτων” της Άρκαδο-Κυπριακής, δεν διαχωρίζει τις περιπτώσεις κοινού νεωτερισμού από τις περιπτώσεις κοινής διατήρησης. [10]
Αν θεωρήσουμε τη Μυκηναϊκή Ελληνική ως διάλεκτο, συναντάμε μια σημαντική επιπλοκή. Όπως ο Ernst Risch (1966) έχει αποδείξει, η Ελληνική της Γραμμικής Β καταγράφτηκε από δύο ειδών γραφείς, εκ των οποίων ο κάθε ένας μιλούσε μία από δύο διαφορετικές διαλέκτους. Μία από τις διαλέκτους ήταν η καθιερωμένη γλώσσα – καθιερωμένη όσον αφορούσε τους γραφείς- ενώ η άλλη ήταν η μη κανονική, η ανεπίσημη, δευτερεύουσα γλώσσα. Στηριζόμενος σε μελέτες που ταυτοποιούν συγκεκριμένους γραφείς από τον γραφικό χαρακτήρα τους, ο Risch απέδειξε ότι οι γραφείς που μιλούσαν τη δευτερεύουσα διάλεκτο ήταν ασυνεπείς στην ορθογραφία των λέξεων τις οποίες πρόφεραν διαφορετικά από τους γραφείς που μιλούσαν την καθιερωμένη διάλεκτο και οι οποίοι επεδείκνυαν συνέπεια στην ορθογραφία των λέξεων αυτών. Σε άλλο μου έργο, έχω μελετήσει εμπεριστατωμένα την καθιερωμένη και τη δευτερεύουσα Μυκηναϊκή όπως αντανακλώνται στον γραφικό χαρακτήρα γραφέων στην Πύλο (Nagy 1968). Πιο πρόσφατα, η μελέτη της κανονικής και της μη κανονικής Μυκηναϊκής έχει επεκταθεί στον γραφικό χαρακτήρα γραφέων στην Κνωσό (Woodard 1986).
Θα ήθελα να κάνω εδώ μια δοκιμή, σε σχέση με τον ακόλουθο φωνολογικό κανόνα: Στην επίσημη Μυκηναϊκή, το φωνηεντικό * γίνεται o μετά από διχειλικό φθόγγο, ενώ στη δευτερεύουσα Μυκηναϊκή γίνεται α. Ιδού ένα παράδειγμα: η κοινή ελληνική λέξη “σπόρος”, αποκατεστημένη ως *spermṇ, γίνεται spermo στην επίσημη Μυκηναϊκή και γράφεται pe mo στην Γραμμική Β, ενώ γίνεται sperma στη μη κανονική Μυκηναϊκή και μπορεί να γραφεί pe ma στην Γραμμική Β. Λέω “μπορεί να γραφεί” και όχι “γράφεται” διότι οι γραφείς που μιλούσαν τη δευτερεύουσα διάλεκτο μπορούσαν να παραλλάσσουν την ορθογραφία τους, γράφοντας είτε pe mo είτε pe ma, ενώ μόνο οι γραφείς οι οποίοι μιλούσαν την επίσημη διάλεκτο θα έγραφαν σταθερά pe mo. Σε άρθρο μου σχετικά με την επίσημη και τη δευτερεύουσα Μυκηναϊκή (Nagy 1968) έχω προχωρήσει σε περαιτέρω ανάλυση αυτών των διαφοροποιήσεων.
Βρίσκουμε κατάλοιπα της επίσημης Μυκηναϊκής τα οποία επιβίωσαν στην πρώτη χιλιετία π.Χ. Ο Risch επικαλείται δύο παραδείγματα τέτοιων καταλοίπων: ἵππος και ἁρμόττω. [11] Οι έννοιες αυτών των δύο λέξεων σχετίζονται με την επιβίωσή τους, όπως θα δούμε.◊
◊ Ξεκινάω με τη δεύτερη λέξη, το ρήμα ἁρμόττω (δευτερευόντως ἁρμόζω), το οποίο σημαίνει “συγκολλώ, συνταιριάζω” με αναφορά στο έργο ενός ξυλουργού, δηλαδή ενός πρωτομάστορα μαραγκού. Βλέπουμε εδώ έναν τύπο παράλληλο με εκείνο που έχουμε ήδη δει στην επίσημη Μυκηναϊκή, δηλαδή τον τύπο spermo σε αντίθεση με sperma στην ανεπίσημη Μυκηναϊκή. Το ρήμα ἁρμόττω προέρχεται από τον επίσημο Μυκηναϊκό τύπο harmo, δηλαδή “τροχός άρματος” και γράφεται a mo στις πινακίδες της Γραμμικής Β. Όπως ακριβώς ο τύπος spermo/σπέρμα με τη σημασία “σπόρος” ετυμολογείται από το ουσιαστικό ενεργείας *spermṇ, το οποίο αναφέρεται στη “σπορά” και το οποίο με τη σειρά του παράγεται από τη ρίζα του ρήματος σπείρω στην αλφαβητική Ελληνική, έτσι και ο τύπος harmo/ἅρμα με τη σημασία “τροχός άρματος” ετυμολογείται από το ουσιαστικό ενεργείας *arsmṇ, το οποίο αναφέρεται στο “συνταίριασμα” και με τη σειρά του παράγεται από τη ρίζα του ρήματος το οποίο μαρτυρείται ως ἀραρίσκω , δηλαδή “συνταιριάζω, συγκολλώ” στην αλφαβητική ελληνική. Οπώς