ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ: ΕΙΣ ΤΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΠΡΩΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ (Ζ’ & Η’)

  Use the following persistent identifier: http://nrs.harvard.edu/urn-3:hul.ebook:CHS_Soliman.Ta_Ellinika_Grammata.2007.


ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΠΛΑΙΣΙΟΝ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΠΡΟ, ΚΑΤΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΡΑΒΙΚΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΙΝ

1. ΙΣΤΟΡΙΚΟΝ ΠΛΑΙΣΙΟΝ ΤΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ ΠΡΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΙΚΗΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΩΣ

Ἡ Βυζαντινὴ Διοίκησις. Σταθμὸν εἰς τὴν Βυζαντινὴν ἱστορίαν ἀποτελεῖ ἡ βασιλεία, κατὰ τὸν ζ΄ αἰ., τοῦ Ἡρακλείου (610-641).Ὁ Ἡράκλειος, ἀφοῦ ἀνέτρεψε τὸν Φωκᾶν καὶ τὸν διεδέχθη εἰς τὸν θρόνον, ἀνέλαβε νὰ διασώσῃ τὴν Αὐτοκρατορίαν ἀπὸ τὰς ἐπεκτατικὰς βλέψεις τῶν Περσῶν καὶ νὰ τὴν ἐκσυγχρονίσῃ διοικητικῶς. Εἰς τὰς δύο περιπτώσεις τὸ ἔργον τοῦ Ἡρακλείου ἐστέφθη ἀπὸ ἐπιτυχίαν, καθώς, ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὸν κατὰ Περσῶν πόλεμον, κατώρθωσε νὰ φθάσῃ μέχρι τὰ ἀνάκτορα τοῦ Χοσρόου καὶ νὰ ἀναγκάσῃ τὸν υἱόν του, τὸν Σιρόην, νὰ ὑπογράψῃ «εἰρήνην ἀειπαγῆ». [1] Τὸ εἰδικὸν βάρος τῆς ἐπιτυχίας ταύτης εἶχεν ἀντανάκλασιν τόσον εἰς το ἐξωτερικὸν ὅσον καὶ εἰς τὸ ἐσωτερικόν, ὅπου προεκάλεσε τὸν ἐνθουσιασμὸν τῶν Βυζαντινῶν.

Ἀντιθέτως πρὸς τὴν πρωτοβυζαντινὴν διοικητικὴν διαίρεσιν τοῦ κράτους εἰς ἐπαρχίας, μὲ τὸν στρατιωκοποιημένον τρόπον διοικήσεως, τὸ κράτος διαιρεῖται εἰς στρατιωτικὰς καὶ διοικητικὰς συνοριακὰς περιφερείας, [4] ὅπου οἱ στρατιῶται ἐγκατεστάθησαν ὡς ἀγρόται καὶ ἐχαρίσθησαν εἰς αὐτοὺς στρατιωτικὰ κτήματα προκειμένου νὰ κτισθῇ μόνιμος καὶ τοπικὸς αὐτόνομος στρατός. [5] Ὁ Ἡράκλειος ἐτοποθέτησε τὰ στρατεύματα ὑπὸ τὴν ἐντολὴν τῶν στρατιωτικῶν κυβερνητῶν, δηλ. τῶν στρατηγῶν, οἱ ὁποῖοι συνεκράτησαν συνάμα καὶ τὴν στρατιωτικὴν καὶ τὴν ἀστικὴν ἐξουσίαν. [6] Εἰς τὴν Χρονογραφίαν τοῦ Θεοφάνους μνημονεύεται ὅτι ὁ Ἡράκλειος ἐπεσκέφθη τὰ ἐδάφη τὰ ἀποτελοῦντα τὸ θέμα τῶν Ἀνατολικῶν καὶ τὸ 622 ἔφθασεν εἰς τὰς περιοχὰς ὅπου εἶχον στρατοπεδεύσει τὰ θέματα: «ἐπὶ τὰς τῶν θεμάτων χώρας ἀφικόμενος συνέλεγε τὰ στρατόπεδα καὶ προσετίθει αὐτοῖς νέαν στρατείαν», [7] τὸ ὁποῖον σημαίνει ὅτι ἡ θεματικὴ διοικητικὴ ὀργάνωσις εἶναι προγενεστέρα τοῦ πολέμου τοῦ Ἡρακλείου κατὰ τῶν Περσῶν. [8] Αὕτη ἡ ἀρχικῶς δεσπόζουσα ἔννοια τῆς στρατιωτικῆς μονάδος διαπιστοῦται καὶ ἀπὸ τὴν ὀνοματοδοσίαν τῶν πρώτων Μικρασιατικῶν θεμάτων, τὰ ὁποῖα προέρχονται ἀπὸ τὰ ὀνόματα τῶν στρατιωτῶν οἵτινες ὑπηρέτουν εἰς αὐτά. π.χ. Ἀρμενιάκοι ἢ Ἀρμενιακοὶ εἶναι οἱ στρατιώται οἱ ὑπηρετοῦντες εἰς τὸν παλαιὸν στρατὸν τῆς Ἀρμενίας.

Ἡ ἔναρξις τῆς περιόδου τῆς Μεσαιωνικῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τοποθετεῖται συνήθως εἰς τὸν δ΄ μ.Χ. αἰῶνα. Τοῦτο διότι ἡ θεμελίωσις τῆς ΚΠόλεως ὡς πρωτευούσης τῆς Ἀνατολικῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας καὶ ἡ ἀποδοχὴ τοῦ Χριστιανισμοῦ ὑπὸ τῆς κυβερνούσης δυναστείας διεμόρφωσαν τὴν πορείαν τῆς Νέας Ῥώμης κατὰ τὸν Μεσαίωνα. Ὅμως ἀπὸ πολιτικῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς ἀπόψεως, ὁ ζ΄ κρίσιμος αἰὼν ἐγνώρισε δύο σπουδαίας τροπὰς αἵτινες ἐπηρέασαν, ἐν συνεχείᾳ, ὁλόκληρον τὴν γενικὴν εἰκόνα τοῦ Βυζαντινοῦ βίου:

1. Ἡ ἄνοδος τοῦ Μωάμεθ, τοῦ προφήτου τοῦ Ἰσλὰμ καὶ αἱ, ἐν συνεχείᾳ, νίκαι τῶν Μουσουλμάνων εἰς τὸν νότον καὶ τὴν ἀνατολήν, ἐπέφερον συρρίκνωσιν εἰς τὰ φυσικὰ ὅρια τῆς χριστιανικῆς αὐτοκρατορίας.
2. Ἡ θρησκευτικὴ πρόκλησις ἡ ὁποία δὲν ἀντεμετωπίσθη ποτὲ πλήρως. [15]

Ταυτοχρόνως πρὸς τὴν ἄνοδον τοῦ Ἡρακλείου εἰς τὸν θρόνον τῆς Αὐτοκρατορίας, τὸ Βυζάντιον διήρχετο μίαν ἐκ τῶν μεγαλυτέρων κρίσεών του. Ἓν ἀποδυναμωμένον κράτος ἐκαλεῖτο νὰ ἀντιμετωπίσῃ πολλοὺς καὶ ἰσχυροὺς ἐχθρούς: τοὺς Ἀβάρους, τοὺς Σλάβους καὶ τοὺς Πέρσας.

Οἱ Ἄβαροι εἶχον ἤδη ἐγκατασταθῆ εἰς τὴν Βαλκανικὴν χερσόνησον, καθὼς ἐλεηλάτουν ἀνεμποδίστως τὰς δυτικὰς περιοχὰς τῆς Αὐτοκρατορίας καὶ ἔκαμαν ἀπειλητικὴν τὴν ἐμφάνισίν των εἰς τὰ περίχωρα τῆς ΚΠόλεως. Ἐν τῷ μεταξὺ ὁ Ἡράκλειος εἶχεν ἀποτύχει νὰ ἐξασφαλίσῃ εἰρήνην μὲ τὸν ἡγεμόνα (Χαγάνον) τῶν Ἀβάρων, ὅστις παρ’ ὀλίγον μάλιστα νὰ συλλάβῃ τὸν Αὐτοκράτορα εἰς μίαν καλοστημένην ἐνέδραν ἐκτὸς τῶν τειχῶν τῆς ΚΠόλεως τὸ 617. [16] Ἡ ἀπρόβλεπτος ὅμως ἀπειλὴ τῶν Ἀβάρων ἠνάγκασε τὸν Ἡράκλειον νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν ΚΠολιν, ἥτις τὸ 626 ἐπολιορκήθη αἰφνιδιαστικῶς ὑπὸ συντονισμένης ἐπιθέσεως Ἀβάρων καὶ Σλαβῶν. [17] Ἡ πρωτεύουσα, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν πατρίκιον Bῶνον καὶ τὸν πατριάρχην Σέργιον, τὴν ψυχὴν τῆς ἀμύνης τῆς φρουρᾶς τῆς ΚΠόλεως, ἀμύνεται μετὰ ἐπιτυχίας καὶ ἀπωθεῖ τοὺς ἐχθρούς. [18] Ἡ νίκη ἀποδίδεται εἰς τὴν Παναγίαν, πρὸς τὴν ὁποίαν ἀναπέμπεται ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος. [19] Τὸ 630 ἤρχισε καὶ ἡ κατάρρευσις τοῦ κράτους τῶν Ἀβάρων.

