Use the following persistent identifier: http://nrs.harvard.edu/urn-3:hul.ebook:CHS_Soliman.Ta_Ellinika_Grammata.2007.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ἡ σίγησις πολλῶν παραδοσιακῶν λογοτεχνικῶν εἰδῶν προσδίδει εἰς τὸν ζ΄ καὶ η΄ αἰῶνα τὸν χαρακτηρισμὸν τῶν Σκοτεινῶν Αἰώνων (650-850), δηλ. αἰώνων διανοητικοῦ σκότους καὶ ἀπαιδευσίας τὴν ὁποίαν ὁ Ἑλληνικὸς Ἀνατολικὸς κόσμος ὑποτίθεται ὅτι ὑπέστη ὡς ὁμοίως ὁ Λατινικὸς Δυτικός. [1] Κατὰ τὴν κρίσιν τοῦ Κ. Demoen, δὲν παρατηρεῖται μόνον ἔλλειψις ἱστορικῶν πηγῶν κατὰ τὴν ἐν λόγῳ περίοδον, ἀλλὰ εἶναι ἐμφανὲς ὅτι ἡ περίοδος αὕτη ὑπέστη καὶ ὀπισθοδρόμησιν τοῦ πολιτισμοῦ, ἰδιαιτέρως εἰς ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὴν λογοτεχνικὴν καὶ καλλιτεχνικὴν μόρφωσιν. [2]
Σχεδὸν μέχρι τοῦ 1950 εἰς τὴν σχετικὴν βιβλιογραφίαν ἐπεκράτει ἡ ἄποψις ὅτι εἰς τὸ Βυζάντιον, ἐπὶ περίπου δύο αἰῶνας (650-850), δὲν ἐκαλλιεργήθησαν Γράμματα καὶ ἔσβησε πᾶν ἴχνος πνευματικῆς κινήσεως, τὸ ἐνδιαφέρον διὰ τὴν παραγωγὴν τῆς κοσμικῆς γραμματείας ἐξηφανίσθη παντελῶς [3] καὶ ἀπουσίασεν οἱαδήποτε ἀξιόπιστος εἴδησις περὶ τῆς παιδείας καὶ τῆς διδασκαλίας εἰς τὸ Βυζαντινὸν κράτος. [4]
Ἡ ἀντίληψις αὕτη ἀνάγεται εἰς τὸ πασίγνωστον ἔργον τοῦ Ἄγγλου ἱστορικοῦ E. Gibbon, [5] ἀλλὰ εἰς τὴν διάδοσίν της συνετέλεσε περισσότερον ἀνάλογος διατύπωσις εἰς τὸν πρόλογον τῆς Ἱστορίας τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας τοῦ Karl Krumbacher. [6] Παρομοίας ἀπόψεις εἶχε καὶ ὁ Ρῶσος ἱστορικὸς A. Vasiliev εἰς τὴν Ἱστορίαν του, μὲ τὴν διαφορὰν ὅτι κατὰ τὴν γνώμην του τὸ διάστημα κατὰ τὸ ὁποῖον ἐσημειώθη σιγὴ τῶν Γραμμάτων εἶναι περίπου εἷς αἰών, ἀπὸ τοῦ 610-717. [7] Ὁ A. Kazhdan διαιρεῖ τὸ διάστημα 650-850 εἰς ἓν μεγαλύτερον εἰς διάρκειαν, ἀπὸ 650 ὡς 775, ἀλλὰ μὲ πτωχοτέραν συγγραφικὴν παραγωγὴν ἐν σχέσει πρὸς τὸ ἑπόμενον, τὸ ὁποῖον εἶναι συντομώτερον χρονικῶς, ἀπὸ 775 ὡς 850, ἀλλὰ εἰς τοῦτο σαφῶς σημειοῦται πλουσιωτέρα συγγραφικὴ δραστηριότης. [8]
Τὸ θέμα παρουσιάζεται πλέον ἀναγλύφως εἰς τὸ ἔργον τοῦ J. F. Haldon, ὅστις ἀναφέρει ὅτι ἐσημειώθη, μετὰ τὸ 620 μ.Χ. καὶ ὡς τὰς ἀρχὰς τοῦ θ΄, σχεδὸν πλήρης ἐξαφάνισις τῶν κοσμικῶν λογοτεχνικῶν μορφῶν ἐντὸς τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ὁμοίως ὅτι αὕτη ἡ περίοδος δὲν παρέχει οὐδὲν δεῖγμα γεωγραφικῆς, οὔτε φιλοσοφικῆς, οὔτε φιλολογικῆς λογοτεχνίας. Τὸ ἐνδιαφέρον διὰ τὴν κοσμικήν, τὴν προ-Κωνσταντίνειον ἢ μᾶλλον τὴν προ-Χριστιανικὴν παραγωγὴν τοῦ παρελθόντος ἦτο, ἐπὶ ἕνα αἰῶνα καὶ περισσότερον, σπάνιον φαινόμενον. [9]
Ἐκ τούτων φαίνεται ὅτι ἡ περὶ τῆς Μεγάλης Σιγῆς θεωρία ἀπέσπασε τὴν παραδοχὴν πολλῶν ἐρευνητῶν, ἀλλὰ βεβαίως σήμερον αἱ ἀπόψεις αὗται δὲν γίνονται πλέον ἀποδεκταὶ τόσον εἰς τὴν Ἑλληνικὴν βιβλιογραφίαν ὅσον εἰς τὴν ξενόγλωσσον. Ἀπὸ περίπου πεντηκονταετίας ἔχει στραφῆ ἡ προσοχὴ πολλῶν ἐπιστημόνων εἰς τὴν ἐξιχνίασιν τοῦ ἐρωτήματος, ἂν τὰ Ἑλληνικὰ Γράμματα ὑπέστησαν ἀφανιστικὴν ὕφεσιν εἰς τὸν χῶρον τῆς Παλαιστίνης καὶ τῆς Συρίας μετὰ τὴν Ἀραβικὴν κατάκτησιν ἢ τοὐναντίον ἐξηκολούθησαν ἐπὶ μακρὸν καλλιεργούμενα ὑπὸ Ἑλληνοφώνων καὶ ὑπὸ τοὺς Ἀράβας, ἰδίᾳ εἰς ἐκκλησιαστικὰ κέντρα, καὶ παράγοντα καρποὺς ἀξιολόγους. Ἐν ὀλίγοις, ἤρχισει τάσις ἐπανεκτιμήσεως καὶ διαφορετικῆς ἀντιμετωπίσεως τοῦ θέματος. [10]
Ἡ παροῦσα διατριβὴ ἀποσκοπεῖ εἰς τὴν προβολὴν τῆς πραγματικῆς ἀξίας λογοτεχνικῆς παραγωγῆς, ἡ ὁποῖα ἔχει ἀδικηθῆ διὰ πολλοὺς λόγους, πρὸ πάντων ἐξ αἰτίας τῆς συνεχοῦς συγκρίσεώς της πρὸς τὰ πρότυπα τῆς ἀρχαίας κλασικῆς Γραμματείας, ἐπιδιώκει δὲ νὰ δείξῃ ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ «σκότους» δὲν ἰσχύει διὰ τὴν περίοδον τοῦ ζ΄ καὶ τοῦ η΄ αἰῶνος τοῦ Ἀνατολικοῦ Κόσμου τοῦ Βυζαντίου, ἀκόμη καὶ ἂν διεπιστοῦτο γενικῶς εἰς ἄλλα μέρη τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας.