η σημασία του spermo/σπέρμα μεταβάλλεται από την αφηρημένη έννοια της “σποράς” στη συγκεκριμένη έννοια του “σπόρου”, έτσι και η σημασία του harmo μεταβάλλεται από την αφηρημένη έννοια του “συνταιριάσματος” στη συγκεκριμένη σημασία του “εξαρτήματος” για τον σκελετό ενός άρματος: ένα τέτοιο “εξάρτημα” είναι ο ίδιος ο τροχός (σε πινακίδες της Γραμμικής Β η μετοχή παρακειμένου ararmotmeno-, από το μεταγενέστερο ρήμα ἁρμόττω “συνταιριάζω” στην αλφαβητική ελληνική, αναφέρεται στην τοποθέτηση τροχών σε σκελετό άρματος).Ενώ λοιπόν ο κανονικός μυκηναϊκός τύπος harmo σημαίνει “τροχός άρματος” στις πινακίδες της Γραμμικής Β, ο μη κανονικός, δευτερεύων τύπος *harma επιβίωσε στην αλφαβητική ελληνική ως ἅρμα και σημαίνει το όχημα, το άρμα (με τον ίδιο τρόπο η γερμανική λέξη Rad, που σημαίνει “τροχός”, καταλήγει να σημαίνει “ποδήλατο”). Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ακόμη και οι γραφείς της Γραμμικής Β οι οποίοι ομιλούν τη δευτερεύουσα γλώσσα εντούτοις γράφουν πάντα a mo και όχι *a ma όταν αναφέρονται σε τροχούς άρματος. Προφανώς όσοι ομιλούν την ανεπίσημη διάλεκτο προσέχουν την ορθογραφία τους όταν πρόκειται για λέξεις οι οποίες σχετίζονται με κοινωνικό γόητρο.
Έχοντας εξετάσει το ρήμα ἁρμόττω, το οποίο είναι η δεύτερη από τις δύο υπολειμματικές λέξεις της επίσημης μυκηναϊκής διαλέκτου που επεσήμανε ο Risch, επικεντρώνομαι τώρα στην πρώτη, στη λέξη ἵππος, της οποίας τη σημασία γνωρίζετε! Ο αντίστοιχος μυκηναϊκός τύπος είναι hi(k)kṷos, που γράφεται i qo στις πινακίδες της Γραμμικής Β. Κρίνοντας από την άποψη της Ίνδο-ευρωπαϊκής γλωσσολογίας, θα περιμέναμε ο κοινός ελληνικός τύπος να είναι *hekkṷos ή, χωρίς τον αναδιπλασιασμό, *hekṷos, καθόσον είναι συγγενικό με το λατινικό equus, “άλογο”. (Ο αποκατεστημένος εναλλακτικός τύπος *hekkṷos/*hekṷos θα πρέπει να είναι παράλληλος προς τους εναλλακτικούς λατινικούς τύπους, με και χωρίς αναδιπλασιασμό αντίστοιχα, vacca/vaca, δηλαδή “αγελάδα”, oι οποίοι απαντούν στις λατινογενείς γλώσσες.) Όμως, ο μαρτυρούμενος μυκηναϊκός τύπος δεν είναι *he(k)kṷos, αλλά hi(k)kṷos βάσει ενός γλωσσολογικού κανόνα ο οποίος διαφοροποεί την επίσημη μυκηναϊκή από τη δευτερεύουσα. Είναι ο εξής: το e μετά από διχειλικό φθόγγο παθαίνει κώφωση και γίνεται i. Αυτός είναι ένας από τους τρεις κανόνες που ο Risch έχει αναδείξει ως κριτήρια για τη διάκριση ανάμεσα στην καθιερωμένη και τη δευτερεύουσα μυκηναϊκή στις πινακίδες της Γραμμικής Β. [12] Κι από τους τρεις αυτούς κανόνες μόνο ο κανόνας αυτός στοιχειοθετεί ξεκάθαρα μια γλωσσολογική καινοτομία. [13]
Στη μελέτη μου για την επίσημη και ανεπίσημη μυκηναϊκή (Nagy 1968), έχω αναλύσει παραδείγματα της καθιερωμένης μυκηναϊκής που ακολουθούν τον εν λόγω κανόνα, βάσει του οποίου το e προ διχειλικού φθόγγου υφίσταται κώφωση και γίνεται i. Έχω επίσης αναλύσει αντίστοιχα παραδείγματα τύπων της δευτερεύουσας μυκηναϊκής που έχουν γράψει γραφείς οι οποίοι δεν είναι σταθεροί ορθογράφοι στην επίσημη γλώσσα. Στην περίπτωση όμως της λέξης hikkṷos, “ίππος”, οι γραφείς της Γραμμικής Β οι οποίοι ομιλούν τη δευτερεύουσα γλώσσα γράφουν πάντα i qo και όχι *e qo όταν αναφέρονται σε άλογα. Όπως λοιπόν στην περίπτωση της λέξης για τον “τροχό του άρματος”, έτσι και εδώ όσοι ομιλούν τη δευτερεύουσα γλώσσα προσέχουν σχετικώς περισσότερο την κανονική ορθογραφία λέξεων οι οποίες έχουν να κάνουν με κοινωνική καταξίωση.