Οἱ Σλάβοι ἐπιδρομεῖς ἐπετέθησαν τὸ 614 κατὰ τῆς πόλεως τῶν Σαλώνων τὴν ὁποίαν καὶ κατέκτησαν, δόντες τοιουτοτρόπως εὐκαιρίαν εἰς τοὺς Κροάτας νὰ κατακτήσουν τὸ βορειότερον μέρος τῆς σημερινῆς Δαλματίας καὶ εἰς τοὺς Σέρβους νὰ κατακτήσουν τὴν Σερβίαν καὶ τὴν Βοσνίαν. Ἀποτέλεσμα τῶν κατακτήσεων τούτων ἦτο ἡ ἀπώλεια τῆς Βυζαντινῆς κυριαρχίας καὶ ἐπὶ ἄλλων περιοχῶν. Τὰ ἀποτελέσματα τῶν Σλαβικῶν ἐπιδρομῶν καὶ ἐγκαταστάσεων ἠναγκάσθη νὰ τὰ ἀναγνωρίσῃ ὁ Ἡράκλειος, διὰ νὰ ἀποκτήσῃ ἐλευθερίαν κινήσεως εἰς τὴν Ἀνατολήν. Συγχρόνως ἄλλοι Σλάβοι ἐξωθούμενοι ὑπὸ τῶν Ἀβάρων διασχίζουν τὸν Δούναβιν καὶ ἐπιτίθενται κατὰ τοῦ Κράτους ἀπὸ τὰς ἀρχὰς τοῦ 615. Τὴν φορὰν αὐτὴν παραμένουν πλέον εἰς τὴν Βόρειον Βαλκανικὴν καὶ ἐγκαθίστανται μονίμως εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Κάτω Μοισίας καὶ Μικρᾶς Σκυθίας. Ἐκεῖθεν ἐπεχείρησαν ἐπιδρομὰς κατὰ τῆς Θεσσαλονίκης ἐκπολιορκήσαντες αὐτήν. [20]

Οἱ Πέρσαι κατέστησαν ἐπικίνδυνην τὴν παρουσίαν των εἰς τὴν Μ. Ἀσίαν καὶ ἡ Αὐτοκρατορία ἦτο ὑποχρεωμένη νὰ ἀνασυντάξῃ τὰς δυνάμεις της εἰς ἕνα δύσκολον καὶ πολυμέτωπον ἀγῶνα διὰ νὰ ἀποφύγῃ τὴν κρίσιν ἥτις ἠπείλει τὴν ὕπαρξίν της. Τὸ 611 τὰ Βυζαντινὰ στρατεύματα ἠνάγκασαν τοὺς Πέρσας νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν Καισάρειαν, ἀλλά, ἐν συνεχείᾳ, ἡ ἀντεπίθεσις τῶν Βυζαντινῶν εἰς τὴν Ἀρμενίαν καὶ Συρίαν δὲν εἶχε τὴν ἐλπιζομένην ἐπιτυχίαν. Οἱ Πέρσαι, ἐκμεταλλευόμενοι τὴν ἀποξένωσιν τῶν Μονοφυσιτικῶν πληθυσμῶν εἰς τὴν Μέσην Ἀνατολὴν (Συρίαν, Παλαιστίνην καὶ Αἴγυπτον) ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξον κεντρικὴν ἐξουσίαν, καθὼς καὶ τὸ μῖσος τῶν Ἑβραϊκῶν πληθυσμῶν κατὰ τῶν Χριστιανῶν, [21] εἰσέβαλον εἰς τὴν Μικρὰν Ἀσίαν, τὴν Ἀρμενίαν καὶ βορειοανατολικὴν Συρίαν, λεηλατήσαντες οὕτω σπουδαῖα κέντρα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ὅπως τὴν Καισάρειαν τῆς Καππαδοκίας, τὴν Ταρσὸν τῆς Κιλικίας, τὴν Ἀντιόχειαν καὶ τὴν Δαμασκὸν (613-616). Κατόπιν ἦλθε τὸ βαρὺ πλῆγμα διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν, τὸ 614, ὅτε οἱ Πέρσαι ἐπολιόρκησαν τὰ Ἱεροσόλυμα, λεηλατήσαντες τὴν πόλιν, πυρπολήσαντες τὸν Ναὸν τοῦ Παναγίου Τάφου, ἀπαγαγόντες τὰ τίμια καὶ ζωοποιὰ ξύλα, τὸν Τίμιον Σταυρὸν καὶ ἄλλα ἱερὰ κειμήλια. [22] Τὸ 619 οἱ Πέρσαι εἰσέβαλον εἰς τὴν Αἴγυπτον καὶ κατέκτησαν τὴν Ἀλεξάνδρειαν. [23] Τὸ 622 ὁ Ἡράκλειος ἤρχισε τὴν ἀποφασιστικὴν ἐκστρατείαν του ἐναντίον τῶν Περσῶν. Ἐπὶ κεφαλῆς τῶν Βυζαντινῶν στρατευμάτων ἦτο ὁ ἴδιος.

Ὁ Ἡράκλειος συνήγαγε στρατεύματα εἰς τὴν Μ. Ἀσίαν καὶ εἰσέβαλεν εἰς τὴν Ἀρμενίαν, ὅπου ἐπέτυχε θριαμβευτικὴν νίκην ἐναντίον τῶν Περσῶν, ἥτις ἐξησφάλιζε τὴν γενικωτέραν θέσιν τῶν Βυζαντινῶν εἰς τὴν Μ. Ἀσίαν.Ἡ ἀπρόβλεπτος ὅμως ἀπειλὴ τῶν Ἀβάρων ἠνάγκασε τὸν Ἡράκλειον νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὴν ΚΠολιν καὶ τὸ 623 ἤρχισε πάλιν τὸν πόλεμον ἐναντίον τῶν Περσῶν. Εἰσέβαλε καὶ ἐπετέθη κατὰ τοῦ θρησκευτικοῦ κέντρου τῶν Περσῶν Γκανζάκ, καταστρέφων τὸ ἱερὸν τοῦ Ζωροάστρου. Τὸ 625 εἰσέβαλε καὶ πάλιν εἰς τὴν Περσίαν, χωρὶς νὰ ἐπιτύχῃ τὴν ἐλπιζομένην νίκην. Ὅμως τὸ 626 ἡ ΚΠολις ἐπολιορκήθη, ὅπως προείπαμεν, αἰφνιδιαστικῶς ὑπὸ συντονισμένης ἐπιθέσεως Ἀβάρων καὶ Σλαβῶν. Οἱ Πέρσαι ἀπεσύρθησαν εἰς τὴν Συρίαν καὶ ἠναγκάσθησαν νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ φιλόδοξα σχέδιά των διὰ τὴν διάλυσιν τοῦ Βυζαντίου. Ὁ Ἡράκλειος, ἔχων συνάψει συμμαχίαν μὲ τοὺς Χαζάρους, [24] ἐδέχθη μετὰ ἀνακουφίσεως τὴν εἴδησιν τῆς σωτηρίας τῆς πόλεως.

Ο ΜΟΝΟΘΕΛΗΤΙΣΜΟΣ

Ὁ Ηράκλειος καὶ ὁ πατριάρχης ΚΠόλεως Σεργίου (610-38), [39] μὲ τὸν ὁποῖον διετήρει στενὴν συεργασίαν, συνειδητοποιήσαντες ὅτι ἡ θέσις τῶν Βυζαντινῶν θὰ ἐνισχύετο ἐὰν ἠδύναντο νὰ κερδίσουν τοὐλάχιστον τοὺς Μονοφυσίτας, ὑπεστήριξαν, μὲ τὴν συμπαράστασιν τοῦ Πάπα Ῥώμης Ὁνωρίου Α΄ (625-638), τὴν διδασκαλίαν τοῦ δόγματος τοῦ ἑνὸς θελήματος «Μονοθελητισμὸς» καὶ δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, τὴν θείαν καὶ τὴν ἀνθρωπίνην. Τοῦτο μὲ τὴν ἐλπίδα νὰ πετύχῃ ἡ θρησκευτικὴ ἑνότης τοῦ κράτους πρὸς ὄφελος τῆς πολιτικῆς του ἑνότητος [40] καὶ διὰ νὰ ἱκανοποιήσῃ τοὺς Μονοφυσίτας, ἰδιαιτέρως τοὺς Κόπτας τῆς Αἰγύπτου καὶ τοὺς Ἰακωβίτας τῆς Συρίας καὶ τοὺς τῶν Ἀρμενικῶν ἐπαρχιῶν. [41] Ἡ συμβιβαστικὴ ὅμως λύσις αὕτη κατ’ ἀρχὰς εὗρεν ἀποδοχήν τινα ἀπὸ τοὺς ἐν Αἰγύπτῳ Μονοφυσίτας καὶ τὴν Ἀρμενίαν καθὼς ἐπίσης ἀπὸ τὴν Ῥώμην καὶ τὴν ΚΠολιν, [42] τελικῶς ὅμως δὲν ἐπέτυχεν, διότι συνεκρούσθη μὲ τὴν τάσιν τῶν εὐρέων λαϊκῶν στρωμάτων, τόσον τῶν Ὀρθοδόξων, ὅσον καὶ τῶν Μονοφυσιτῶν. [43]

Ὁ Ἡράκλειος, προκειμένου νὰ ἐπιβάλῃ τὸ νέον δόγμα εἰς τὴν Αἴγυπτον, μετέθεσε τὸν Κῦρον, ἐπίσκοπον Φάσιδος (Καύκασος) ὡς Πατριάρχην Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος ἔμεινεν ἐκεῖ ἀπὸ 631 μέχρι τὸν θάνατόν του τὸ 641. [44] Ὁ Κῦρος ἐδημοσίευσεν ἔκθεσιν ἑνώσεως ἡ ὁποία ἀπετελεῖτο ἀπὸ ἐννέα κεφάλαια ἢ δηλώσεις εἰς τὴν Χριστολογίαν, ἐλπίζων νὰ γίνουν ἀποδεκτὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Χαλκηδονίους καὶ τοὺς Μονοφυσίτας μὲ τὴν ἀπειλὴν τοῦ ἀναθέματος. Ἐχρησιμοποίησεν ὅλα τὰ μέσα, τὴν βίαν καὶ τοὺς διωγμούς, [45] κατὰ τῶν Κοπτῶν τῆς Αἰγύπτου, προκειμένου νὰ τοὺς πιέσῃ νὰ δεχθοῦν τὴν νέαν αἵρεσιν τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ὅμως δὲν ἐπέτυχεν. Εἰς τὰς Ἀραβικὰς πηγὰς ὁ Κῦρος φέρεται νὰ εἶναι σκληρὸς εἰς τὴν καταστολὴν τῶν Κοπτῶν, ὡς φαίνεται καὶ ἐκ τοῦ ὅτι ἔστειλε καὶ ἕνα σκληρὸν μαγιστριανὸν εἰς τὸ ὄρος τῆς Σκήτεως, οἱ πόδες τοῦ ὁποίου ἦσαν ταχεῖς εἰς τὸ «ἐκχέαι» αἷμα. [46] Λόγῳ τῶν κακῶν πράξεων καὶ βασανιστικῶν ἐνεργειῶν τοῦ Κύρου [47] καὶ τοῦ Ἡρακλείου, [48] ἔνιοι προ-Χαλκηδονικοὶ Αἰγύπτιοι ἦσαν σχεδὸν ἕτοιμοι νὰ συμφιλιωθοῦν μὲ τοὺς νέους Μουσουλμάνους κυρίους των. [49] Ὁ Κῦρος ὁ ἴδιος παρέδωκε τὴν Αἴγυπτον εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Ἀμέρου, συμφώνως πρὸς τὸν Ἰωάννην Νικίου. [50]