Ὁ ἐξετάζων τὰ ἔργα τῶν λογίων τῆς ἐν λόγῳ περιόδου θὰ διαπιστώσῃ ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ Παιδεία δὲν ἐξηφανίσθη τελείως κατὰ τοὺς δύο πρώτους αἰῶνας τῆς Ἀραβοκρατίας καθὼς καὶ αἱ δυνατότητες μορφώσεως εἰς τὰ πολιτιστικὰ τοὐλάχιστον κέντρα, δηλ. κυρίως εἰς τὰς Ἀνατολικὰς ἐπαρχίας τοῦ Βυζαντίου, οὐδέποτε ἐξέλιπον, ὅπερ ἀποδεικνύει ὅτι αἱ ἀνατολικαὶ ἐπαρχίαι ἦσαν τὸ «φωτεινότερον» τμῆμα τῆς Ἑλληνικῆς Ἀνατολῆς. Διασώζει ἀκόμη τὴν δᾷδα τοῦ ἀκτινοβολοῦντος τούτου πολιτισμοῦ ἀριθμὸς εὐσεβῶν μοναχῶν εἰς τὴν Συρίαν καὶ Παλαιστίνην, πρᾶγμα τὸ ὁποῖον ἀποδεικνύει ὅτι ἡ μοναχικὴ τάξις θὰ ἐχαρακτηρίζετο ὡς ἡ σπονδυλικὴ στήλη τῆς ἐκκλησίας καὶ κάποτε ἐπίσης τοῦ κράτους.
Ἡ Βυζαντινὴ Αὐτοκρατορία λοιπὸν κατὰ τοὺς δύο πρώτους αἰῶνας τῆς Ἀραβοκρατίας (ζ΄ καὶ η΄) ἐδοκιμάζετο ὑπὸ ἐπικινδύνων κρίσεων καὶ ἔσωθεν καὶ ἔξωθεν, [11] αἱ ὁποῖαι ὡδήγησαν εἰς τὴν ἐκμηδένισιν τοῦ ἐνδιαφέροντος ἀντιγραφῆς τῶν ἀρχαίων συγγραφέων ἢ τῆς μελέτης καὶ τῆς διδασκαλίας τῆς θύραθεν σοφίας. Οἱ λόγιοι τῆς ἐν λόγῳ περιόδου ἐπέδειξαν ζωηρὸν ζῆλον πρὸς τὰ Ἐκκλησιαστικὰ θέματα ὥστε νὰ ἀφιεροῦνται ὁλοκληρωτικῶς εἰς τὴν βοήθειαν καὶ τὴν ὑπεράσπισιν τῆς δόξης τῆς Ἐκκλησίας. Διὰ τοῦτον τὸν λόγον οἱ συγγραφεῖς τῶν χρόνων τούτων ἠσχολήθησαν περὶ τὴν σύνθεσιν τῶν ἐκκλησιαστικῶν ὕμνων, ᾀσματικῶν ἀκολουθιῶν, ἀντιῤῥητικῶν κειμένων, πραγματειῶν κατὰ τῶν αἱρέσεων καὶ ἁγιολογικῶν συγγραφῶν. [12]
Κατὰ τὴν ἐν λόγῳ περίοδον τὰ παραδοσιακὰ λογοτεχνικὰ ἔργα ὑπεχώρησαν, συνεγράφη ὅμως πλοῦτος ἔργων διαφορετικοῦ χαρακτῆρος, ὡς ἐκ τούτου ἡ λογοτεχνικὴ δραστηριότης αὐτῆς τῆς περιόδου στρέφεται εἰς θεολογικὰ συγγράμματα, διηγήματα ψυχωφελῆ, [13] ἐκκλησιαστικὴν ποίησιν καὶ χρονογραφίαν, ὅλα καθαρῶς Βυζαντινὰ λογοτεχνικὰ εἴδη. Ἡ λογοτεχνία τῆς ἐν λόγῳ ἐποχῆς ἐκαλεῖτο νὰ ἐκφράσῃ τὰς νέας κοινωνικὰς συνθήκας εἰς τὰς ὁποίας ὡδήγησαν τὰ ἱστορικὰ γεγονότα τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, καὶ εἶναι ἀπήχησις τῆς νέας καταστάσεως. Ἐκίνησε λοιπὸν τὸ ἐνδιαφέρον μακρὰν τῶν κλασσικῶν σπουδῶν καὶ ἐστράφη κυρίως πρὸς τὴν ἐκκλησιαστικὴν καὶ τὴν θρησκευτικὴν παιδείαν προκειμένου νὰ ὑπερασπίσουν οἱ συγγραφεῖς τὸ δόγμα καὶ τὴν πίστιν τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐν ὄψει τῆς γενομένης εἰς τὴν παιδείαν κρίσεως, ἐξ αἰτίας τοῦ ὅτι ὁ παραδοσιακὸς χῶρος ἀναπτύξεως τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος, δηλ. αἱ πόλεις, [14] εἴτε εἰς τὸ Βυζάντιον ἢ ἀλλοῦ, ἐγνώρισαν παρακμὴν ὁμοῦ μὲ ὁλόκληρον τὸ πολιτικὸν καὶ τὸ οἰκονομικὸν σύστημα, τὸ ὁποῖον ὑπεστήριζε προηγουμένως αὐτὴν τὴν δραστηριότητα [15] καὶ λόγῳ τῆς ἐλλείψεως τῶν λαϊκῶν ἐκπαιδευτικῶν ἱδρυμάτων, ἡ Ἐκκλησία ἤρχισε νὰ παρέχῃ ὑποστήριξιν εἰς τὴν Ἑλληνικὴν λογοτεχνίαν εἰς τὰς νῦν Ἀραβοκρατουμένας ἐπαρχίας, [16] ὡς ἐκ τούτου ἀνέλαβον οἱ μοναχοὶ καὶ τὰ μοναστήρια [17] τὸ βάρος τῆς παιδείας [18] ὥστε οἱ λόγιοι ἐκείνης τῆς περιόδου νὰ εἶναι μοναχοὶ καὶ κληρικοί, [19] ὅπως π.χ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ποιητὴς καὶ θεολόγος, Κοσμᾶς ὁ ἐπίσκοπος τοῦ Μαϊουμᾶ, μελῳδὸς καὶ ποιητὴς τῶν κανόνων, τινὲς δὲ αὐτῶν ἦσαν ἐκκλησιαστικοὶ ἀξιωματοῦχοι ὅπως Ἀνδρέας ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κρήτης, [20] ποιητὴς καὶ ῥήτωρ. Ὀρθῶς παρατηρεῖ ὁ P. Lemerle ὅτι ὅλοι ἦσαν «ἄνθρωποι τῆς Ἐκκλησίας» [21] καὶ τὴν περίοδον καθ’ ἥν ἔζησαν καὶ ἔδρασαν δυνάμεθα νὰ ἀποκαλῶμεν εὐστόχως ὡς τὴν «ἐποχὴν τῶν ἀνθρώπων τῆς Ἐκκλησίας». Οὕτοι οἱ λόγιοι ἦσαν σχεδὸν ὅλοι εὐρείας παιδείας [22] καὶ τῆς θύραθεν καὶ τῆς καθ’ ἡμᾶς. Χαρακτηριστικὰ δείγματα ἐκπαιδευτικῆς ἀποτελοῦν τὰ φιλοσοφικὰ συγγράμματα τοῦ ἁγίου Ἰω. τοῦ Δαμασκηνοῦ, [23] ἰδίως ἡ Πηγὴ Γνώσεως, ἡ ὁποία περιέχει τὴν πρώτην περιεκτικὴν ἔκθεσιν τῶν Χριστιανικῶν δογμάτων, περιλαμβάνουσα τὴν διδασκαλίαν τῆς ἐκκλησίας ἀπὸ τοῦ δ΄ ἕως τοῦ ζ΄ αἰῶνος, [24] καθὼς καὶ οἱ ῥητορικοὶ λόγοι τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης. [25]