Ο Risch (1966) σημείωσε ένα εκπληκτικό γεγονός σχετικά με τους διαλεκτικούς τύπους που προκύπτουν από τη δευτερεύουσα διάλεκτο που ομιλούσαν ορισμένοι γραφείς της Γραμμικής Β. Τα χαρακτηριστικά αυτής της δευτερεύουσας διαλέκτου όπως υπήρχε στην εποχή της Γραμμικής Β της δεύτερης χιλιετίας π.Χ. συνήθως ταιριάζουν με τα ίδια χαρακτηριστικά σε όλες τις σωζόμενες διαλέκτους της πρώτης χιλιετίας π.Χ. Για παράδειγμα, το σύνολο των διαλέκτων οι οποίες μαρτυρούνται κατά την πρώτη χιλιετία δείχνουν τον τύπο σπέρμα, ο οποίος όπως έχουμε δει αντιστοιχεί στον τύπο της δευτερεύουσας Μυκηναϊκής sperma. Αντιθέτως καμία διάλεκτος δεν δείχνει τον τύπο *σπέρμο, ο οποίος θα αντιστοιχούσε στον τύπο της καθιερωμένης Μυκηναϊκής. Μπορεί να συναχθεί, λοιπόν, ότι η επίσημη διάλεκτος της Μυκηναϊκής Ελληνικής εξαφανίστηκε με την κατάρρευση του Μυκηναϊκού πολιτισμού προς το τέλος της δεύτερης χιλιετίας π.Χ.
Παρ’ όλα αυτά, έχουμε δει ότι κάποιες επίσημες Μυκηναϊκές λέξεις διασώθηκαν την πρώτη χιλιετία π.Χ., και τα δύο παραδείγματα που έχουμε υπόψη είναι οι λέξεις ἵππος και ἁρμόττω. [14] Δεν είναι τυχαίο, νομίζω, ότι αυτά τα δύο σωζόμενα δείγματα της καθιερωμένης Μυκηναϊκής, ἵππος και ἁρμόττω, έχουν να κάνουν με τις ελίτ δραστηριότητες της ιππικής τέχνης και της τέχνης των αρματηλασίας.
Κάτι ανάλογο ισχύει και για την ελιτίστικη απασχόληση των γραφέων.Αναφέρομαι στο ουσιατικό διφθέρα/dipther ā, που σημαίνει “δέρμα, περγαμηνή” και προέρχεται από το ρήμα δέψω/deps ō με τη σημασία “επεξεργάζομαι ένα δέρμα ή μια περγαμηνή, κάνω τη δουλειά βυρσοδέψη” (βλέπε το λήμμα “δέψα” στη Σούδα). Το ουσιαστικό διφθέρα ανταποκρίνεται στο φωνολογικό κριτήριο βάσει του οποίου η καθιερωμένη μυκηναϊκή διάλεκτος παρουσιάζει τον νεωτερισμό της κώφωσης με τη μετατροπή του e σε i προ διχειλικού φθόγγου, ενώ το αντίστοιχο ρήμα δέψω παραβιάζει τον ίδιο κανόνα εφόσον δεν «ανυψώνει» το πρωταρχικό του e .
Όσον αφορά τη μετάφραση της διφθέρας ως “περγαμηνή”, εννοώ την “περγαμηνή για γράψιμο”, ακολουθώντας τον Ηρόδοτο (5.58), ο οποίος λέει ότι οι Ίωνες χρησιμοποιούσαν τη λέξη διφθέρα με αυτήν την έννοια. Υπάρχουν εξ άλλου αρχαιολογικά τεκμήρια για τη χρήση της περγαμηνής από τους γραφείς της Γραμμικής Α στο διοικητικό κέντρο στη Ζάκρο της Κρήτης. [15] Προφανώς, οι εν λόγω γραφείς χρησιμοποιούσαν την περγαμηνή για τις μόνιμες καταχωρίσεις αρχείων, ενώ χρησιμοποιούσαν πήλινες πινακίδες για τα προσωρινά τους αρχεία. Συμπεραίνω ότι οι γραφείς της Γραμμικής Β της Μυκηναϊκής εποχής ακολουθούσαν μια ανάλογη διαδικασία: θα έγραφαν τα προσωρινά τους αρχεία σε πήλινες πινακίδες, και αυτά τα αρχεία θα μεταφέρονταν έπειτα στο τέλος ενός συγκεκριμένου οικονομικού έτους από τον πηλό στην περγαμηνή (η έννοια του οικονομικού έτους προκύπτει από τις αναφορές στις πινακίδες της Γραμμικής Β στο τρέχον έτος σε αντίθεση με τα αμέσως προηγούμενα και επόμενα έτη). Υπάρχει ένα παράδοξο που πρέπει να σημειωθεί εδώ: όταν τα διοικητικά κέντρα της Μυκηναϊκής εποχής καταστράφηκαν από πυρκαγιές, τα προσωρινά αρχεία των γραφέων της Γραμμικής Β είχαν λάβει μόνιμο χαρακτήρα για τους αρχαιολόγους επειδή «ψήθηκαν» και έτσι διασώθηκαν από τις ίδιες πυρκαγιές που θα κατέστρεψαν τα μόνιμα αρχεία που καταγράφονταν σε περγαμηνή.