Ἐν ἔτει 633 ὁ Σωφρόνιος ἐμφανίζεται εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν διὰ νὰ ἀντιδράσῃ κατὰ τοῦ Κύρου, ὅστις προσεπάθει νὰ ἑνώσῃ τοὺς δῆθεν Μονοφυσίτας μετὰ τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Ὁ Σωφρόνιος, βοηθούμενος ὑπὸ τοῦ Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ (†662) ὑπέδειξαν εἰς τὸν Κῦρον ὅτι ἦτο αἱρετικὴ ἡ τεθεῖσα δογματικὴ βάσις τῆς ἑνώσεως. Μὴ δὲ εἰσακουσθεὶς ὑπὸ τοῦ Κύρου, μετέβη εἰς τὴν Πόλιν παρὰ τῷ Πατριάρχη Σεργίῳ. Ἀλλ’ ἄκαρποι ἀπέβησαν αἱ ἐνέργειαι τοῦ Σωφρονίου. Ἐν ἀρχῇ τοῦ 634, ὅταν ὁ Σωφρόνιος ἐξελέγη πατριάρχης Ἱεροσολύμων, συγκρότησε ἀμέσως σύνοδον εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καθώρισε τὴν διδασκαλίαν τῆς ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας περὶ δύο θελημάτων καὶ δύο ἐνεργειῶν εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀπέστειλεν εἰρηνικὴν ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Πάπαν Ὁνώριον, τὸν ΚΠόλεως Σέργιον καὶ τοὺς λοιποὺς πατριάρχας τῆς Ἀνατολῆς. Οὕτω δὲ πρῶτος ὁ Σωφρόνιος ἀνέλαβε τὸν ἀγῶνα ἐπισήμως κατὰ τῆς αἱρέσεως τοῦ Μονοθελητισμοῦ καὶ πρῶτος αὐτὸς τόσον σαφῶς καθώρισε τὴν ὀρθόδοξον πίστιν. [51]

Βοηθείᾳ τοῦ Σεργίου, λοιπόν, μία Ἔκθεσις Πίστεως ἐξεδόθη τὸ 638, ἡ διατύπωσις δηλ. τῆς περὶ μιᾶς θελήσεως τοῦ Χριστοῦ διδασκαλίας. Ὁ Σέργιος ἀπέθανε τὸ 638 καὶ ὁ Πύρρος ἐγένετο πατριάρχης τῆς ΚΠόλεως. Εἰς τὴν φάσιν ταύτην ὁ Πύρρος ὑπεστήριξε τοὺς Μονοθελήτας καὶ ἡ Ἔκθεσις τοῦ Ἡρακλείου ἐνεκρίθη εἰς μίαν Σύνοδον εἰς τὴν ΚΠολιν (638-639). Τὰ ἑπόμενα πέντε ἔτη ἐγνώρισαν μίαν τεταραγμένην πολιτικὴν καὶ ἐκκλησιαστικὴν κατάστασιν. Ὁ γηραιὸς Ἡράκλειος ἀπέθανε τὸ 641, ἀποτυχῶν νὰ ἀπομακρύνῃ τοὺς Ἄραβας οἵτινες κατέκτησαν τὴν Συρίαν, τὴν Παλαιστίνην καὶ τὴν Αἴγυπτον καὶ τοὺς Σλάβους οἵτινες διέσχισαν τὸν Δούναβιν εἰς τὰ Βαλκάνια. Ἄφησεν ἐπίσης μίαν διαδοχὴν περιπεπλεγμένην ἀπὸ τὰς αὐτοκρατορικὰς οἰκογενειακὰς ἀξιώσεις. Ἡ ἀντίθεσις πρὸς τὴν ἐπίσημον ἐκκλησιαστικὴν πολιτικὴν ηὐξάνετο τόσον εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους ὅσον εἰς τοὺς Μονοφυσιτικοὺς κύκλους.

Τὸ 648 ὁ Κώνστας Β΄ ἀπέσυρε τὴν Ἔκθεσιν τοῦ Ἡρακλείου καὶ ἐξέδωκε νέον διάταγμα, τὸν Τύπον, μὲ τὸν ὁποίον ἀπηγόρευσε πᾶσαν συζήτησιν περὶ δύο θελήσεων ἢ δύο ἐνεργειῶν εἰς τὸν Χριστόν. Ἐν τούτοις ἡ Δύσις ἐζήτει ὄχι τὴν σιγήν, ἀλλὰ τὴν ῥητὴν καταδίκην τοῦ Μονοθελητισμοῦ, ἐνῷ τὸ μέτρον τοῦτον τοῦ Κώνσταντος δὲν ἐπέτυχε τὴν ποθητὴν θρησκευτικὴν εἰρήνην. Ἐνώπιον τῶν ἀντιπροσώπων τοῦ Ἑλληνικοῦ Κλήρου, εἰς τὴν Σύνοδον τοῦ Λατερανοῦ τὸ 649, ὁ Πάπας Μαρτῖνος κατεδίκασε «τὴν (Ecthesim impiissimam) ἀσεβέστατον Ἔκθεσιν καὶ τὸν (Typum scelerosum) φαῦλον Τύπον» [55] καὶ ἐκήρυξεν ὅλους ἐκείνους, τῶν ὁποίων τὰ ὀνόματα συνεδέοντο μὲ τὴν σύνταξιν τῶν δύο διαταγμάτων, ἐνόχους αἱρέσεως. Ὁ ἐκλεκτὸς θεολόγος τοῦ ζ΄ αἰ. ὁ Μάξιμος ὁ ὁμολογητής [56] ἀντεμετώπισε ἀποφασιστικῶς τὸν Μονοθελητισμὸν ὥστε ἐφυλακίσθη, ἐβασανίσθη καὶ ἐξορίσθη ὅπου καὶ ἀπέθανε τὸ 662.

2. ΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΡΑΒΙΚΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΙΝ

1. ΑΙ ΠΡΩΤΑΙ ΔΙΕΝΕΞΕΙΣ ΜΕΤΑΞΥ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΩΝ ΚΑΙ ΡΩΜΑΙΩΝ ΕΠΙ ΤΟΥ ΜΩΑΜΕΘ

Ἡ ἐμφάνισις τοῦ Ἰσλὰμ συνέπεσε μὲ τοὺς πρώτους χρόνους τοῦ Ἡρακλείου καὶ κατὰ τὴν ἀρχὴν τῶν πολέμων πρὸς τοὺς Πέρσας μετηνάστευσεν ὁ Μωάμεθ (γεννηθεὶς τῷ 570 μ.Χ), ὁ προφήτης τοῦ Ἰσλάμ, ἀπὸ τὴν Μέκκαν εἰς τὴν Μεντίναν (Πόλιν) τὸ 622 μ.Χ., ὅπου καὶ ἵδρυσεν ἐκεῖ τὸ Νέον Ἀραβικὸν Κράτος καὶ μόλις ἤρχισε νὰ ἁπλώνῃ τὴν Ἰσλαμικὴν Ἱεραποστολήν.

2. Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΣ

Ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὰς πρώτας εἰσβολὰς τῶν Ἀράβων εἰς τὰς περιοχὰς αἱ ὁποῖαι ἦσαν ἐγγὺς τῆς Ἀραβίας, ὁ Νικηφόρος διηγεῖται ὅτι: «Οἱ δὲ Σαρακηνοὶ ἤρξαντο τῆς τοῦ παντὸς ἐρημώσεως τῷ ϛρκϛ ἔτει ἰνδ. ζ». [79] Τὸ 633 ἀμέσως κατόπιν τῆς διαδοχῆς τοῦ Μωάμεθ ὁ Ἄμπου Μπάκρ ἤρχισε νὰ ἐτοιμάζῃ στρατὸν κατὰ τῆς Συρίας καὶ Παλαιστίνης, καλῶν τὰς φυλὰς τῆς Μέκκας διὰ «Ἱερὸν Πόλεμον». Ὁ Ἄμπου Μπάκρ ἔστειλε τέσσαρας στρατηγούς, [80] πρὸς τὴν Δαμασκόν, τὴν Ἰορδανίαν, τὴν Παλαιστίνην καὶ τὴν Ἔμμεσαν, οἵτινες ἦλθον καὶ ἔλαβον τὴν Ἥραν καὶ πᾶσαν τὴν χώραν τῆς Γάζης. [81] Ὁ Θεοφάνης γράφει ὅτι κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο ἐγένετο σεισμὸς εἰς τὴν Παλαιστίνην καὶ ἐφάνη σημεῖον εἰς τὸν οὐρανόν, πρὸς Νότον, ὁ λεγόμενος «Δοκίτης», σχήματος «ξιφοειδοῦς», ὅστις προεμήνυε τὴν ἐπικράτησιν τῶν Ἀράβων καὶ ἔμεινεν ὁρατὸς ἐπὶ 30 ἡμέρας. [82] Τὰ ἴδια ἐπαναλαμβάνει ὁ Γεώργιος ὁ Μοναχὸς εἰς δύο μᾶλλον διαφορετικὰς ἐκδοχάς. [83]

3. Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΙΣ ΤΗΣ ΣΥΡΙΑΣ

Ὅτε ἔμαθεν ὁ Βαάνης ὅτι οἱ Ἄραβες κατέλαβον περιοχὰς τῆς Δαμασκοῦ, ἔστειλεν εἰς τὸν σακελλάριον Θεόδωρον ζητῶν ἐξ αὐτοῦ νὰ τὸν βοηθήσῃ διότι οἱ Ἄραβες ἦσαν πολλοί. Οἱ δύο ἀρχηγοὶ ἀφορμώμενοι ἀπὸ τὴν Ἔμεσσαν ἐβάδισαν πρὸς τὴν Δαμασκόν. Μαθόντες οἱ Ἄραβες τὴν εἴδησιν ἀπεφάσισαν νὰ συγκεντρωθοῦν εἰς τὸν ποταμὸν Ἱερομύακα. [102] Οἱ ἄνδρες τοῦ Βαάνη τὸν ἀνεκήρυξαν αὐτοκράτορα καὶ οἱ ἄνδρες τοῦ σακελλαρίου συνήντησαν τοὺς Ἄραβας καὶ ἡττήθησαν λόγῳ νοτίου ἀνέμου πνεύσαντος κατὰ τῶν Βυζαντινῶν καὶ ὑπεχώρησαν [103] καὶ ἔβαλoν ἑαυτοὺς εἰς τὰς στενωποὺς τοῦ ποταμοῦ Ἱερομύακος [104] ὅπου ἀπωλέσθησαν ὅλοι, τεσσαράκοντα χιλιάδες. Οὕτως οἱ Ἄραβες κατέκτησαν τὴν Δαμασκόν. [105] Κατόπιν τῆς νίκης οἱ Ἄραβες ἐκινήθησαν κατὰ τῆς Συρίας καὶ κατέλαβον μεταξὺ τῶν ἐτῶν 636-638 τὴν Ἀντιόχειαν καὶ «τὴν Συρίαν πᾶσαν». [106]