Εἰς τὴν παροῦσαν μελέτην ἐπιχειρῶ νὰ ἀποδείξω ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ ἐκπαιδευτικὴ κληρονομία ἦτο ἀκόμη ζῶσα εἰς τὰς ἀνατολικὰς ἐπαρχίας τοῦ Βυζαντίου ἕνα ἀκόμη αἰῶνα μετὰ τὴν κατάκτησιν τῶν Ἀράβων τῆς Ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς [26] καὶ ὅτι ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα ἐπέζησεν ἐπιμόνως εἰς τὴν Συρίαν καὶ Παλαιστίνην μετὰ τὰς Ἀραβικὰς κατακτήσεις. [27] Τοῦτο θὰ γίνῃ καταφανὲς διὰ παρουσιάσεως τῶν φιλολογικῶν δραστηριοτήτων τῶν λογίων τῆς ἐν λόγῳ ἐποχῆς καὶ περιοχῆς, οἱ ὁποῖοι εἰργάσθησαν κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν δῆθεν «Σκοτεινῶν Αἰώνων», τῶν ὁποίων καὶ ὁ γλωσσικὸς καταρτισμὸς καὶ ἡ λογοτεχνικὴ παραγωγὴ ἦσαν ὑψηλῆς στάθμης. [28]
Εἰς τὰ Εἰσαγωγικὰ ἀναφέρονται αἱ πηγαὶ Βυζαντιναί, Κοπτικαὶ καὶ Ἀραβικαί, ἐκ τῶν ὁποίων διδασκόμεθα τὰ γεγονότα τῆς εὐρυτέρας χρονικῆς περιόδου καὶ εἰς τὰς ὁποίας δύναται νὰ στηριχθῇ ὁ μελετητής. Ἐκ τῶν Ἑλληνικῶν πηγῶν ἐχρησιμοποιήθησαν ὁ Νικηφόρος Α΄ πατριάρχης, ὁ Θεοφάνης, ὁ Γεώργιος Μοναχὸς ὡς παρέχοντες εἰδήσεις χρησίμους. Ἐκ τῶν συγχρόνων Κοπτικῶν πηγῶν ἐμελετήθη ὁ Ἰωάννης Νικίου, ἐκ δὲ τῶν Ἀραβικῶν ὁ Ἄμπου Ἀμπντουλλὰχ Μοχάμεντ ἴμπν Οὔμαρ ἴμπν Οὐάκιντ ἀλ-Ἀσλάμι ἀλ-Οὐάκιντι, ὁ ἀλ-Μπαλάδουρι καὶ ὁ ἀλ-Τάμπαρι καὶ ἀξιλογοῦνται αἱ ἐξ αὐτῶν εἰδήσεις.
Ἀκολουθεῖ τὸ δεύτερον μέρος τῶν Εἰσαγωγικῶν ὅπου παρουσιάζεται ἱστορικὸν πλαίσιον τῶν γεγονότων πρό, κατὰ καὶ μετὰ τὰς Ἀραβικὰς κατακτήσεις, ἔνθα ἐκτὸς τῶν πολιτικῶν ἢ πολεμικῶν γεγονότων γίνεται λόγος καὶ περὶ ῥευμάτων ἰδεῶν, αἱρέσεων, κρατικῆς πολιτικῆς ἔναντι αὐτῶν καὶ γενικῶς τῶν συντελεσθέντων κατὰ καὶ μετὰ τὴν Ἀραβικὴν κατάκτησιν, ἤτοι θεμάτων διοικητικῶν καὶ δὴ καὶ τῆς μεταδόσεως ἀπὸ τῆς Βυζαντινῆς εἰς τὴν Ἀραβικὴν διοίκησιν ἐπὶ τῶν Ὀμμεϋαδῶν (661-750) καὶ ἐν συνεχείᾳ τῶν Ἀββασιδῶν (751-1285). Δὲν παραλείπονται καὶ αἱ οἰκονομικαὶ καὶ αἱ πολιτιστικαὶ ἐπαφαί.
Εἰς τὸ πρώτον κεφάλαιον παρουσιάζεται ἐπισκόπησις τῆς παιδείας καὶ τῆς λογοτεχνικῆς παραγωγῆς εἰς Συρίαν, Παλαιστίνην καὶ Αἴγυπτον πρὸ τῆς Ἀραβοκρατίας (δ΄, ε΄ και ϛ΄ αἰ.), προκειμένου νὰ φανῇ ἡ στάθμη τῆς παιδείας πρὸ τῶν κατακτήσεων καθὼς καὶ ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν λογοτεχνικῶν εἰδῶν εἰς τὰ ὁποῖα ἔγραφον οἱ πρὸ καὶ μετὰ τὴν Ἀραβικὴν κατάκτησιν συγγραφεῖς, ἐπίσης ἡ ἐκτίμησις, ἐν συνεχείᾳ, τοῦ τί ἀπωλέσθη καὶ τί ἐξηκολούθησε νὰ ἐπιβιοῖ καὶ νὰ ἀποδίδῃ καρποὺς μετὰ τὴν κατάκτησιν. Ἐδῶ συνεξετάζονται θύραθεν καὶ χριστιανοὶ συγγραφεῖς, κατὰ περιοχὰς διακρινομένας ἰδίᾳ ὡς πρὸς τὴν θολογικὴν παραγωγήν: Ἀντιοχείας, Γάζης, Ἀλεξανδρείας καὶ Ἱεροσολύμων. Οἱ ἐξεταζόμενοι συγγραφεῖς εἶναι χρήσιμοι εἰς τὴν περαιτέρω ἀνάπτυξιν τοῦ θέματος, διότι ὑπηρέτησαν τὴν ἐπιτόπιον παιδείαν εἰς πολλοὺς κλάδους, τῶν ὁποίων εἰς τὸ ἑπόμενον κεφάλαιον θὰ ἐρευνηθῇ ἂν ὑπῆρξε συνέχεια ἐπὶ τῆς Ἀραβοκρατίας.
Τὸ δεύτερον κεφάλαιον ἀνταποκρίνεται εἰς τὸ κυρίως ζητούμενον τῆς διατριβῆς. Ἐνταῦθα τὸν πρώτιστον λόγον ἔχουν τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα καὶ οἱ συγγραφεῖς των, οἱ ὁποῖοι ἔζησαν καὶ συνέγραψαν κατὰ τὴν ἐρευνωμένην περιοχὴν καὶ ἐποχήν. Χρονικῶς προηγεῖται ὁ Κύριλλος Σκυθοπολίτης, ἐκ τοῦ ὁποίου ἰδιαιτέρως ἐνδιαφέρουν καὶ αἱ εἰδήσεις περὶ τοῦ ὁσίου Σάβα τοῦ ἡγιασμένου καὶ τῆς ἱστορίας τῆς Λαύρας του, γενομένης ἑστίας πνευματικῆς καὶ παιδευτικῆς ἀκτινοβολίας τοῦ πατριαρχείου Ἱεροσολύμων διὰ μέσῳ τῶν αἰώνων.