Υποστηρίζω, λοιπόν, ότι το ουσιαστικό διφθέρα είναι αντανάκλαση της επίσημης Μυκηναϊκής και αναφέρεται στην υψηλού γοήτρου δραστηριότητα των γραφέων που έγραφαν σε περγαμηνές, ενώ το αντίστοιχο ρήμα δέψω είναι αντανάκλαση της δευτερεύουσας Μυκηναϊκής και αναφέρεται στη μη ελίτ δραστηριότητα της δέψης δερμάτων των βυρσοδεψών—ανεξάρτητα από το εάν τα δέρματα αυτά θα αποτελούσαν ίσως κάποια στιγμή την περγαμηνή των γραφέων. Η χρήση της λέξης «διφθέρα» αναφερόμενης στην περγαμηνή των ελίτ γραφέων επιβιώνει στην Κυπριακή λέξη «διφθεραλοιφός», η οποία σημαίνει κατά κυριολεξία “ζωγράφος περγαμηνής”. Η λέξη διασώζεται στο αρχαίο λεξικό το οποίο έχει αποδοθεί στον Ησύχιο, όπου ερμηνεύεται ως γραμματοδιδάσκαλος παρὰ Κυπρίοις, δηλαδή “διδάσκαλος της εγγραμματοσύνης στην Κυπριακή” [κυριολεκτικά, “διδάσκαλος των γραμμάτων, ανάμεσα στους Κυπρίους”]. Αυτή η λέξη σχετίζεται με την προηγούμενη διαπίστωσή μου για τον επιμελώς αρχαΐζοντα πολιτισμό των Κυπρίων στην πρώτη χιλιετία π.Χ.: “Η ελίτ του νησιωτικού πολιτισμού διετήρησε το έθιμο των πολεμικής αρματηλασίας και την πρακτική της συλλαβικής γραφής, με τη χρήση ενός συστήματος γραφής το οποίο είναι προφανώς συγγενές με το σύστημα Γραμμικής Β (και ακόμη και με το προηγούμενο σύστημα Γραμμικής Α).”
Από όσα έχουμε δει έως τώρα, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι οι προϊστορικές φάσεις της Άρκαδο-Κυπριακής, Αιολικής, Ιωνικής και Δωρικής ήταν ήδη διαφοροποιημένες στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ, καθώς και ότι η διάλεκτος η οποία σχεδόν ταυτίζεται με την επίσημη “Μυκηναϊκή” γλώσσα είναι η αρχέγονη Άρκαδο-Κυπριακή. Παρόλα αυτά, είναι περιττό να υποθέσουμε την πλήρη ταυτότητα, όπως ο Leonard Palmer επισημαίνει:

“Άρκαδο-Κυπριακή” είναι απλώς το όνομα που δίνεται σε μια ομάδα γλωσσικών χαρακτηριστικών τα οποία οι φιλόλογοι αποδίδουν στις διαλέκτους της Μυκηναϊκής Πελοποννησιακής. Ο όρος αυτός δεν υπαινίσσεται ωστόσο μια πλήρως ενοποιημένη “Μυκηναϊκή” γλώσσα. Τα ίδια τα έγγραφα της μετέπειτα Κύπρου και της Αρκαδίας δείχνουν διαλεκτική διαφοροποίηση, και μπορούμε να βρούμε τύπους στις πινακίδες της Γραμμικής Β οι οποίοι διαφέρουν από την Άρκαδο-Κυπριακή όχι απλώς και μόνο επειδή είναι πιο αρχαϊκές, αλλά επειδή αντανακλούν ένα είδος “Μυκηναϊκής” διαφορετικής εν πολλοίς από τους άμεσους προγόνους της Αρκαδικής και της Κυπριακής. [16]
Επιπλέον, υπάρχουν ενδείξεις όχι μόνο για διαλεκτική διαφοροποίηση αλλά και για αμοιβαία επιρροή διαλέκτων σε αυτή την πρώιμη περίοδο: για παράδειγμα, υπάρχουν ισχυροί λόγοι να υποθέσουμε ότι προς το τέλος της Μυκηναϊκής εποχής, διείσδυσαν Αιολικά ή Βόρειο-Μυκηναϊκά στοιχεία σε Νότιο-Μυκηναϊκές διαλεκτικές περιοχές όπως η Πελοπόννησος, [17] συμπεριλαμβανομένων και τμημάτων της ίδιας της Αρκαδίας. [18]
Επανέρχομαι στο ερώτημα, το οποίο τέθηκε νωρίτερα, σχετικά με τις διάφορες διαλεκτικές φάσεις της Ομηρικής ποίησης. Από όσα έχουμε δει μέχρι στιγμής, είναι εύλογο να συμπεράνουμε ότι η πιο πρώιμη διαλεκτική φάση αυτής της ποίησης είναι εκ των πραγμάτων η αρχέτυπη φάση της Άρκαδο-Κυπριακής της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., όπως έχουμε ανασυνθέσει αυτή την φάση, με βάση τις μαρτυρούμενες φάσεις της Αρκαδικής και Κυπριακής στην πρώτη χιλιετία π.Χ. Αλλά εδώ συναντούμε και πάλι τις ίδιες δυσκολίες που ήδη αντιμετωπίσαμε ψάχνοντας για μια άμεση συγγένεια μεταξύ, αφενός, της Μυκηναϊκής Ελληνικής της μαρτυρούμενης στα κείμενα της Γραμμικής Β και, αφετέρου, του αρχέτυπου ομολόγου που ανασυνθέσαμε ως Άρκαδο-Κυπριακή: η κοινή διατήρηση στοιχείων δεν έχει καμία αποδεικτική αξία. [19] Ακόμα και αν καταφέρουμε να ανιχνεύσουμε αρχαϊσμούς, κοινούς αποκλειστικά ανάμεσα στην Ελληνική του Ομηρικού corpus και της Άρκαδο-Κυπριακής, οι οποίοι τονίζουν την μυκηναϊκή προέλευση μιας δεδομένης διασκευής του έπους, το ερώτημα παραμένει: για τι είδους Μυκηναϊκή Ελληνική μιλάμε; Στην αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος, πρέπει να συνυπολογίσουμε την πιθανότητα ότι, οποιοιδήποτε αρχαϊσμοί εντοπίζονται θα μπορούσαν να υπάρχουν ακόμη στην αρχέτυπη Αιολική ή Ιωνική οι οποίες ήταν σύγχρονες με την αρχέτυπη Άρκαδο-Κυπριακή της Μυκηναϊκής εποχής. Η πιθανότητα αυτή είναι μεγάλης σημασίας διότι η Αιολική και η Ιωνική, κατ’αυτήν ακριβώς τη χρονολογική σειρά, είναι οι επόμενες δύο διαλεκτικές φάσεις του έπους μετά την Άρκαδο-Κυπριακή.