Μαθὼν ὁ Ἡράκλειος τὴν συμφορὰν τοῦ Βυζαντινοῦ στρατοῦ παρὰ τὸν Ἱερομύακα τὸ 636 καὶ τὸν θάνατον τῶν ἀρχηγῶν του, ἀντελήφθη ὅτι ἡ Συρία ἀπωλέσθη ἀπὸ τὴν Αὐτοκρατορίαν. Ὁ Ἡράκλειος ἐγκατέλειψε τὴν Συρίαν ἀπηλπισμένος καὶ ἐξερχόμενος ἀπὸ ἐκεῖ εἶπεν, κατὰ τὰς Ἀραβικὰς πηγάς: «Χαῖρε Συρία, χαῖρε, τί ὡραία χώρα εἶσαι διὰ τὸν ἐχθρόν», [109] καὶ κατόπιν ἐπέστρεψεν εἰς τὴν ΚΠολιν. Ὁ Ἡράκλειος τώρα ἦτο περίπου ἑξήκοντα ἐτῶν, γηρασμένος, ἄρρωστος καὶ ἀπηλπισμένος ἀπὸ τὴν ἀπώλειαν τῶν ἐδαφῶν ἅτινα εἶχε λάβει μόλις ἀπὸ τοὺς Πέρσας. Μερικοὶ Βυζαντινοί, ἴσως καὶ ὁ αὐτοκράτωρ ὁ ἴδιος, ἐνόμιζον ὅτι ὁ Θεὸς τὸν ἐτιμώρησε διὰ τὸν αἱμομεικτικὸν γάμον του μὲ τὴν Μαρτῖναν, ἐπειδὴ ἀπὸ τὰ ἕνδεκα τέκνα του τέσσερα ἀπέθανον καὶ δύο ἦσαν ἠκρωτηριασμένα. Ὁ Ἡράκλειος παρέμεινεν εἰς τὴν αὐλὴν τῆς Ἱερείας. [110]

4. Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΙΣ ΤΩΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ

Μετὰ τὴν Συρίαν ἦλθε τώρα ἡ σειρὰ τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁ Ἄραψ ἀρχιστράτηγος Ἄμπου Οὐμπάιντα ἔστειλεν ἓξ Μουσουλμάνους ἀμηρᾶδες εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου ἐπολιόρκησαν τὴν πόλιν ἐπὶ τρεῖς ἡμέρας. Οἱ ἀμηράδες προέβαλον εἰς τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως τοὺς ἰδικούς των ὅρους, οἱ ὁποῖοι ἦσαν εἴτε νὰ ἀσπασθοῦν τὸ Ἰσλάμ, εἴτε νὰ πληρώσουν φόρον (Τζίζγια) εἴτε νὰ περιμένουν τὸν πόλεμον. Οἱ κάτοικοι ἐπέλεξαν τὴν τελευταίαν ἐπιλογὴν καὶ ἐπολέμησαν κατὰ τῶν Μουσουλμάνων ἐπὶ δέκα ἡμέρας. Καὶ ὅτε ἦλθον εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα ὁ Χάλιντ καὶ ὁ Ἄμπου Οὐμπάιντα μεθ’ ὅλων τῶν ἐνισχύσεων τῶν Ἀράβων τότε ἀντελήφθησαν οἱ κάτοικοι τῆς πόλεως ὅτι δὲν δύνανται νὰ ἀντισταθοῦν πλέον. Διὰ τοῦτο ἀπεφάσισεν ὁ Πατριάρχης τῆς πόλεως Σωφρόνιος νὰ παραδώσῃ τὴν πόλιν εἰς τὸν χαλίφην Ὀμὰρ καὶ νὰ λάβῃ «Βιβλίον Διαθήκης». [112]

Εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς παραδόσεως τῶν Ἱεροσολύμων ἀναφέρονται πολλοὶ Βυζαντινοὶ χρονογράφοι, ὅπως π.χ. ὁ Θεοφάνης, τὸ κείμενον τοῦ ὁποίου ἔχει ὡς ἑξῆς:

Τούτῳ τῷ ἔτει ἐπεστράτευσεν Οὔμαρος κατὰ Παλαιστίνης, καὶ παρακαθίσας τὴν ἁγίαν πόλιν διετῆ χρόνον παρέλαβεν αὐτὴν λόγῳ· Σωφρόνιος γάρ, ὁ Ἱεροσολύμων ἀρχιερεύς, λόγον ἔλαβε πάσης Παλαιστίνης ἀσφαλείας. εἰσελθὼν δὲ Οὔμαρος εἰς τὴν ἁγίαν πόλιν τριχίνοις ἐκ καμήλων ἐνδύμασιν ἠμφιεσμένος ἐρρυπωμένοις ὑπόκρισίν τε σατανικὴν ἐνδεικνύμενος τὸν ναὸν ἐζήτησε τῶν Ἰουδαίων, ὃν ᾠκοδόμησε Σολομών, προσκυνητήριον αὐτὸν ποιῆσαι τῆς αὐτοῦ βλασφημίας. τοῦτον ἰδὼν Σωφρόνιος ἔφη· “ἐπ’ ἀληθείας τοῦτό ἐστι τὸ βδέλυγμα τῆς ἐρημώσεως τὸ ∙ηθὲν διὰ Δανιὴλ τοῦ προφήτου ἑστὼς ἐν τόπῳ ἁγίῳ.” πολλοῖς τε δάκρυσι τὸ Χριστιανῶν φῦλον ἀπωδύρετο τῆς εὐσεβείας ὁ πρόμαχος. ὄντος δὲ αὐτοῦ ἐν τοῖς ἐκεῖσε, παρεκάλεσεν αὐτὸν ὁ πατριάρχης δέξασθαι παρ’ αὐτοῦ σινδόνιον σὺν ἐνδύματι ἐνδύσασθαι. ὁ δὲ οὐκ ἠνέσχετο ἐνδύσασθαι αὐτά. μόγις οὖν ἔπεισε φορέσαι, ἕως οὗ ἐπλύθησαν τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ πάλιν ἀπέστρεψεν αὐτὰ τῷ Σωφρονίῳ καὶ ἐφόρεσε τὰ ἴδια. [113]


Μετὰ ταῦτα συνεχίζεται ἡ ἱστορία, ὅπως τὴν ἔχουν ἐξιστορήσει ὁ Γ. Κεδρηνὸς [
114] καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ὁ Ζ΄. [115] Οὐδεὶς ὅμως δὲν τὴν ἔχει ἐξιστορήσει λεπτομερῶς καὶ περιέργως ὅπως οἱ Ἄραβες χρονογράφοι καὶ μάλιστα ὁ ἀλ-Οὐάκιντι. [116]

5. Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ

Ὁ Ἄμρ τότε ἔστειλεν εἰς τὸν Οὔμαρ ζητῶν ἐνισχύσεις καὶ ὁ τελευταῖος ἔστειλε τεσσάρακοντα χιλιάδες πολεμιστὰς οἵτινες ἐγκατεστάθησαν εἰς τὴν Ἡλιούπολιν. [132] Μαθὼν δὲ ὁ Θεόδωρος, ὁ Δοὺξ τῆς Αἰγύπτου καὶ ὁ ἀρχηγὸς τῶν Βυζαντινῶν στρατιωτῶν, τὴν ἄφιξιν τῶν ἐνισχύσεων, ἐκάλεσεν ὅλους τοὺς στρατιώτας ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τῆς Αἰγύπτου, διὰ νὰ ἐνισχύσῃ τὸ κάστρον τῆς Βαβυλῶνος εἰς τὴν Αἴγυπτον. Οἱ δύο στρατοὶ ἐπολέμησαν σκληρῶς καὶ μετὰ ἀποφασιστικότητος καὶ οἱ Βυζαντινοὶ ἤρχισαν νὰ ὑποχωροῦν ἀτάκτως καὶ ἀπώλεσαν μέγαν ἀριθμὸν ἀνδρῶν. [133] Οἱ Ἄραβες κατέκτησαν πάλιν τὴν Τεντουνίας καὶ ἀργότερον οἱ Βυζαντινοὶ ἐζήτησαν εἰρήνην. [134] Ὁ Μελχίτης πατριάρχης Κῦρος κατέληξεν εἰς συμφωνίαν καταβολῆς δύο διναρίων ἀνὰ ἕκαστον Κόπτην, [135] παραδίδων οὕτω τὴν Αἴγυπτον εἰς τὰς χεῖρας τῶν Ἀράβων.