Εἰς τὸ αὐτὸ κεφάλαιον θὰ παρουσιαστοῦν καί:
(Α΄) εἰδήσεις περὶ τῆς νεανικῆς παιδείας τῶν λογίων τῆς ἐν λόγῳ περιόδου. Ἐν ὄψει τῆς σιγῆς ἄλλων πηγῶν, οἱ βίοι τῶν Ἁγίων εἶναι ἰδιαιτέρως σημαντικοί. Ἐπειδὴ εἰς τοὺς βίους τῶν ἁγίων τῆς πρωΐμου μεσοβυζαντινῆς περιόδου (η΄-ιβ΄ αἰ.) δὲν παραλείπονται τὰ ἔτη τῆς μαθητείας των, ἀλλὰ ἀντιθέτως περιγράφονται μετὰ λεπτομερείας, εἶναι δυνατὸν νὰ προσδιορισθῇ ἡ ὕπαρξις ἐνιαίου προγράμματος «θύραθεν παιδείας»: ἀφ’ ἑνὸς μὲν Γραμματική, Ῥητορική, Φιλοσοφία / Διαλεκτική, δηλ. ἡ γνωστὴ Τριττύς (Trivium) καὶ ἀφ’ ἑτέρου δὲ Ἀριθμητική, Γεωγραφία, Ἀστρονομία καὶ Μουσική, ἡ Τετρακτύς (Quadrivium). [29] Ἄλλοι βίοι χρησιμεύουν νὰ φωτίσουν τὸ θέμα ἀναφερόμενοι εἰς τὰ πρόσωπα τὰ ὁποῖα ἔζησαν καὶ ἔδρασαν κατὰ τὸν ζ΄ καὶ η΄ αἰῶνα.
(Β΄) Τὰ λογοτεχνικὰ εἴδη εἰς τὰ ὁποῖα ἔγραφον οἱ λόγιοι οὗτοι, τὰ ὁποῖα περιορίζονται εἰς θεολογικά, ἐκκλησιαστικὰ καὶ θρησκευτικὰ κείμενα: (θρησκευτικὰ ποιήματα, ἐξηγητικά, ὁμιλητικά, λειτουργικά, ἁγιογραφικά, βιβλικὰ σχόλια καὶ ὑμνογραφικά, κλπ.).
Ὡς πρὸς τὰ θεολογικὰ κείμενα κατὰ εὐρυτέραν ἔννοιαν, ὑπενθυμίζομεν ὅτι τόσον ὁ K. Krumbacher ὅσον καὶ ὁ A. Ehrhard ἐξεῖλον τὴν θεολογικὴν γραμματείαν ἀπὸ τὸ φαινόμενον τῆς παρακμῆς τῶν ὑπολοίπων λογοτεχνικῶν εἰδῶν καὶ εὐλόγως, ἀφοῦ τὴν περίοδον ταύτην ἀκμάζουν καὶ γράφουν συγγραφεῖς ὅπως Ἰω. ὁ Δαμασκηνὸς, ὅστις, ἐνῷ διήρχετο τὴν μοναχικήν του σταδιοδρομίαν εἰς τὴν Μονὴν τοῦ ἁγίου Σάβα, εἰς τὰ Ἀραβοκρατούμενα Ἱεροσόλυμα, ἐντούτοις ἐθεωρήθη ὁ κύριος Βυζαντινὸς ὑπερασπιστὴς τῶν εἱκόνων, [30] εἰς ἕνα κόσμον ὅπου ἦτο δύσκολον ἀκόμη καὶ διὰ τοὺς Ἀνατολικοὺς πατριάρχας νὰ ἐκπροσωπηθοῦν εἰς τὰς σημαντικὰς συνόδους συνερχομένας ἐν ΚΠόλει. [31] Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς εἶναι ἐκεῖνος ὅστις ἐσυστηματοποίησε τὴν δογματικὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας εἰς τὸ ἔργον του: Πηγὴ Γνώσεως, τὸ ὁποῖον ἐγένετο τὸ ἐγχειρίδιον τῆς Βυζαντινῆς θεολογίας [32] καὶ τοῦ ὁποίου τὰ ὁμιλητικὰ καὶ λειτουργικὰ ἔργα εἶχον μεγάλην ἐπίδρασιν εἰς τὸ Βυζάντιον ἀπὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ θ΄ αἰῶνος. [33] Ὁ Ἀνδρέας Κρήτης, ῥήτωρ οὐχὶ τῶν δευτέρων, ἐκτὸς τῶν πεζῶν του θεολογικῶν κειμένων ἔγραψε καὶ ᾀσματικοὺς κανόνας καὶ θεωρεῖται ὁ ἀρχαιότερος ποιητὴς τῶν Κανόνων [34] καὶ ὁ Κοσμᾶς ὁ Μελῳδός, κατά τινας, εἶναι ὁ καλύτερος τῶν Βυζαντινῶν κανονογράφων. Οἱ συγγραφεῖς οὗτοι εἶναι εἰσηγηταὶ τοῦ φιλολογικοῦ εἴδους τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας, τῶν Κανόνων. [35] Οἱ ὕμνοι αὐτῶν τῶν τριῶν ὑμνογράφων, ὡς ἀναφέρει ὁ C. Mango, παρουσιάζουν ἐπιτυχίαν εἰς ἐκφραστικότητα καὶ βάθος τοῦ συναισθήματος. [36] Ἡ ἁγιολογία τῆς περιόδου ταύτης, δὲν εἶναι γεγραμμένη βεβαίως εἰς ἀττικίζουσαν διάλεκτον, ἀλλὰ καὶ ἡ γλωσσικὴ μορφὴ προϋποθέτει καὶ φανερώνει ἐπαρκῆ γλωσσικὴν παιδείαν τῶν συγγραφέων καὶ τὸ ἐνδιαφέρον των διὰ τὰ κείμενα ταῦτα δὲν ἐξαντλεῖται εἰς τὸ θεολογικὸν περιεχόμενον ἀλλὰ εἶναι εὐρύτερον, καθὼς ἀποτελοῦν ἀξιόλογον πηγὴν πληροφοριῶν διὰ τὴν γλῶσσαν, τὴν ἱστορίαν καὶ τὸν καθημερινὸν βίον.