Μιλώντας για μια ξεχωριστή Αιολική φάση στην εξέλιξη της Ομηρικής γλώσσας, αναγνωρίζω ότι έχουν γίνει διάφορες προσπάθειες για να διαψευστεί η ύπαρξη της εν λόγω φάσης. [20] Παρ’ όλα αυτά, υποστηρίζω ότι υπάρχουν αδιάσειστα στοιχεία για μια Αιολική φάση: τα στοιχεία αυτά είναι ευδιάκριτα Αιολικά χαρακτηριστικά ενσωματωμένα στο σύστημα λογοτύπων του Ομηρικού λεκτικού. Επίσης, υποστηρίζω ότι τα γνωρίσματα αυτά συμπληρώνουν τα αναγνωρίσιμα Ιωνικά χαρακτηριστικά τα οποία είναι επίσης ενσωματωμένα σ’αυτό το σύστημα λογοτύπων. Για να αποδείξω την ύπαρξη αυτών των ενσωματωμένων Αιολικών και Ιωνικών χαρακτηριστικών, είναι απαραίτητο να εντοπίσω όχι τους γλωσσικούς αρχαϊσμούς τους, αλλά τις γλωσσικές τους καινοτομίες. Παραδείγματα τέτοιων καινοτομιών περιλαμβάνουν την Αιολική μετοχή παρακειμένου -οντ- και το Αττικό-Ιωνικό μόριο ἄν. [21]
Εάν είναι αλήθεια ότι η Άρκαδο-Κυπριακή αντιπροσωπεύει την παλαιότερη διαλεκτική φάση του έπους, είναι αυτονόητο ότι θα είναι δύσκολο να βρούμε ενσωματωμένα στο λογοτυπικό σύστημα του Ομηρικού λεκτικού παραδείγματα των καινοτομιών που υπάρχουν αποκλειστικά στην Άρκαδο-Κυπριακή.
Αυτό συμβαίνει διότι η Άρκαδο-Κυπριακή αποτελεί όχι μόνο την παλαιότερη διαλεκτική φάση του Ομηρικού λεκτικού αλλά και την παλαιότερη φάση λογοτύπων. Και είναι εγγενώς δύσκολη η περισυλλογή νέων γλωσσικών τύπων μέσα από παλαιό γλωσσικό υλικό ενσωματωμένο σε παλαιά λογοτυπικά περιβάλλοντα. Παρ’ όλα αυτά, μια τέτοια περισυναγωγή είναι αναγκαία, διότι είναι μεθοδολογικά ανεπαρκής ο προσδιορισμός ενός δεδομένου επικού τύπου ως Άρκαδο-Κυπριακού απλώς και μόνο επειδή μαρτυρείται σε Αρκαδικά ή Κυπριακά κείμενα που χρονολογούνται στην πρώτη χιλιετία π.Χ. [22]
Θα ήθελα να τονίσω, ωστόσο, ότι δεν επιθυμώ να υποτιμήσω τη σπουδαιότητα της εξεύρεσης αντιστοιχιών ανάμεσα σε μαρτυρούμενες Αρκαδικές και Κυπριακές λέξεις και λέξεις που μαρτυρούνται στο της Ομηρικό λεξιλόγιο. Τέτοιου είδους αντιστοιχίες είναι ιδιαίτερου ενδιαφέροντος διότι το ίδιο το γεγονός της μαρτυρίας, είτε επιγραφικής είτε λεξικογραφικής, δείχνει τον αρχαϊσμό τόσο της Αρκαδικής όσο και της Κυπριακής. [23]
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η μαρτυρία της Αλεξανδρινής λεξικογραφικής παράδοσης όπως αντιπροσωπεύεται από μία επιτομή γνωστή ως οι γλῶσσαι κατὰ πόλεις (για την οποία βλέπε Latte 1924). Όπως βλέπουμε από την επιτομή αυτή, ο σκοπός των συντακτών ήταν να βρουν εναπομείνασες επιχωρικές μαρτυρίες ποιητικών λέξεων επί μακρόν απαρχαιωμένων στον γενικό Ελληνόφωνο κόσμο. Για παράδειγμα, στους Έλληνες της πόλης Κλείτορος (δηλαδή τους Κλειτωρίους) στην Αρκαδία αποδίδεται η ενεργός χρήση των ακόλουθων Ομηρικών λέξεων που δεν χρησιμοποιούνται πλέον στη ζωντανή γλώσσα των περισσότερων άλλων Ελλήνων:

ἀῆται· ἄνεμοι (“άνεμοι”)
αὐδή· φωνή (“φωνή”)
δέδορκεν· ὁρᾷ (“βλέπει”)
ἔνεροι· vεκρoí (“πτώματα”)
ἐσθλόν· ἀγαθόν (“άξιο”)
λεύσει· ὁρᾷ (“βλέπει”)
πάροιθεν· ἔμπροσθεν (“μπροστά”)
χηλός· κιβωτός (“κιβώτιο”)
ὦκα· ταχέως (“γρήγορα”)
ὠλέναι· βραχίονες (“βραχίονες”)