Κατὰ τὸ πρῶτον ἔτος τῆς ἡγεσίας τοῦ Ἄμρ εἰς τὴν Αἴγυπτον τὸ 20ον Ἑγ.(=τὸ ἔτος 641 μ.Χ.), ἀπέθανεν ὁ Ἡράκλειος. [136] Καὶ ὁ Ἄμρ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν Μουσουλμανικῶν δυνάμεων, ἐπολιόρκησε τὸ κάστρον τῆς Βαβυλῶνος καὶ τὴν κατέκτησε καὶ κατήγαγε μεγάλην νίκην. Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον τὸ κάστρον τῆς Βαβυλῶνος εἰς τὴν Αἴγυπτον κατελήφθη τὴν δευτέραν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως. [137] Οὕτως ὡλοκλήρωσεν ὁ Ἄμρ τὸ μεγαλύτερον μέρος τῆς κατακτήσεως τῆς Αἰγύπτου καὶ εἶχε τὸν δρόμον ἀνοιχτὸν πρὸς τὴν Ἀλεξάνδρειαν εἰς τὴν ὁποίαν ἔστειλε μεγάλην Μουσουλμανικὴν δύναμιν. Οἱ Βυζαντινοὶ ἤρχισαν νὰ ἐπιτίθενται κατὰ τῶν Μουσουλμάνων, οἱ ὁποῖοι δὲν ἐστάθησαν ἱκανοὶ νὰ πλησιάσουν τὰ τείχη τῆς πόλεως, διότι αἱ πέτραι ἐξεσφενδονίζοντο κατ’ αὐτῶν ἀπὸ τὴν κορυφὴν τῶν τειχῶν καὶ ἐπορεύθησαν μακρὰν ἀπὸ τῆς πόλεως. [138] Οἱ Ἄραβες ἐπολέμησαν τοὺς Βυζαντινοὺς σκληρῶς ἐπὶ τρεῖς μῆνας καὶ ὁ Ἄμρ κατέκτησε τὴν Ἀλεξάνδρειαν διὰ τοῦ ξίφους καὶ ἐλεηλάτησεν ὅ,τι εἶχεν [139] καὶ ἐκρήμνισε τὰ τείχη τῆς πόλεως. [140] Τὰ γεγονότα εἰς τὴν ΚΠολιν συνέβαλαν τὴν κατάκτησιν τῆς Ἀλεξανδρείας, διότι μετὰ τὸν θάνατον τοῦ Ἡρακλείου οἱ Βυζαντινοὶ δὲν ἔδωσαν τὴν δέουσαν προσοχὴν εἰς τὸ θέμα τῆς Ἀλεξανδρείας, ὅπερ διευκόλυνε τὴν κατάκτησίν της ὑπὸ τοῦ Ἄμρ. [141] Ἡ Ἀλεξάνδρεια κατελήφθη τέλος ὑπὸ τῶν Ἀράβων τὸ 642. [142]

Κατακλείων ὁ Ἰωάννης τοῦ Νικίου τὴν ἀφήγησίν του περὶ τῆς κατακτήσεως τῆς Αἰγύπτου ἀναφέρει ὅτι ἡ κατάκτησις αὕτη ἦτο τιμωρία Θεοῦ πρὸς τοὺς Χαλκηδονίους καὶ μάλιστα διὰ τὸν Κῦρον, τὸν Μελχίτην πατριάρχην Ἀλεξανδρείας: «Ἀλλὰ ὁ Θεός…ἐξεδικήθη ἐκείνους οἵτινες εἶχον ἁμαρτήσει: καὶ τοὺς παρέδωκεν εἰς τὰς χεῖρας τῶν Ἰσμαηλιτῶν. Καὶ οἱ Μουσουλμάνοι κατέλαβον οὕτω τὴν περιοχὴν καὶ κατέκτησαν ὅλον τὸ ἔδαφος τῆς Αἰγύπτου». [143] Περαιτέρω ἀναφέρει «Ἡ ἀποβολὴ τῶν Βυζαντινῶν καὶ ἡ νίκη τῶν Μουσουλμάνων ὀφείλεται εἰς τὴν διαφθορὰν τοῦ αὐτοκράτορος Ἡρακλείου καὶ τὴν δίωξιν τῶν Ὀρθοδόξων διὰ τοῦ πατριάρχου Κύρου. Τοῦτο ἦτο ἡ αἰτία τῆς συμφορᾶς τῶν Βυζαντινῶν καὶ τῆς ὑποταγῆς τῆς Αἰγύπτου εἰς τοὺς Μουσουλμάνους». [144] Ἡ ἐξήγησις τῆς Ἀραβικῆς εἰσβολῆς ὡς τιμωρίας τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μοναδικὴ εἰς τὸν Ἰωάννην, ἀλλὰ ἀπαντᾷ καὶ ἀλλαχοῦ. [145]

6. Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΙΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΑΦΡΙΚΗΣ

3. ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΡΑΒΙΚΗΝ ΚΑΤΑΚΤΗΣΙΝ

1. Η ΔΥΝΑΣΤΕΙΑ ΤΩΝ ΟΜΜΕΫΑΔΩΝ (661-750)

2. Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΡΓΙΟΥ (ΜΑΝΣΟΥΡ)

Ἐπὶ τοῦ Μαυρικίου (582-602) ἡ οἰκογένεια Μανσοῦρ κατῴκει εἰς τὴν Δαμασκόν. Ὁ Μανσοῦρ οὗτος ἀνέλαβε σπουδαίαν οἰκονομικὴν θέσιν ὡς λογοθέτης τοῦ Μαυρικίου εἰς τὴν περιοχὴν τῆς Φοινίκης. Ὅτε δὲ ἀνῆλθεν ὁ Ἡράκλειος εἰς τὴν ἐξουσίαν, παρέμεινεν ὁ Μανσοῦρ εἰς τὴν θέσιν του ὡς σπουδαῖος τοπικὸς φορολογικὸς ἀνώτερος ὑπάλληλος καὶ ὑπεύθυνος διὰ τὰς φορολογικὰς ὑποθέσεις εἰς τὴν Δαμασκὸν [171] καὶ μετὰ τὴν Περσικὴν κατάκτησιν τῆς Συρίας. Ὁ Μανσοῦρ εἶναι ἐκεῖνος ὅστις ἦλθεν εἰς διαπραγματεύσεις [172] ἐξ ὀνόματος τῶν κατοίκων τῆς Δαμασκοῦ μὲ τὸν Χάλιντ τὸ 635, ὅτε τὴν ἐγκατέλειψαν οἱ Βυζαντινοί, διὰ δὲ τοῦτο παρέμεινεν εἰς τὴν θέσιν του καὶ ἐπὶ τῶν Μουσουλμάνων. Ὅπως πολλοὶ ἄλλοι ἀνώτεροι ὑπάλληλοι, ὁ Μανσοῦρ ἐξηκολούθησε νὰ κατέχῃ τὴν θέσιν του μετὰ τὴν Ἀραβικὴν κατάκτησιν καὶ παρέμεινεν ἕως ὅτου ὁ Μωαβίας ἐγένετο χαλίφης.

3. Η ΕΧΘΡΑ ΚΑΙ Η ΦΙΛΙΑ

Οἱ πόλεμοι μεταξὺ Ἰσλὰμ καὶ Βυζαντίου κατέχουν ἐξέχουσαν θέσιν εἰς τὰ ἱστορικὰ καὶ χρονογραφικὰ κείμενα εἰς τὰ ὁποῖα ἐμφανίζονται συνεχεῖς ἐχθροπραξίαι. Αἱ συνοριακαὶ ἐχθροπραξίαι διήρκεσαν σχεδὸν ἀδιακόπως ἐπὶ αἰῶνας. Μὲ τὴν κατάρρευσιν τῆς Περσίας, οἱ Ἄραβες παρέμειναν ὁ κατ’ ἐξοχήν ἐχθρὸς τῶν Βυζαντινῶν καὶ οἱ Ἄραβες κατακτηταὶ ἐθεώρον τὴν Βυζαντινὴν αὐτοκρατορίαν κύριον ἐχθρόν των. [181] Ὁ H. A. R. Gibb ἀναφέρει ὅτι ἡ ἔχθρα πρὸς τοὺς Βυζαντινοὺς συνεχίσθη καὶ ἡ δημοσία πολιτικὴ τῶν Ὀμμεϋαδῶν παρέμεινεν ἡ ἰδία μὲ ἐκείνην τῶν προκατόχων των. Τὸ Βυζάντιον εἶναι ὁ ἐχθρὸς ὅμως αἱ σχέσεις τῶν Ὀμμεϋαδῶν μὲ τὸ Βυζάντιον δὲν περιωρίσθησαν εἰς τὴν ἁπλῆν ἐθνικὴν ἢ θρησκευτικὴν ἔχθραν, ἀλλὰ ἐκυμάνθησαν μεταξὺ ἕλξεως καὶ ἀντιθέσεως. [182] Ὁ ἀλ-Τάμπαρι ἀναφέρει, εἰς τὸ Χρονικόν του, ὅτι τὸ 98 Ἑγ.(=719 μ.Χ.) ἐπὶ Λέοντος Γ΄ (717-740) εἰς μίαν συνάντησιν μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ Μουσαλλάμα, τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἄμπντ ἀλ-Μάλικ, ὁ τελευταῖος εἶπεν εἰς τὸν πρῶτον: «Ἡμεῖς καὶ σεῖς ἐπολεμήσαμεν καὶ ἐξωργίθημεν διὰ τὸ θρήσκευμα, ἀλλὰ σήμερον πολεμῶμεν διὰ τὸν θρίαμβον καὶ τὴν ἐξουσίαν». [183] Ὁ Χαλίφα ἴμπν Χαγιάατ (ἀπέθανε τὸ 160 Ἑγ.) εἰς τὴν Ἱστορίαν του ἀναφέρει ὅτι ἡ τελευταία ἐντολὴ τοῦ Μωαβία προτοῦ ἀποθάνῃ ἦτο νὰ ἐντείνουν οἱ Ἀραβες τὸν ἔλεγχον ἐπὶ τῶν Ροῦμ (τῶν Βυζαντινῶν), διότι τοιουτοτρόπως ἐλέγχουν καὶ τὰ ἄλλα ἔθνη. [184] Ἐξηγεῖ καὶ ὁ D. Constantelos τὸν λόγον τῆς ἐχθρότητος ταύτης λέγων ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ ἐπίσημον καὶ ἀναπόφευκτον δημόσιον καθῆκον τῶν χαλιφῶν, οἱ ὁποῖοι ἐδεσμεύοντο νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Ἱερὸν Πόλεμον ἔναντι τῶν ἀπίστων, διὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἀξίωσίν των νὰ εἶναι ἀξιόλογοι διάδοχοι τοῦ Προφήτου [185] ἐνώπιον τῶν Μουσουλμανικῶν ὑπηκόων καὶ τῶν δεσμεύσεων νὰ προσπαθήσουν διὰ τὴν ἐπέκτασιν τοῦ Ἰσλάμ. Διὰ τοῦτο ἐπὶ τῆς δυναστείας τῶν Ὀμμεϋαδῶν, ἐγένοντο σχεδὸν συνεχεῖς αἱ ἐχθροπραξίαι μεταξὺ Βυζαντινῶν καὶ Ἀράβων. [186]