(Γ΄) Ἐρευνοῦνται καὶ ἐντοπίζονται αἱ πηγαὶ ἑκάστου ἔργου, θύραθεν καὶ χριστιανικαί, προκειμένου νὰ ἀντληθοῦν εἰδήσεις περὶ τῶν συγγραμμάτων τὰ ὁποῖα εἶχεν εἰς τὴν διάθεσίν του ἕκαστος λόγιος. Ἡ ἀνίχνευσις τῶν πηγῶν τῶν ἔργων τῶν συγγραφέων κατὰ τὴν ἐν λόγῳ περίοδον εἶναι ἐκ τῶν πρώτων μελημάτων τῆς παρούσης διατριβῆς, ὥστε νὰ φανῇ ὁ πλοῦτος καὶ τὸ εὗρος τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας τῆς κτηθείσης ἐπιτοπίως. Αἱ πηγαὶ τῶν ἔργων τῶν λογίων τούτων εἶναι πάμπολλαι καὶ ποικίλαι, αἱ περισσότεραι τῶν ὁποίων ἀνήκουν εἰς τὴν καθ’ ἡμᾶς παιδείαν, ὅπως ἀπαιτεῖται ἐκ τῶν θεολογικῶν καὶ θρησκευτικῶν θέματων ἅτινα χειρίζονται. Ὅμως δὲν ἀποκλείεται νὰ δανείζωνται οἱ συγγραφεῖς οὗτοι καὶ ἀπὸ ἔργα θύραθεν παιδείας. Δύναται, κατὰ τὴν περίοδον τῶν λεγομένων Σκοτεινῶν Αἰώνων, νὰ μὴ ὑπῆρξε τόσον ἐντατικὴ ἐνασχόλησις περὶ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς, ὅπως θὰ παρατηρηθῆ ἀπὸ τὸν θ΄ αἰῶνα καὶ ἔπειτα, ὅμως ἀρκεῖ κανεὶς νὰ φυλλομετρήσῃ ἁπλῶς τὰ ἔργα τῶν προαναφερθέντων συγγραφέων, ἀλλὰ καὶ τῶν ὑπολοίπων συγγραφικῶν μορφῶν τῆς περιόδου, διὰ νὰ διαπιστώσῃ εὐκολώτατα τὴν ὑποκειμένην ἀρχαιομάθειαν καὶ τὸ εὐρὺ καὶ ἀξιόλογον παιδευτικὸν ὑπόβαθρον, καθὼς θὰ διαπιστώσῃ ἐπίσης ὅτι, ἀκόμη καὶ εἰς τοὺς ἀκρίτως λεγομένους Σκοτεινοὺς Αἰῶνας, ὁ ζῆλος τῆς διδασκαλίας καὶ τῆς μαθήσεως τῶν κατὰ παράδοσιν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων τῆς θύραθεν σοφίας εἶναι ἔντονος εἰς αὐτὴν τὴν Βυζαντινὴν ἐπαρχίαν (τὴν Παλαιστίνην). [37]
Ἐκ τῆς Συρίας ἐξεπήγασεν ἓν κίνημα κατὰ τὰ μέσα τοῦ η΄ αἰ., τὸ ὁποῖον εἶχε μεγάλην ἐπίδρασιν τόσον ἐπὶ τῆς ἱστορίας τῆς Ἑλληνικῆς σκέψεως ὅσον καὶ τῆς Ἀραβικῆς, δηλ. τὸ κίνημα τῶν Ἑλληνο-Ἀραβικῶν μεταφράσεων (κεφάλαιον τρίτον). Πρόκειται περὶ κινήματος εἰς τὸ ὁποῖον ἡ Συρία διεδραμάτισε κύριον ῥόλον εἰς τὴν μετάδοσιν τῆς Ἑλληνικῆς σκέψεως εἰς τὴν Ἀνατολὴν εἰδικῶς εἰς τὸν Ἰσλαμικὸν κόσμον, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Ἀνατολικὸς κόσμος ἐγνώρισε καὶ περιόδους παρακμῆς καὶ διώξεων, ἀλλὰ δὲν ἐστερήθη καὶ τῆς ἀντιστοίχου ἀναγεννητικῆς δυνάμεως. Ὁ πολιτισμὸς τοῦ Ἀραβοϊσλαμικοῦ κόσμου καὶ ἡ Ἰσλαμικὴ θεολογία ἔχουν βαθείας τὰς ῥίζας των εἰς τὴν Ἑλληνικὴν σκέψιν καὶ φιλοσοφίαν. Ἡ ἀκμὴ τοῦ Ἀραβοϊσλαμικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῶν Ἰσλαμικῶν φυσικῶν ἐπιστημῶν σημειοῦται ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ η΄ ἕως τὸ τέλος τοῦ ι΄ αἰ., μὲ τὴν παραλαβὴν καὶ οἰκείωσιν τῆς Ἑλληνικῆς πνευματικῆς κληρονομίας καὶ τῆς γενικωτέρας κληρονομίας τῆς ἀρχαιότητος. Εἰς τὸ χρονικὸν τοῦτο διάστημα μετεφράσθησαν ἐκ τῶν Ἀραβικῶν τὰ περισσότερα ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων φιλοσόφων καὶ Ἑλληνιστῶν λογίων. [38]
Εἰς τοῦτο τὸ κίνημα οἱ Χριστιανοὶ τῆς ἀνατολῆς εἶχον ἰδιαιτέρως μεγάλην καὶ θεμελιώδη συμβολὴν εἰς τὴν Ἀραβικὴν μετάφρασιν Ἑλληνικῶν συγγραφικῶν ἔργων τῆς Κλασικῆς καὶ τῆς Ἑλληνιστικῆς ἀρχαιότητος γενομένων ὑπὸ Σύρων Ἀράβων χριστιανῶν καὶ ἑλληνομαθῶν μεταφραστῶν. Τοῦτο εἶναι ἰδιαιτέρως ἔργον ἐκείνων τῶν Χριστιανῶν ἀπὸ τὰς περιοχὰς τῆς Συρίας, Ἐδέσσης, Καρρῶν καὶ τῆς Μεσοποταμίας, χώρων δηλ. εἰς τοὺς ὁποίους ὑπῆρχον σχολεῖα ὑψηλῆς Ἑλληνικῆς παιδείας καὶ πολιτισμοῦ προσφέροντα γραμματικὴν καὶ ῥητορικὴν παιδείαν. [39] Σημειωτέον ὅτι πολλαὶ μεταφράσεις εἶχον γίνει ἤδη, ἀπὸ τῶν ἀρχῶν τοῦ ε΄ αἰῶνος, δηλ. δύο αἰῶνας πρὸ τοῦ Ἰσλάμ, ἐκ τῶν Ἑλληνικῶν εἰς τὰ Συριακά, [40] ἐκ τῶν ὁποίων μετεφράσθησαν κατόπιν εἰς τὰ Ἀραβικὰ καὶ ἡ εὐρεῖα μετάδοσις τῆς Ἑλληνικῆς γνώσεως καὶ πολιτισμοῦ εἰς τοὺς Ἄραβας δὲν ἐπραγματοποιήθη ἐπὶ ματαίῳ.