Τα δείγματα από την πόλη αυτή που παρατίθενται στις Αλεξανδρινές γλῶσσες κατὰ πόλεις μπορεί να έχουν προέλθει από κάποιο τοπικό αρχαιοδίφη ο οποίος ήταν σύγχρονος του νεότερου Ζηνόδοτου. [24] Το γεγονός ότι τόσες πολλές επικές λέξεις επιβιώνουν στην καθομιλούμενη μιας απομακρυσμένης κοινότητας όπως αυτή της Κλείτωρος στην Αρκαδία κατά τη διάρκεια της ιστορικής περιόδου, δείχνει πόσο πολύ η δική μας κατανόηση της ελληνικής γλώσσας περιορίζεται στις λογοτεχνικές και στις επίσημες γλώσσες. Μ’αυτή την αφορμή, θα επιστήσω την προσοχή σας στη νοοτροπία που προδίδει η ομαλοποίηση του κειμένου της ερμηνείας του όρου αὐδή· φωνή: η γλώσσα μας πληροφορεί ότι η Ομηρική λέξη αὐδή σημαίνει “φωνή” και ότι η έννοια αυτή υπάρχει ακόμη στη διάλεκτο της Κλείτορος, αλλά ο πραγματικός διαλεκτικός τύπος, ο οποίος πρέπει να ήταν αὐδά̄ , ούτε καν αναφέρεται. [25]
Σε φωνολογικό επίπεδο επίσης, είναι δυνατό να βρεθούν ίχνη μιας “Μυκηναϊκής” φάσης στην Ομηρική ποίηση. Θα επισημάνω δύο Ομηρικές λέξεις που δείχνουν τέτοια ίχνη. Προέρχονται από μια διαλεκτική φάση που περιέγραψα νωρίτερα ως αρχέτυπη Μυκηναϊκή, παραδείγματα της οποίας επιβιώνουν μόνο σποραδικά στην αλφαβητική εποχή. Τα παραδείγματα του Risch, όπως είδαμε, είναι οι λέξεις ἵππος και ἁρμόττω, που επιβιώνουν ακόμη και στην καθημερινή χρήση της κλασικής εποχής, όχι μόνο στο έπος. [26] Τα παραδείγματα που θα επιδείξω, από την άλλη πλευρά, επιβιώνουν μόνο στο έπος.
Τα παραδείγματά μου είναι δύο Ομηρικές λέξεις οι οποίες σχηματίζονται με βάση τον ίδιο φωνολογικό κανόνα που έχει ως αποτέλεσμα τον τύπο ἵππος. Όπως είδαμε, ο κανόνας πρέπει να διατυπωθεί ως εξής: το e μετατρέπεται λόγω κώφωσης σε i πριν από διχειλικό. Ιδού τα παραδείγματα:

πινυτός (O δύσσεια i 229, κ.τ.λ. ): από μορφολογική άποψη, περιμένουμε τον αρχικό τύπο *πενυτός [27]
πίσυρες (O δύσσεια v 70, κ.τ.λ. ): η αρχική μηδενική βαθμίδα *kwetures (έναντι της πλήρους βαθμίδος *kwetwores) επιβιώνει ακόμη στη Λεσβιακή πέσυρες. [28]
Είναι πιθανό πολλά άλλα Μυκηναϊκά χαρακτηριστικά του Ομηρικού λεκτικού να προέρχονται επίσης από μια Μυκηναϊκή φάση στην εξέλιξη αυτού του λεκτικού. Η Μυκηναϊκή φάση είναι αυτό που αποκαλούσα έως τώρα Άρκαδο-Κυπριακή φάση, η οποία είναι παλαιότερη από την Αιολική φάση, η οποία με τη σειρά της είναι παλαιότερη από την Ιωνική φάση. [29]
Κλείνω αυτή την παρουσίαση, προσθέτοντας μια προσωπική παρατήρηση στις εμπειρικές παρατηρήσεις που έκανα απόψε. Νιώθω θαυμασμό όταν εξετάζω τις γλωσσικές μαρτυρίες για μια φάση της ελληνικής ταυτότητας η οποία συνδέεται άμεσα με την εποχή των Αχαιών – μια εποχή που οι μετέπειτα Έλληνες εννοούσαν ως την εποχή των επικών ηρώων. Για τους ανθρώπους αυτής της πρωιμότερης εποχής, στα τέλη της δεύτερης χιλιετίας π.Χ., η ταυτότητά τους ως Αχαιών ίσως δεν θα φάνταζε τόσο μεγαλοπρεπής όσο θα νόμιζαν οι επόμενες γενεές των Ελληνόφωνων. Αλλά αυτή η ταυτότητα ήταν μια ιστορική πραγματικότητα, και αυτή η πραγματικότητα είναι για μένα ένα πραγματικό θαύμα, ένα θαῦμα.