Εἰς ἐπεισόδια μεταξὺ Μωαβία καὶ Κώνσταντος Β΄ (641-668) τὸ 661 μ.Χ, ὁ Μωαβίας διέταξε τοὺς ἀμηρᾶδες τῆς Συρίας νὰ εἰσβάλουν εἰς τὰς χώρας τῶν Βυζαντινῶν κατ’ ἔτος καὶ ὅταν ὁ βασιλεὺς τῶν Βυζαντινῶν ἐζήτησεν εἰρήνην ὁ Μωαβίας ἠρνήθη. [187] Ὅτε τὸ Βυζάντιον ἀπώλεσεν τὴν Συρίαν, τὴν Παλαιστίνην, τὴν Αἴγυπτον καὶ τὴν Βόρειoν Ἀφρικὴν καὶ ταυτοχρόνως καὶ τὰς περισσοτέρας θέσεις του εἰς τὴν Δύσιν, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ περιορισθῇ ἡ Αὐτοκρατορία εἰς τὴν Βαλκανικήν, τὴν Κάτω Ἰταλίαν καὶ εἰς τὴν Μ. Ἀσίαν, [188] ἡ ΚΠολις ἡ ἰδία ἐγένετο κύριος στόχος πολλῶν Ἀραβικῶν ἐπιθέσεων. Ἐπὶ τοῦ Κωνσταντίνου Δ΄ Πωγωνάτου (668-685) οἱ Ἄραβες, κατόπιν νέας ἐπιθέσεως εἰς τὴν Μ. Ἀσίαν καὶ Βόρειον Ἀφρικήν, ἀποφασίζουν τὴν πρώτην ἀπόπειραν κατακτήσεως τῆς ΚΠόλεως, [189] ἥτις διέρκεσε ἀπὸ 674 ἕως 678 ὑπὸ τὴν ἡγεσίαν τοῦ Γιαζὶντ Α΄ τοῦ Μωαβία. Τὸ «ὑγρὸν πῦρ» ἢ «πῦρ θαλάσσιον», σπουδαία ἐφεύρεσις τοῦ Ἕλληνος μηχανικοῦ ἐξ Συρίας Καλλινίκου, θὰ ἀποδειχθῆ τὸ ἀποτελεσματικώτερον ὅπλον τῶν Βυζαντινῶν κατὰ τοῦ ἐχθροῦ. [190] Ἡ δευτέρα προσπάθεια ἐκ μέρους τῶν Ἀράβων διὰ κατάκτησιν τῆς ΚΠόλεως ἐγένετο τὸ 96 Ἑγ. (=717 μ.Χ.) ἐπὶ Λέοντος Γ΄. [191] Ὁ ἰσχυρὸς Ἀραβικὸς στόλος τὴν ἐπολιόρκησεν ἀπὸ τὴν θάλασσαν, ὅμως αὕτη ἡ τολμηρὰ ἐπιχείρησις ἔληξε μὲ πλήρη ἀποτυχίαν τῶν Ἀράβων τὸ 718. Μετὰ ἐκείνην τὴν ἧτταν οἱ Ἄραβες δὲν προσέβαλον πάλιν τὴν πόλιν, ἡ ἰδέα ὅμως τῆς κατακτήσεως τῆς ΚΠόλεως ἀκόμη παρέμενεν. [192]

4. Η ΚΟΠΗ ΤΩΝ ΑΡΑΒΙΚΩΝ ΝΟΜΙΣΜΑΤΩΝ

Ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ ϛ΄ αἰῶνος συνηθίζετο νὰ τοποθετῆται ἡ κεφαλὴ τοῦ βασιλεύοντος αὐτοκράτορος ἢ τῶν αὐτοκρατόρων εἰς τὸν ἐμπροσθότυπον καὶ εἷς σταυρὸς διαφόρων μορφῶν εἰς τὸν ὀπισθότυπον. Αἱ πρῶται κυκλοφορίαι νομισμάτων τοῦ Ἰουστινιανοῦ Β΄ εἶναι αὐτῆς τῆς μορφῆς, ἀλλὰ ἔδωκαν τὴν θέσιν των εἰς χρυσᾶ νομίσματα ἅτινα ἔφερον εἰς τὸν ἐμπροσθότυπον τὸν Χριστὸν μὲ τὴν ἐπιγραφὴν Rex regnantium, Βασιλεὺς τῶν Βασιλευόντων. Εἰς τὸν ὀπισθότυπον ἀπεικονίζετο ὁ αὐτοκράτωρ κρατῶν σταυρὸν μὲ τὴν ἐπιγραφὴν Servus Christi, Δοῦλος τοῦ Χριστοῦ. Τὰ νομίσματα ἀπετέλουν κύριον μέσον ἐκφράσεως βασιλικῆς καὶ αὐτοκρατορικῆς ἰδεολογίας. Αἱ ἐπιγραφαὶ τῶν χρυσῶν νομισμάτων ἐπὶ Ἰουστινιανοῦ Β΄ περιέχουν τὴν σαφεστέραν δήλωσιν τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορικῆς νοοτροπίας, ὅπως εἶχεν ἀναπτυχθῆ ἀπὸ τὸν ϛ΄ αἰῶνα. Εἰς οὐδεμίαν περίπτωσιν δὲν ὑπεβίβαζε ὁ Ἰουστινιανὸς Β΄ τὴν αὐτοκρατορικὴν ἐξουσίαν. Ὁ Βασιλεὺς ἦτο ὄντως δοῦλος τοῦ Χριστοῦ. Καὶ οὕτως εἶχε τὴν εὐθύνην νὰ δείξῃ φροντίδα πρὸς τὰς χριστιανικὰς κτήσεις, αἱ ὁποῖαι, ὅπως ὑπενόει ὁ τίτλος Βασιλεὺς τῶν Βασιλευόντων, ἐτείνοντο εἰς ὁλόκληρον τὴν οἰκουμένην, τὸν πολιτισμένον κόσμον, συμπεριλαμβανομένων τῶν ἐδαφῶν τὰ ὁποῖα κατεῖχε τώρα τὸ Ἰσλάμ.

Ἐκτὸς τούτου, δηλ. τῆς ἐπεκτάσεως τῆς κυριαρχίας καὶ ἄλλος λόγος ἐπιβεβαιώνεται ἱστορικῶς διὰ τὴν κοπὴν Ἀραβικῶν νομισμάτων. Μέχρι τῶν χρόνων τοῦ χαλιφάτου τοῦ Ἄμπντ ἀλ-Μάλικ (685-705), οἱ Σαρακηνοὶ ἦσαν ἱκανοποιημένοι μὲ τὴν ἐλευθέραν κατοχὴν τῶν Περσικῶν καὶ Βυζαντινῶν θησαυρῶν, μὲ τὰ νομίσματα τοῦ Χοσρόου καὶ Καίσαρος. Τὸ 75 Ἑγ. (=696 μ.Χ.) ἔκοψεν ὁ Ἄμπντ ἀλ-Μάλικ τὸ Δηνάριον καὶ τὸ Δέρχαμ (δραχμή) μὲ τὸ ὄνομα τοῦ ὑψίστου Θεοῦ. Ὁ λόγος εἶναι ὅτι εὗρε Δηνάρια καὶ Δέρχαμ 300 ἢ 400 χρόνια πρὸ τοῦ Ἰσλὰμ ἐπὶ τῶν ὁποίων ἦτο γεγραμμένον «Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». [206] Κατ’ ἐντολὴν τοῦ Ἄμπντ ἀλ-Μάλικ νομίσματα ἐθνικῆς κοπῆς κατεσκευάσθησαν καὶ ἀργυρᾶ καὶ χρυσᾶ. Ὁ Ἄμπντ ἀλ-Μάλικ ἀπεικονίζετο μὲ ξῖφος εἰς τὸ πλευρὸν [207] καὶ εἰς τὸ ἐμπρόσθιον καὶ τὸ ὀπίσθιον μέρος τοῦ νομίσματος ὑπῆρχον τὰ ἀντιπροσωπευτικὰ ῥητὰ ἀπὸ τὸ Κοράνιoν. Ἡ νομισματικὴ αὕτη μεταρρύθμισις ἦτο μέρος μιᾶς προσπαθείας, ἡ ὁποία ἤρχισε ἀπὸ τὸν Ἄμπντ ἀλ-Μάλικ καὶ συνεχίσθη ἀπὸ τοὺς διαδόχους του, προκειμένου νὰ δημιουργηθῇ Μουσουλμανικὸν σύστημα ἀπεικονίσεων ὅπερ θὰ ἀμφεσβήτει τὰ περίτεχνα νομίσματα τοῦ Βυζαντίου.

5. ΑΙ ΑΡΧΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ

Τὰ ἔθνη τὰ ὁποῖα κατέκτησαν οἱ Ἄραβες ἦσαν ἀναμφιβόλως πλέον πολιτισμένα ἀπὸ τὸ Ἀραβικὸν ἔθνος καὶ τὰ κοινωνικά των συστήματα ἀνώτερα τῶν Ἀραβικῶν. [208] Οἱ Ἄραβες εὗρον ἕτοιμον ἕνα καλῶς ὠργανωμένον διοικητικὸν μηχανισμόν. Ὡς ἦτο φυσικὸν οἱ ἴδιοι δὲν ἔφερον οὐδὲν εἰς τὸν τομέα τοῦτον ἀπὸ τὴν ἔρημον, ἐκ τῆς ὁποίας ἐξῆλθον, διὸ καὶ υἱοθέτησαν τὴν κρατικὴν διοίκησιν τοῦ Βυζαντίου. Διὰ τοῦτο ἦτο εὔλογον νὰ ἰσχύσουν ὁ πολιτισμὸς καὶ τὰ συστήματα τῶν κατακτωμένων χωρῶν. Ἡ σαφεστάτη ἔνδειξις εἶναι ὅτι τὰ ἀρχεῖα (Dīwān, πληθ. Dawāwīn) εἰς τὰς ἀνατολικὰς ἐπαρχίας τοῦ Βυζαντίου παρέμειναν, διὰ τὰ πρῶτα εἴκοσι ἔτη ἢ καὶ περισσότερον, ὅπως ἦσαν εἰς τὴν Ἑλληνικὴν πρὸ τῆς Ἀραβικῆς κατακτήσεως ἕως τὴν ἐποχὴν τοῦ Ἄμπντ ἀλ-Μάλικ. [209] Μὲ τὴν ἐπέκτασιν ὅμως τῆς ἐμπειρίας τῶν Ἀράβων καὶ τὴν σταθεροποίησιν τοῦ κράτους των προέκυψεν ἀνάγκη μεταρρυθμίσεως τῶν ἀρχείων. [210] Οὕτως ἡ δυναστεία τῶν Ὀμμεϋαδῶν ἦτο ἐκ πολλῶν ἐπόψεων «διάδοχον-κράτος» τῆς Ἀνατολικῆς Ῥωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας, παρὰ τὰς ἰδεολογικὰς ἀντιθέσεις εἰς τὸν τομέα τῆς θρησκείας καὶ εἰς τὴν στάσιν ἀπέναντι τῆς Αὐτοκρατορίας. [211]