Ὡς εἶναι γνωστόν, εἰς τὸν δρόμον «ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρειαν πρὸς τὴν Βαγδάτην», οἱ Σύροι χριστιανοί, οἵτινες ἦσαν οἱ κυριώτεροι μεσάζοντες εἰς τὸν χῶρον τοῦτον, ἐχρησιμοποίησαν τὰ κείμενα τοῦ Ἀριστοτελικοῦ Ὀργάνου κυρίως ὡς ἐργαλεῖον διὰ τὴν καλυτέραν κατανόησιν τῶν Ἑλλήνων Πατέρων καὶ ὡς ὅπλον ἐναντίον τῶν αἱρέσεων. [41] Χριστιανοὶ (Νεστοριανοί) σοφοὶ εἰς τὴν Σχολὴν τοῦ Τζουντισαμποῦρ καὶ Ἄραβες φιλόσοφοι εἰς τὴν νέαν Ἀκαδημίαν τῆς Βαγδάτης (ἰδιαιτέρως ὁ Χουνάιν ἴμπν Ἰσχὰκ 809-873) ἔχουν παίξει ἕνα σπουδαῖον ῥόλον εἰς τὴν ἀποδοχὴν τῆς Ἑλληνικῆς ἐπιστήμης κατὰ τὸν θ΄ αἰῶνα. [42] Δυνάμεθα νὰ ὑποθέσωμεν ὅτι ὑπῆρχον Ἑλληνικαὶ καὶ Συριακαὶ ἐπιτομαὶ ἢ ἐγχειρίδια τῆς Ἀριστοτελικῆς λογικῆς παρέχοντα βοήθειαν διὰ νὰ ἐξηγηθοῦν τὰ μέσα μὲ τὰ ὁποῖα ἡ Ἑλληνικὴ φιλοσοφικὴ παιδεία μετεβιβάσθη εἰς τὸν Ἰσλαμικὸν κόσμον τοῦ θ΄ καὶ ι΄ αἰ. [43] Κατὰ συνέπειαν διαπιστώνομεν ὅτι ἡ ἄνθησις ἢ τοὐλάχιστον ἡ ὕπαρξις τῆς Ἑλληνικῆς κληρονομίας καὶ παιδείας εἰς τὰς ἀνατολικὰς ἐπαρχίας τοῦ Βυζαντίου εἶναι ἡ αἰτία τῆς μεταδόσεως εἰς τὸν Ἰσλαμικὸν κόσμον πολλῶν ἔργων τῆς Ἑλληνικῆς ἐπιστήμης ἰδιαιτέρως τῆς φιλοσοφίας εἰς τοὺς Ἄραβας. [44] Εἰς εὐρύτερον καὶ πλέον θεμελιῶδες ἐπίπεδον, διὰ τοῦ κινήματος τῶν Ἑλληνο-Ἀραβικῶν μεταφράσεων, ὁ Ἰσλαμικὸς πολιτισμὸς ἐγένετο διάδοχος τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ εἰς τὸν Ἀνατολικὸν χῶρον καὶ χωρὶς αὐτὸν ὁ πολιτισμὸς τοῦ κλασικοῦ Ἰσλὰμ δὲν θὰ ἠδύνατο ποτὲ νὰ ἔχει ὡριμάσει. [45]
Καὶ ἐντεῦθεν θεωρῶ καθῆκον ὅπως ἐκφράσω θερμὰς εὐχαριστίας εἰς τοὺς σεβαστοὺς καθηγητάς μου κ. Σ. Ἰω. Κουρούσην, κ. Ἀ. Μαρκόπουλον, καὶ τὸν κ. Ε. Ἰω. Τωμαδάκην, παρακολουθήσαντας μετ’ ἐνδιαφέροντος καὶ ἐνθαρρύναντας τὴν ἐργασίαν μου καὶ παρασχόντας πολλὰς χρησίμους ὑποδείξεις. Παρομοίως θεωρῶ καθῆκον ὅπως ἐκφράσω τὴν εὐγνωμοσύνην μου εἰς τὸ Ἵδρυμα Κρατικῶν Ὑποτροφιῶν (ΙΚΥ) διὰ τὴν οἰκονομικήν του ὑποστήριξιν διὰ τῆς ὑποτροφίας τῆς χορηγηθείσης ὑπ’ αὐτοῦ εἰς ἐμέ, ἄνευ τῆς ὁποίας δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ ὁλοκληρωθῇ ἡ ἔρευνά μου.
Ἐπίσης ὀφείλω νὰ εὐχαριστήσω καὶ τὴν μικρὴν μου οἰκογένειαν, τὴν σύζυγόν μου Τζιχὰν καὶ τὰ τέκνα μου Ἀγάπην καὶ Φαροῦκ (Ἀβραάμ) διὰ τὰς θυσίας καὶ τὴν ὑπομονὴν τὰς ὁποίας ἔκαμαν δι’ ἐμένα.
Soliman Sameh Farouk
Ἐν Ἀθήναις τῇ 14 Σεπτεμβρίου 2007
† Ἡ παγκόσμιος ὕψωσις τοῦ τιμίου καὶ ζωοποιοῦ σταυροῦ
Footnotes
[ back ] 1. B. Hemmerdinger, “La culture grecque classique du VIIe au IXe siècle”, Byzantion 34, (1964), σσ. 125-133.
[ back ] 2. K. Demoen, “Culture et rhétorique dans la controverse iconoclaste”, Byzantion 68, (1998), σσ. 311-346.
[ back ] 3. D. Gutas, Greek Thought and Arabic Culture: The Graeco-Arabic Translation Movement in Baghdad and Early Abbasid Society (2nd-4th/8th-10th), Routledge 1998, σ. 177.
[ back ] 4. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, Ἀθήνα 2001, σ. 59.
[ back ] 5. E. Gibbon, A History of the Decline and Fall of the Roman Empire, τόμ. 5, London 1788-1789, σ. 511.
[ back ] 6. K. Krumbacher, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας, τόμ. α΄, Ἀθήνα 1897, σ. 20.
[ back ] 7. A. Vasiliev, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας (324-1453), τόμ. α΄, Ἀθήνα 1995, σ. 293.
[ back ] 8. A. Kazhdan, A History of Byzantine Literature (650-850), Ἀθήνα 1999, σσ. viii, ix. Κατὰ τὴν πρώτην περίοδον, ἀπὸ 650 ὡς 775, ἔζησαν καὶ ἔδρασαν ὁ Ἀνδρέας Κρήτης (650-740), Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς (680-750) καὶ ὁ Κοσμᾶς Μαϊουμᾶ, τὰ ἔργα τῶν ὁποίων εἶναι θρησκευτικοῦ, θεολογικοῦ καὶ ἐκκλησιαστικοῦ χαρακτῆρος, ἐνῷ κατὰ τὴν δευτέραν, ἀπὸ 775 ὡς 850, ἔζησε καὶ ἔδρασεν ὁ Γ. Σύγκελλος (ϗ -† 810/811), ὁ ὁποῖος ἔγραψε Χρονογραφίαν καὶ ὁ Μ. Σύγκελλος (761-846), ὁ ὁποῖος ἔγραψε τὸ φιλολογικὸν ἔργον Περὶ τῆς τοῦ λόγου συντάξεως. Παρατηρεῖται δὲ ὅτι κατὰ τὴν πρώτην περίοδον κυριαρχοῦν τὰ θρησκευτικὰ συγγράμματα, ἐνῷ κατὰ τὴν δευτέραν, ἐκτὸς τούτων ἐγράφησαν καὶ θύραθεν συγγράμματα.
[ back ] 9. J. F. Haldon, Byzantium in the Seventh Century: The Transformation of a Culture, κεφ. 11, “Forms of Representation: Language, Literature and the Icon”, Cambridge, 1990, σσ. 425, 427.