Ακρόαση

Βιβλιογραφία

Adrados, F. R. 1952. La Dialectología griega como fuente para el estudio de las migraciones indoeuropeas en Grecia. Acta Salmanticensia 5/3. Salamanca.
Chadwick, J. 1960. “Context and etymology in Mycenaean interpretations.” Studii Clasice 2:59–64.
———. 1963. The prehistory of the Greek language. Originally Vol. 2, Ch. 39 of the Cambridge Ancient History. Ed. I. E. S. Edwards, C. J. Gadd, and N. G. L. Hammond. Issued as a separate fascicle with separate pagination. Cambridge.
———. 1967. The decipherment of Linear B. 2nd ed. Cambridge.
Chantraine, P. 1958. Grammaire homérique. Vol. 1, Phonétique et morphologie. 3rd ed. Paris.
———. 2009. Dictionnaire étymologique de la langue grecque: histoire des mots. Ed. J. Taillardat, O. Masson, and J.-L. Perpillou, with a supplement “Chroniques d’étymologie grecque,” 1–10, ed. A. Blanc, Ch. de Lamberterie, and J.-L. Perpillou. Paris.
Cowgill, W. 1966. “Ancient Greek dialectology in the light of Mycenaean. Ancient Indo-European dialects.” In Proceedings of the Conference on Indo-European Linguistics, held at the University of California, Los Angeles (April 25–27, 1963). Ed. H. Birnbaum and J. Puhvel. 77–95. Berkeley.
Frisk, H. 1972. Griechisches etymologisches Wörterbuch. 3 vols. Heidelberg. Abbreviated as GEW.
Hamp, E. P. 1960. “Notes on early Greek phonology.” Glotta 38:183–203.
Horrocks, G. 1997. “Homer’s Dialect.” In A New Companion to Homer. Ed. I. Morris and B. Powell. Mnemosyne (Leiden), Supplement 163. 193–217. Leiden.
Janko, R., ed. 1992. The Iliad: A Commentary. Vol. 4, Books XIII–XVI. Series ed. G. S. Kirk. Cambridge.
Kiechle, F. 1960. “Pylos und der pylische Raum in der antike Tradition.” Historia 9:1–67.
———. 1962. “Ostarkadische Ortsnamen auf pylischen Linear B-Tafeln. Ein Beitrag zur Besiedlungsgeschichte Arkadiens.” Kadmos 1:98–116.
Latte, K. 1924. “Glossographika.” Philologus 80:136–175.
Meillet, A. 1935. Aperçu d’une histoire de la langue grecque. 4th ed. Reissued 1965 as 7th ed., with an updated bibliography by O. Masson. Paris.
Nagy, G. 1968. “On dialectal anomalies in Pylian texts.” In Atti e memorie del 1° congresso internazionale di micenologia. Incunabula Graeca 25. II 663–679. Rome.
———. 1969. Review of Chadwick 1967. General Linguistics 9:123–132.
———. 1972. Introduction, Parts I and II, and Conclusions. Greek: A Survey of Recent Work (F. W. Householder and G. Nagy) 15–72. Janua Linguarum Series Practica 211. The Hague.
———. 1979. The Best of the Achaeans: Concepts of the Hero in Archaic Greek Poetry. Revised ed. with new introduction 1999. Baltimore. http://nrs.harvard.edu/urn-3:hul.ebook:CHS_Nagy.Best_of_the_Achaeans.1999.
———. 1994–1995. “A Mycenaean Reflex in Homer: phorênai.” Minos 29–30:171–175. See also Willi 1994–1995.
———. 2005. “The Epic Hero.” A Companion to Ancient Epic (ed. J. M. Foley) 71–89. Oxford. Expanded version at http://nrs.harvard.edu/urn-3:hlnc.essay:Nagy.The_Epic_Hero.2005.
———. 2008. Greek: An Updating of a Survey of Recent Work. Cambridge MA and Washington DC. Updating of Nagy 1972, online ed. This edition tracks the page-numberings of Nagy 1972. http://nrs.harvard.edu/urn-3:hul.ebook:CHS_Nagy.Greek_an_Updating.2008.
———. 2009. “Hesiod and the Ancient Biographical Traditions.” Brill’s Companion to Hesiod (eds. F. Montanari, A. Rengakos, and C. Tsagalis) 271–311. Leiden. http://nrs.harvard.edu/urn-3:hlnc.essay:Nagy.Hesiod_and_the_Ancient_Biographical_Traditions.2009.
Palmer, L. R. 1963a. “The language of Homer.” In A companion to Homer. Ed. A. J. B. Wace and F. H. Stubbings. 75–178. London.
———. 1963b. The interpretation of Mycenaean Greek texts. Oxford.
Palmer, L. R., and J. Chadwick, eds. 1966. Proceedings of the Cambridge Colloquium on Mycenaean Studies. Cambridge.
Parker, H. 2008. “The linguistic case for the Aiolian Migration reconsidered.” Hesperia 77:431-464.
Parry, M. 1928a. L’épithète traditionnelle dans Homère. Paris.
———. 1928b. Les formules et la métrique d’Homère. Paris.
———. 1930. “Studies in the epic technique of oral verse-making. I: Homer and Homeric style.” Harvard Studies in Classical Philology 41:73–147.