Ἡ περίοδος τῆς Ἰσλαμικῆς ἱστορίας ἀπὸ τῶν Ἀραβικῶν κατακτήσεων τὸ 642 ἕως τῆς ἐπαναστάσεως τῶν Ἀββασιδῶν τὸ 751 ἦτο περίοδος μεγαλυτέρας Βυζαντινῆς ἐπιρροῆς ἐπὶ τῆς ἀναπτύξεως τοῦ Ἰσλαμικοῦ πολιτισμοῦ. Οὕτως ἡ Βυζαντινὴ ἐπίδρασις εἶναι ἐμφανὴς εἰς τὸν θεσμὸν τῆς νέας Ἀραβικῆς αὐτοκρατορίας, τὸ χαλιφᾶτον. Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῆς ἀρχικῆς Ἀραβικῆς ἁπλότητος καὶ τῆς Βυζαντινῆς αὐλικῆς μεγαλοπρεπείας φαίνεται εἰς μίαν ἱστορίαν εἰς τὸν ἀλ-Τάμπαρι, ὅστις πληροφορεῖ ὅτι ὁ Μωαβίας κατεκρίθη διὰ τὴν υἱοθέτησιν ξένων τρόπων βασιλέων, ἐκείνος ὅμως ἀπεκρίθη λέγων ὅτι ἡ Δαμασκὸς ἦτο πλήρης Ἑλλήνων καὶ οὐδεὶς θὰ ἐπίστευε εἰς τὴν δύναμίν του, ἐὰν δὲν συμπεριεφέρετο καὶ δὲν ὡμοίαζε μὲ αὐτοκράτορα. Κατὰ συνέπειαν, ὑπὸ τὴν Βυζαντινὴν ἐπίδρασιν, τὸ χαλιφᾶτον ἦτο ἀρχικῶς μία οἱονεὶ αὐτοκρατορία. [212] Ὁ Ἄμπντ ἀλ-Μάλικ ἐπίσης ἐπεζήτει νὰ ἀναπλάσῃ τὸ Ἰσλὰμ προκειμένου νὰ ἀντιμετωπίσῃ τὴν πρόκλησιν τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ ὅ, τι ἠδύνατο ὁ Ἄμπντ ἀλ-Μάλικ τὸ 702 μ.Χ, νὰ κάμῃ, εἰς τὴν περίπτωσιν ταύτην, ἦτο νὰ μεταβάλῃ τὴν γλῶσσαν τῶν ἀρχείων ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς εἰς τὴν Ἀραβικήν. [213]

Εἰς τὰ ἀρχεῖα φόρου γῆς καὶ εἰσπράξεις φόρων ὑποτελείας τοῦ Ἰρὰκ ἐχρησιμοποιοῦντο τὰ Περσικὰ καὶ εἰς ἐκεῖνα τῆς Συρίας τὰ Ἑλληνικά. Οἱ γραμματεῖς τῶν ἀρχείων ἦσαν ὑπήκοοι τῶν Μουσουλμάνων. Οὕτως ὁ Ἄμπντ ἀλ-Μάλικ διέταξε τὸν Σουλαϊμὰν ἴμπν Σάντ νὰ εἰσαγάγῃ τὴν χρῆσιν τῶν Ἀραβικῶν εἰς τὰ ἀρχεῖα τῆς Συρίας. Ὁ Σουλαϊμὰν ὡλοκλήρωσε τὸ ἔργον εἰς ἓν ἔτος. [214] Ὁ ἴδιος ὅμως ἐπαναλαμβάνει τοὺς λόγους τῆς συνεχίσεως τῶν Βυζαντινῶν καὶ Περσικῶν διοικητικῶν πρακτικῶν εἰς τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν λέγων ὅτι: «Οὐδεμία συγκεκριμένη τάξις ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν πρώτων Μουσουλμάνων εἰς τοὺς τομεῖς τῆς εἰσπράξεως, τῶν δαπανῶν καὶ τῆς λογιστικῆς τῶν φόρων. Οἱ Μουσουλμάνοι ἦσαν ἀναλφάβητοι Ἄραβες οἵτινες δὲν ἐγνώριζον πῶς νὰ γράψουν καὶ νὰ κρατήσουν βιβλία. Διὰ τὴν λογιστικὴν ἐχρησιμοποίησαν τοὺς Ἑβραίους, τοὺς Χριστιανοὺς ἢ ὡρισμένους μὴ Ἄραβας, οἱ ὁποῖοι ἀπεδέχθησαν τὸ Ἰσλάμ. Ἡ λογιστικὴ ἦτο ὀλίγον γνωστὴ εἰς αὐτούς». [215]

6. ΤΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΣΜΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ

Τὸ πλέον ἐντυπωσιακὸν κληροδότημα τῆς αὐτοκρατορικῆς κληρονομίας, προϊὸν τῆς πολιτικῆς τῶν Ὀμμεϋαδῶν, εἶναι ἡ δημιουργία τῶν αὐτοκρατορικῶν θρησκευτικῶν μνημείων.

Οἱ χαλίφαι, γνωρίζοντες τὴν ὑπεροχὴν τῆς Βυζαντινῆς τέχνης ἀπηυθύνοντο εἰς τοὺς αὐτοκράτορας ζητοῦντες τὴν βοήθειάν των εἰς καλλιτεχνικὰς δραστηριότητας. Ὁ ἀλ-Οὐαλίντ Α΄, ὅτε ἠθέλησε νὰ ἀνοικοδομήσῃ τὴν «Οἰκίαν τοῦ Προφήτου» εἰς τὴν Μεδίναν (706-10), τὸν «Ναὸν τῆς Μέκκας» [227] καὶ τὸ «Μέγα Τέμενος» (706), [228] ἀπέστειλεν εἰς τὸν Ἰουστινιανὸν Β΄ (705-711) ἐρωτῶν αὐτὸν ὅπως τοῦ ἀποστείλῃ Ἕλληνας τεχνίτας προκειμένου νὰ διακοσμήσουν μὲ ψηφιδωτὰ τὰ τεμένη τῆς Δαμασκοῦ, τῆς Μεδίνας καὶ τῶν Ἱεροσολύμων. [229] Ὁ αὐτοκράτωρ ἀνταπεκρίθη καὶ τοῦ ἔστειλε τεσσαράκοντα ἄνδρας ἐκ τῶν Βυζαντινῶν καὶ τεσσαράκοντα ἐκ τῶν Κοπτῶν [230] καὶ χρυσοῦν, καθὼς καὶ τεχνίτας καὶ φορτία μὲ ψηφιδωτά. Δὲν ἀναφέρεται οὐδὲν διὰ βοήθειαν κατὰ τὴν οἰκοδόμησιν τοῦ Ναοῦ τοῦ Βράχου τῶν Ὀμμεϋαδῶν, ἀλλὰ ὁ Τροῦλλος τοῦ Βράχου (691) ἦτο βεβαίως ἔργον ἀρχιτεκτόνων καὶ τεχνιτῶν οἵτινες κατεῖχαν ἄριστα τὰς Ἑλληνιστικὰς καὶ τὰς Βυζαντινὰς παραδόσεις. [231] Ὁ ἀλ-Οὐαλὶντ θὰ ἐθεώρει τὴν συμβολὴν τῶν Βυζαντινῶν εἰς τὰ οἰκοδομικά του ἔργα δεῖγμα πελατειακῆς σχέσεως, ἐνῷ ὁ Βυζαντινὸς αὐτοκράτωρ θὰ τὴν ἐθεώρει δεῖγμα γενναιοδωρίας. [232] Ἡ ἀνάγκη Βυζαντινῆς βοηθείας ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ ΚΠολις παρέμενε τὸ κέντρον εἰς τὸ ὁποῖον ἐξηκολούθουν οἱ Ἄραβες νὰ προσβλέπουν διὰ τὴν ἀπόκτησιν καλλιτεχνικῆς ἐμπειρίας.

Ὁ καλλιεργηθεὶς συμβιβασμὸς, ὁ ὁποῖος προσήρμοσε τὴν Βυζαντινὴν τέχνην εἰς τὰς Μουσουλμανικὰς θρησκευτικὰς ἀπαιτήσεις, εἶναι ὄντως ἐμφανὴς ἕνεκα τῆς ἀπουσίας, εἰς αὐτὰς τὰς θρησκευτικὰς δομάς, προσώπων ἀνθρώπων καὶ ζώων. Ἂν καὶ αἱ Ἰσλαμικαὶ ἀπαιτήσεις εἰς αὐτὸν τὸν συμβιβασμὸν μὲ τὴν Βυζαντινὴν τέχνην παρετηρήθησαν εἰς τὴν θρησκευτικὴν τέχνην τῶν Ὀμμεϋαδῶν, ἐγκατελείφθησαν ὅμως εἰς τὴν κοσμικὴν τέχνην. Ἀξίζει νὰ σημειωθῇ ὅτι τοῦτο εὑρίσκεται μόνον εἰς τὰ λουτρὰ τῆς ἐρήμου ἐπὶ τῶν Ὀμμεϋαδῶν, ἐκ τῶν ὁποίων τὸ διασημότερον εἶναι τὸ Κουσάιρ Ἄμρα εἰς τὴν Ἰορδανίαν. Αἱ κύριαι ἰδέαι ὅμως προέρχονται ἀπὸ τὴν Βυζαντινὴν ζωγραφικήν. Οἱ τοῖχοι καλύπτονται μὲ παραστάσεις γυμνῶν γυναικῶν, αἵτινες συμμετέχουν εἰς διαφόρους δραστηριότητας, μὲ οἰκογενειακὰς σκηνάς, σκηνὰς λουσίματος, πάλης, κυνηγίου, σκηνὰς ἀπὸ τὴν ζωὴν τῶν κτιστῶν, ξυλουργῶν καὶ τεχνιτῶν εἰς τὴν ἐργασίαν. Αἱ παραστάσεις ὅμως αἱ ὁποῖαι ἀπεικονίζουν προσωπικότητας τῆς Ἑλληνικῆς σκέψεως, ἱστορίας καὶ ποιήσεως εἶναι αἱ πλέον ἀξιοπρόσεκτοι. Τέλος εἰς ἕνα τοῖχον τῆς εἰσόδου ἀπεικονίζονται ἱεραρχικῶς οἱ ἓξ στρατηγοὶ οἵτινες ἐνικήθησαν ὑπὸ τῶν Ἀράβων, δηλ. ὁ Βυζαντινός, ὁ Πέρσης, ὁ Ῥουδέριχος τῶν Γότθων, ὁ Νεγέσος τῶν Ἀβυσσηνῶν, ἔπειτα πιθανῶς ὁ αὐτοκράτωρ τῆς Κίνας εἴτε ὁ βασιλεὺς τῆς Ἰνδίας εἴτε τῶν Τούρκων. Ὅλα ταῦτα εἰς μίαν σκηνὴν ἡ ὁποία θεωρεῖται Ἀραβικὴ προσαρμογὴ τῆς Βυζαντινῆς οἰκογενείας τῶν κυβερνώντων. [233]

Footnotes

[ back ] 1. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, σ. 327,12-16.