[ back ] 10. Περαιτέρω περὶ τῆς θεωρίας τῆς Μεγάλης Σιγῆς τῶν Γραμμάτων εἰς τὸ Βυζάντιον κατὰ τὴν προαναφερθεῖσαν περίοδον καὶ περὶ τῶν διαφόρων ἀπόψεων, χρήσιμα τὰ ὅσα γράφουν οἱ Ν. Τωμαδάκης, «Ἡ δῆθεν Μεγάλη Σιγὴ τῶν γραμμάτων ἐν Βυζαντίῳ (650-850)» (Ἀρχαιογνωσία καὶ πνευματικαὶ ἐκδηλώσεις), ΕΕΒΣ 38, (1974), σσ. 5-26, ὁ αὐτὸς, «Ἀπὸ τῆς Μεγάλης Σιγῆς εἰς τὸν Φώτιον καὶ τοὺς ἐστεμμένους ποιητάς», μέρ. δ΄, ἐν Συλλάβῳ Βυζαντινῶν Μελετῶν καὶ Κειμένων, Ἀθῆναι 1961, σσ. 301-336, Av. Cameron, “Byzantium and the Past in the Seventh Century: The Search for Redefinition”, ἐν J. Fontaine and J. N. Hillgarth (ἔκδ), The Seventh Century: Change and Continuity, London 1992, σσ. 250-276, Daniel J. Sahas, “Cultural Interaction during the Umayyad Period. The ‘Circle’ of John of Damascus”, ARAM 6, (1994), σσ. 35-66, E. Chrysos, “Illuminating Darkness by Candlelight: Literature in the Dark Ages”, Actes du Colloque International Philologique Nicosie – Chypre 2000, Paris 2002, σσ. 13-24, M. A. Hoffman, “The History of Anthropology Revisited, A Byzantine Viewpoint”, American Anthropologist 75, (1973), σσ. 1347-1357, P. Lemerle, Ὁ Πρῶτος Βυζαντινὸς Οὐμανισμός, γ΄ ἐκδ., Ἀθήνα 2001, σσ. 71-101, Ἐλεωνόρα Κουντούρα-Γαλάκη, Ὁ Βυζαντινὸς κλῆρος καὶ ἡ κοινωνία τῶν Σκοτεινῶν Αἰώνων, Ἐθνικὸν Ἵδρυμα Ἑρευνῶν, Μονογραφίες 3, Ἀθήνα 1996, σ. 30, D. A. Zakythinos, “La grande brèche dans la tradition historique de l’Hellénisme du septième au neuvième siècle”, Χαριστήριον εἰς Ἀναστάσιον Κ. Ὀρλάνδον, τόμ. γ΄, Ἀθῆναι 1966, σσ. 300-327, R. Browning, Medieval and Modern Greek, Cambridge 1983, σ. 55, W. T. Treadgold, “The Revival of Byzantine Learning and the Revival of the Byzantine State”, The American Historical Review 84, (1979), σσ. 1245-1266.
[ back ] 11. Περὶ δὲ τῶν δογματικῶν ἐρίδων καὶ αἱρέσεων κατὰ τοὺς Σκοτεινοὺς Αἰῶνας τοῦ Βυζαντίου (Ἰσλαμισμός, Μονοενεργητισμός, Μονοθελητισμός, Εἰκονομαχία κλπ.),βλ. W. Brandes, “Orthodoxy and Heresy in the Seventh Century: Prosopographical Observations on Monotheletism”, Proceedings of the British Academy 118, (2003), σσ. 103-118, A. Louth, “John of Damascus and the Making of the Byzantine Theological Synthesis”, ἐν The Sabaite Heritage, ἔκδ. Joseph Patrich, σσ. 301-304, Av. Cameron, “Images of Authority: Elites and Icons in Late Sixth-Century Byzantium”, Past and Present 84, (1979), σσ. 3-35, S. H. Griffith, “Muslims and Church Councils: The Apology of Theodore Abu Qurrah”, Studia Patristica 25, (1993), σσ. 270-299. Αἱ πρῶται Βουλγαρικαί, Σλαβικαὶ καὶ Ἀβαρικαὶ ἐπιθέσεις ἐπὶ τῶν Βαλκανικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας ἐγένοντο κατὰ τὸν ζ΄ αἰ., βλ. K. M. Setton, “The Bulgars in the Balkans and the Occupation of Corinth in the Seventh Century”, Speculum 25, (1950), σσ. 502-543, P. Charanis, “Ethnic Changes in the Byzantine Empire in the Seventh Century”, DOP 13, (1959), σσ. 23-44,G. Ostrogorsky, “The Byzantine Empire in the World of the Seventh Century”, DOP 13, (1959), σσ. 1-21. «Περὶ δὲ τῶν ἐπιθέσεων τῶν Ἀράβων», βλ. R. L. Wilken, The Land Called Holy: Palestine in Christian History and Thought, Yale 1992, σ. 237, P. Figueras, “The Impact of the Islamic Conquest on the Christian Communities of South Palestine”, ARAM 6, (1994), σσ. 279-293, Ph. Mayerson, “The First Muslim Attacks on Southern Palestine (A.D. 633-634)”, TAPA 95, (1964), σσ. 155-199, Y. Hirschfeld, “Euthymius and his Monastery in the Judean Desert”, Liber Annuus Studii Biblici Franciscani 43, (1993), σσ. 339-371.
[ back ] 12. Av. Cameron, “New Themes and Styles in Greek Literature: Seventh-Eighth Centuries, Problems in the Literary Source Material”, ἐν Papers of the First Workshop on Late Antiquity and Early Islam I, (ἔκδ.) Av. Cameron and L. I. Conrad, Princeton 1991, σ. 85.
[ back ] 13. E. Chrysos, “Illuminating Darkness by Candlelight”, σ. 15.
[ back ] 14. Ἡ παρακμή, τὴν ὁποίαν ἐγνώρισαν αἱ πόλεις, ἀνάγεται εἰς τοὺς ἐπὶ τοῦ Ἰουστινιανοῦ χρόνους ἐξ αἰτίας τῆς διοικητικῆς του πολιτικῆς, ἀλλ’ ἔφθασεν εἰς τὸ ἀνώτατον σημεῖον της μετὰ τὰς Ἀραβικὰς κατακτήσεις. Περαιτέρω περὶ τῆς Βυζαντινῆς πόλεως ἐπὶ τοῦ Ἰουστινιανοῦ χρήσιμα ὅσα γράφει ἡ H. Saradi, The Byzantine City in the Sixth Century, Athens 2006, σσ. 79-81.
[ back ] 15. E. Chrysos, “Illuminating Darkness by Candlelight”, σσ. 14, 21.
[ back ] 16. Av. Cameron, “New Themes and Styles in Greek Literature”, σ. 85.
[ back ] 17. Κατὰ δὲ τὴν γνώμην τοῦ A. Kazhdan: «ἡ ἐκκλησία συνεπλήρωσε τὸ κενὸν τὸ ὁποῖον ἐδημιουργήθη μὲ τὴν ἐξασθένισιν τῶν ἀστικῶν ἱδρυμάτων», βλ. A History of Byzantine Literature (650- 850), σ. 11 καὶ περὶ τῶν μοναστηρίων ἀναφέρει: «ἐγένοντο οἱ πρῶτοι φύλακες τῆς κοινωνικῆς τάξεως καὶ πολιτισμοῦ», αὐτόθι, σ. 12, «κέντρα πνευματικότητος καὶ ἐκμαθήσεως», D. J. Sahas, “Cultural Interaction during the Umayyad Period”, βλ. ἀνωτέρω καὶ «πνευματικαὶ ἐστίαι αἵτινες ἀνέλαβον τὸ δύσκολον ἔργον τῆς ἐκπαιδεύσεως καὶ διατηρήσεως τῆς γνώσεως», βλ. N. M. Kalogeras, Byzantine Childhood Education and its Social Role from the 6th Century Until the End of Iconoclasm, Chicago 2000, σ. 152.
[ back ] 18. Οἱ λόγιοι τῆς ἐν λόγῳ περιόδου ἐδιδάχθησαν οὐχὶ εἰς δημόσια σχολεῖα ἀλλὰ κατ’ οἶκον ὑπὸ διδασκάλων, ὅπως οἱ δύο θετοὶ ἀδελφοὶ Ἰω. Δαμασκηνὸς καὶ Κοσμᾶς Μαϊουμᾶ καὶ ὁ Μιχαὴλ Σύγκελλος, εἴτε εἰς τὰ μοναστήρια τῶν Ἱεροσολύμων ὅπως οἱ Ἀνδρέας Κρήτης, Στέφανος Σαβαΐτης ὑπὸ τοῦ Ἰω. Δαμασκηνοῦ καὶ Γεώργιος Σύγκελλος, εἴτε εἰς τὰ πρῶτα «κρυφὰ σχολεῖα» εἰς τὴν Ἱστορίαν τοῦ Ἑλληνικοῦ ἔθνους, ὅπως οἱ δύο ἀδελφοὶ Θεόδωρος καὶ Θεοφάνης οἱ Γραπτοὶ ὑπὸ τοῦ Μ. Συγκέλλου.