———. 1932. “Studies in the epic technique of oral verse-making. II: The Homeric language as the language of an oral poetry.” Harvard Studies in Classical Philology 43:1–50.
———. 1934. “The traces of the digamma in Ionic and Lesbian.” Language 10:130–144.
Risch, E. 1958. Review of Ruijgh 1957. Gnomon 30:90–94.
———. 1966. “Les différences dialectales dans le mycénien.” In Palmer and Chadwick 1966. 150–157.
Rose, C. B. 2008. “Separating Fact from Fiction in the Aiolian Migration.” Hesperia 77:399-430.
Ruijgh, C. J. 1957. L’élément achéen dans la langue épique. Assen.
Sakellariou, M. B. 2009. Ethne grecs à l’âge de bronze. I/II. Μελετήματα 47. Athens.
Szemerényi, O. 1964. Syncope in Greek and Indo-European and the nature of Indo-European accent. Naples.
———. 1966. “The labiovelars in Mycenaean and historical Greek.” Studi micenei ed egeo-anatolici 1:29–52.
Ventris, M., and J. Chadwick. 1956. 1st ed. of Ventris and Chadwick 1973.
———. 1973. Documents in Mycenaean Greek. 2nd ed. Cambridge.
Vilborg, E. 1960. A tentative grammar of Mycenaean Greek. Studia Graeca et Latina Gothoburgensia 9. Gothenburg.
Wachter, R. 2000. “Grammatik der homerischen Sprache.” In Homers Ilias: Gesamtkommentar. Prolegomena. Ed. J. Latacz. 61–108. Munich.
Weingarten, J. 1983. “The Use of the Zakro Sealings.” Kadmos 22:8–13.
Willi, A. 1994–1995. “do-ra-qe pe-re po-re-na-qe a-ke.” Minos 29–30:177–185.
Woodard, R. 1986. “Dialectal Differences at Knossos.” Kadmos 25:49-74.

Footnotes

[ back ] 1. Προσφέρω τις θερμές μου ευχαριστίες στην κυρία Χριστίνα Βηθλεέμ Λάφη για τη μετάφραση του κειμένου μου στα ελληνικά, καθώς επίσης και στον καθηγητή Ιωάννη Πετρόπουλο για την επιμέλεια του ελληνικού κειμένου.
[ back ] 2. Nagy 2008:58. Το κριτήριο αυτό της κοινής καινοτομίας είναι, νομίζω, προς το πρωταρχικό συμφέρον όσων ενδιαφέρονται για την ανάπτυξη πιο αποτελεσματικών μεθοδολογιών για την ανάλυση των ελληνικών διαλέκτων. Σχετικά με την αποδεικτική αξία της από κοινής καινοτομίας έναντι της κοινής διατήρησης, βλ. ιδίως Αdrados 1952.
[ back ] 3. Meillet 1935/1965:183.
[ back ] 4. Nagy 2008:59.
[ back ] 5. Βλ. ιδίως Horrocks 1997:214.
[ back ] 6. Βλ. ιδίως Wachter 2000:64σημ.4.
[ back ] 7. Chadwick 1963:9.
[ back ] 8. Βλ. ιδίως Janko 1992:11σημ.10. Για περαιτέρω απόψεις, βλ. Sakellariou 2009:176-183.
[ back ] 9. Chadwick 1963:9. Για ένα κατάλογο αντιστοιχιών ανάμεσα στη “Μυκηναϊκή” και την Άρκαδο-Κυπριακή, βλέπε Vilborg 1960:20–21. Για ένα κατάλογο αντιστοιχιών ανάμεσα στην Αρκαδική και την Κυπριακή, βλ.Vilborg 1960:22–23.
[ back ] 10. Επανέρχομαι εδώ στο σημείο που έθιξα στη δεύτερη υποσημείωση.
[ back ] 11. Risch 1966:157.
[ back ] 12. Risch 1966:150.
[ back ] 13. Επανέρχομαι εδώ ξανά στο σημείο που έθιξα στη δεύτερη υποσημείωση.
[ back ] 14. Risch 1966:157.
[ back ] 15. Weingarten 1983.
[ back ] 16. Palmer 1963b:61.
[ back ] 17. Kiechle 1960.
[ back ] 18. Kiechle 1962.
[ back ] 19. Και πάλι επιστρέφω στην παρατήρηση που έκανα στην υποσημείωση 2.
[ back ] 20. Για αναφορές σε τέτοιες προσπάθειες, βλ. Risch 1958:91σημ.1, επίσης Cowgill 1966:86. Βλ.επίσης Rose 2008 και Parker 2008.
[ back ] 21. Nagy 2008:62.
[ back ] 22. Αναφέρομαι πιο αναλυτικά στο σημείο αυτό στο Nagy 2008:63–65.
[ back ] 23. Σε ό,τι ακολουθεί, βλ. την ανάλυσή μου στο Nagy 2008:63.
[ back ] 24. Όπως βλέπουμε από τα σχόλια του Απολλώνιου Ρόδιου 2.1005; πρβλ. Latte 1924:151–152.
[ back ] 25. Πρβλ. Ruijgh 1957:68.
[ back ] 26. Risch 1966:157.
[ back ] 27. Πρβλ. Frisk GEW II 509, επίσης Hamp 1960:200. Βλ. τώρα Janko 1992:303.
[ back ] 28. Για σχολιασμό των μορφολογικών παραλλαγών, βλ. Szemerényi 1966:34.
[ back ] 29. Πρβλ. Chantraine 1958:507–508.