[ back ] 19. A. Kazhdan, A History of Byzantine Literature (650-850), σ. 152.
[ back ] 20. Αὐτόθι, σ. 149.
[ back ] 21. P. Lemerle, Ὁ Πρῶτος Βυζαντινὸς Οὐμανισμός, σ. 72.
[ back ] 22. Aristarchos Peristeris, “Literary and Scribal Activity at the Monastery of St. Sabas”, ἐν The Sabaite Heritage, ἔκδ. Joseph Patrich, σσ. 171-194.
[ back ] 23. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς ἐμελέτησε τὸ Ἀριστοτελικὸν Ὄργανον καὶ ἐχρησιμοποίησε τὴν Ἀριστοτελικὴν «λογικήν», προσθέτων, ἐν τούτοις, νέαν διάστασιν εἰς τοὺς Ἀριστοτελικοὺς ὅρους οἵτινες ὑπηρέτησαν τὴν χριστιανικὴν διδασκαλίαν καὶ τὴν οὐσίαν της, βλ. G. D. Ziakas, “Greek Thought to Christian East and Arabic Islamic Tradition”, ΕΕΘΣΠΘ, Τμῆμα Ποιμαντικῆς καὶ Κοινωνικῆς Θεολογίας 5, (1998), σσ. 81-99.
[ back ] 24. Otto A. Meinardus, “Historical Notes on the Lavra of Mar Sabas”, Eastern Churches Review 2, (1968-69), σσ. 392-401.
[ back ] 25. M. B. Cunningham, “Andrew of Crete: A High–Style Preacher of the Eighth Century”, Preacher and Audience, Studies in Early Christian and Byzantine Homiletics, ἔκδ. M. B. Cunningham, Leiden-Boston-Köln 1998, σσ. 267-293.
[ back ] 26. C. Mango, Βυζάντιο: Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ῥώμης, Ἀθήνα 2002, σ. 165.
[ back ] 27. Av. Cameron, “New Themes and Styles in Greek Literature”, σ. 87.
[ back ] 28. Ν. Β. Τωμαδάκη, “Ἀπὸ τῆς Μεγάλης Σιγῆς εἰς τὸν Φώτιον καὶ τοὺς ἐστεμμένους ποιητάς”, Μέρος δ΄, ἐν Συλλάβῳ Βυζαντινῶν Μελετῶν καὶ Κειμένων, σ. 301.
[ back ] 29. H. Hunger,Ὁ Κόσμος τοῦ Βυζαντινοῦ Βιβλίου, Γραφὴ καὶ Ἀνάγνωση στὸ Βυζάντιο, Ἀθήνα 1995, σ. 101.
[ back ] 30. Av. Cameron, “The Eastern Provinces in the 7th Century A. D.: Hellenism and the Emergence of Islam”, ἐν S. Said (ἔκδ.), Hellenismos: Quelques jalons pour une histoire de l’identité grecque, Leiden 1991, σσ. 287-313, ἐν. 290.
[ back ] 31. Αv. Cameron, “The Literary Sources for Byzantium and Early Islam, La Syrie de Byzance a l’Islam VIIe–VIIIe siècles”, Actes du Colloque International Lyon-Maison de l’Orient Méditerranéen, Paris, Institut du Monde Arabe, 1990, σσ. 3-14.
[ back ] 32. H-G. Beck, Ἡ Βυζαντινὴ Χιλιετία, Ἀθήνα 2000, σ. 239.
[ back ] 33. R. P. Blake, “La littérature grecque en Paléstine au VIIIe siècle”, Muséon 78, (1965), σσ. 367-380.
[ back ] 34. W. Weyh, Ἡ ἀκροστιχίδα εἰς τὴν Βυζαντινὴ ποίηση τῶν Κανόνων, Αθήνα 2005, σ. 27.
[ back ] 35. Ὁ Mar Ignatius Aphram I Barsaum ἰσχυρίζεται, εἰς τὸν βιβλίον του Histoire des sciences et de la littérature Syriaque, Holland 1987, (Ἀραβικὴ ἔκδοσις), σσ. 70, 90, ὅτι οἱ κανόνες εἶναι συνθέσεις αὐτῶν τῶν τριῶν Ἑλλήνων ὑμνογράφων, τοὺς ὁποίους ὕμνους οἱ Σύροι, κατόπιν, ἐδανείσθησαν, διότι οἱ ὕμνοι οὗτοι περιγράφουν τὰς πράξεις τοῦ Χριστοῦ καὶ εἶναι μακρὰν ἀπὸ τῶν δογματικῶν ὑποθέσεων λόγῳ τῶν ὁποίων αἱ χριστιανικαὶ κοινότητες διέφερον. Τούτου ἕνεκα καὶ ἡ Κοπτικὴ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἰσήγαγε Κανόνας τινὰς τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ εἰς τὰς τελετάς της, π.χ. τὸν Κανόνα τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων: «Χαῖρε καὶ εὐφραίνου πόλις Σιὼν, τὸν ὕμνον Ἀνάστασιν Χριστοῦ θεασάμενοι», ὅστις μετεφράσθη εἰς τὰ Κοπτικὰ καὶ ψάλλεται ἀκόμη εἰς τὴν ἀκολουθίαν τοῦ Μεσονυκτικοῦ καὶ ἄλλους δύο κανόνας πρὸς τιμὴν τῆς Παναγίας Θεοτόκου Μαρίας: Ἀνοίξω τὸ στόμα μου καὶ Τοὺς σοὺς ὑμνολόγους, Θεοτόκε, βλ. Soliman S. Farouk, Τὰ Βυζαντινὰ Ὑμνογραφικὰ συνθέματα εἰς τὰ λειτουργικὰ βιβλία τῆς Κοπτικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Ἀθῆναι 2003, σσ. 69, 76, 104, 106.
[ back ] 36. C. Mango, Βυζάντιο: Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ῥώμης, σ. 285.
[ back ] 37. Σ. Ἰω. Κουρούση, Ἑλληνικὴ Παιδεία καὶ Ἐθνικὴ Συνείδησις τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τῆς Ἀρχαιότητος εἰς τὸ Βυζάντιον, ἐν Ἀθήναις 1993, σ. 24.
[ back ] 38. Γ. Δ. Ζιάκας, “Ἰσλὰμ καὶ Χριστιανισμός: Διαφορὲς καὶ προσεγγίσεις”, ἐν Ἑλληνισμὸς καὶ Χριστιανισμός, Εἰσηγήσεις τοῦ Λαϊκοῦ Πανεπιστημίου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, α΄ Ἀκαδημαϊκὴ Περίοδος 2002-2003, Ἀθήνα 2004, σσ.173-212.
[ back ] 39. D. J. Sahas, “Cultural Interaction during the Umayyad Period”, βλ. ἀνωτέρω.
[ back ] 40. G. D. Ziakas, “Greek Thought to Christian East”, σσ. 85, 87.
[ back ] 41. Αὐτόθι, σ. 88.
[ back ] 42. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 77.
[ back ] 43. M. Roueche, A Middle Byzantine Handbook of Logic Terminology, JÖB 29, (1980), σσ. 71-98.
[ back ] 44. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 76.
[ back ] 45. G. E. Von Grunebaum, Classical Islam: A History 600-1258, London 1970, σσ. 87, 88.