[ back ] 2. Ὑπάρχουν ἀναφοραί τινες περὶ τῶν στρατιωτικῶν μεταρρυθμίσεων τοῦ Ἡρακλείου εἰς τὸν Γεώργιον Πισίδην, ὅστις διαβεβαιώνει ὅτι ὁ Ἡράκλειος εὗρε τὸν στρατὸν ἀνοργάνωτον ὥστε ἠναγκάσθη νὰ τὸν μάθῃ τὴν τέχνην τοῦ πολεμεῖν ἐξ ἀρχῆς: [ back ] ἀταξίας γέμοντας, ἠμελημένους, [ back ] θᾶττον κατορθοῖς καὶ λόγοις καὶ σχήμασι, [ back ] τυπῶν, διαιρῶν, δεικνύων, ὑπογράφων [ back ] ὡς παιδαγωγὸς τῶν ἐνόπλων γραμμάτων, [ back ] βλ. Εἰς Ἡράκλειον τὸν βασιλέα καὶ εἰς τοὺς Περσικοὺς πολέμους, ἔκδ. A. Pertusi, [Studia Patristica et Byzantina 7, Ettal 1959], β΄,44-48, βλ. καὶ A. Sharf, Heraclius and Mahomet, Past and Present 9, (1956), σσ. 1-16.

[ back ] 3. N. Baynes, “The Emperor Heraclius and the Military Theme System”, English Historical Review 67, (1952), σσ. 380-381.

[ back ] 4. Ἰω. Ε. Καραγιαννοπούλου, Ἡ Βυζαντινὴ Ἱστορία ἀπὸ τὶς πηγές, β΄ ἔκδ. Θεσσαλονίκη 1996, σ. 63.

[ back ] 5. A. Papaconstantinou, “Confrontation, Interaction, and the Formation of the Early Islamic Oikoumene”, REB 63, (2005), σ. 170.

[ back ] 6. ODB, τόμ. 3, σ. 2034.

[ back ] 7. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, σ. 303,10-12.

[ back ] 8. Laila ‛Abdul-Djawwād, Τὸ Βυζαντινὸν Κράτος ἐπὶ τοῦ Ἡρακλείου, σσ. 113, 114. Κατὰ δὲ τὸν Κωνσταντῖνον Πορφυρογέννητον τὰ θέματα ἐγένοντο λόγῳ τῶν ἐπιθέσεων τῶν Μουσουλμάνων «Διῃρέθησαν δὲ καὶ ἐγένοντο θέματα, ὅτε ἡ τῶν Ῥωμαίων ἀρχὴ παρὰ τῶν ἀθέων Ἀγαρηνῶν ἤρξατο κολοβοῦσθαι καὶ ἀκρωτηριάζεσθαι καὶ συστέλλεσθαι κατὰ μιχρόν. Ἐπεὰν δὲὲἤρξαντο οἱ Ἀγαρηνοὶ ἐκστρατεύειν κατὰ Ῥωμαίων καὶ διαφθείρειν τὰς χώρας καὶ πόλεις αὐτῶν, ἠναγκάσθησαν οἱ κατὰ καιρὸν βασιλεῖς τέμνειν εἰς μικρὰ τὴν μίαν ἀρχήν, καὶ τὸ μὲν ἀπένειμον στρατηγῷ τινι καὶ ἐκάλεσαν Ἀνατολικόν, διότι, ὡς προείπομεν, πρὸς ἡμᾶς τοὺς κατοικοῦντας τὸ Βυζάντιον, πρὸς ἀνατολὴν κεῖται», Περὶ Θεμάτων, Ι, 48-61.

[ back ] 9. W. Kaegi, “Some Reconsiderations on the Themes (Seventh-Ninth Century)”, JÖB 16, (1967), σσ. 39-53. Διὰ περαιτέρω βλ. John Haldon, “Military Service, Military Lands and the Status of Soldiers: Current Problems and Interpretations”, DOP 47, (1993), σσ. 1-67.

[ back ] 10. Μέχρι τοῦ ἔτους 216 εἰς τὰ Νεαρὰ ὁ Ἠράκλειος ἐχρησιμοποίει τὸν τίτλον Αὐτοκράτωρ. Ἡράκλειος πιστὸς ἐν Χριστῷ, βλ. Ἰω. Ε. Καραγιαννοπούλου, Ἡ Βυζαντινὴ Ἱστορία ἀπὸ τὶς πηγές, σ. 333. Ὁ τίτλος ὅμως «Πιστὸς ἐν Χριστῷ βασιλεύς» ἐνεφανίσθη διὰ πρώτην φορὰν ἐν ἔτει 629 μ.Χ., βλ. Irfan Shahid, “Heraclius ‘Πιστὸς ἐν Χριστῷ βασιλεύς’”, DOP 34, (1980-1981), σσ. 225-237.

[ back ] 11. J. B. Bury, “The Constitution of the Later Roman Empire”, σσ. 99-125, ἐν Selected Essays of J. B. Bury, ἔκδ. H. Temperley, Cambridge 1930, σ. 109.

[ back ] 12. Irfan Shahid, “The Iranian Fator in Byzantium during the Reign of Heraclius”, DOP 34, (1972), σσ. 295-296.

[ back ] 13. S. S. Alexander, “Heraclius, Byzantine Imperial Ideology, and the David Plates”, Speculum 52, (1977), σσ. 217-237.

[ back ] 14. J. B. Bury, “The Constitution of the Later Roman Empire”, σ. 109.

[ back ] 15. J. M. Hussey, The Orthodox Church in the Byzantine Empire, Oxford 1986, σ. 9.

[ back ] 16. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, 301, 26 ἑξ.

[ back ] 17. F. Barisic, “Le siège de Constantinople par les Avares et les Slaves en 626”, Byzantion 24, (1954), σσ. 371-395.

[ back ] 18. Ἰω. Ζωναρᾶ, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, ἔκδ. T. Büttner-Wobst, τόμ. 3 [CSHB, Bonn 1897],σ. 20817-σ. 2097.

[ back ] 19. ODB, ταμ. 1, σ. 44. Διὰ περαιτέρω πληροφορίας περὶ τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου βλ. E. Wellesz “The ‘Akathistos’. A Study in Byzantine Hymnography”, DOP, 9, (1956), σσ. 141+143-174.

[ back ] 20. K. M. Setton, “The Bulgars in the Balkans and the Occupation of Corinth in the Seventh Century”, Speculum 25, (1950), σσ. 502-543, Ἰ. Ε. Καραγιαννοπούλου, Ἱστορία Βυζαντινοῦ Κράτους, τόμ. β΄ (565-1081), σσ. 61, 62.

[ back ] 21. Ὁ Ἡράκλειος διέταξε μετὰ τὸ 632 ὅλοι οἱ Ἑβραῖοι τῆς Αὐτοκρατορίας διὰ τῆς βίας νὰ βαπτισθοῦν, καὶ κατὰ συνέπειαν οἱ Ἑβραῖοι ἦσαν ἰδιαιτέρως ἐχθρικοὶ ἔναντι τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς Ἰσλαμικῆς κατακτήσεως, βλ. “Michael the Syrian”, Chronique, ἔκδ. par J. B. Chabot, τόμ. II, 414 (μετάφ.), IV, 413 (κείμενον), Paris 1901, N. H. Baynes – L. B. Moss, Βυζάντιο, σ. 31, Av. Cameron, Blaming the Jews, TM 14, (2002), σσ. 65, 67. Ὁ Στρατήγιος, μοναχὸς τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Σάβα, ἀναφέρει ὅτι οἱ Ἑβραῖοι καὶ προηγουμένως πολὺ ἐχάρησαν βλέποντες ὅτι οἱ Πέρσαι ἐπετέθησαν ἐναντίον τῶν Χριστιανῶν τῆς Ἁγίας Πόλεως, καὶ ἦτο μεγάλη ἡ ἐπίδρασίς των ἐπὶ τῶν Περσῶν κατὰ τῶν Χριστιανῶν ὥστε νὰ σχεδιάζουν νὰ γίνουν οἱ Χριστιανοὶ διὰ τῆς βίας Ἰουδαῖοι, ἄν ἀποπειραθοῦν νὰ ἀπελευθερωθοῦν ἀπὸ τοὺς κατακτητάς των Πέρσας, βλ. La prise de Jérusalem par les Perses en 614, ἔκδ. G. Garitte, CSCO 203 (Louvain 1960), 17, 30.

[ back ] 22. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, 300, 31ἑξ, Al-Tabari, Tarikh, τόμ. 1, σ. 466.

[ back ] 23. Β. Ἰ. Φειδᾶς, Βυζάντιο, σσ. 67, 77.

[ back ] 24. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, 317, 11ἑξ.

[ back ] 25. Αὐτόθι, σ. 327,12-16.

[ back ] 26. B. Ἰ. Φειδᾶς, Βυζάντιο, σ. 78, P. G. Reinink and B. H. Stolte (ἔκδ.), The Reign of Heraclius (610-640): Crisis and Confrontation, Peeters 2002, σσ. 28, 29, 184. Ἓν ἐκ τῶν ἱστορικῶν Ἐπῶν ἐνῷ ἐξυμνεῖ ὁ Γεώργιος Πισίδης τὰ πολεμικὰ κατορθώματα τοῦ Ἡρακλείου εἶναι τὸ Αὐτοσχέδιοι πρὸς τὴν γενομένην ἀνάγνωσιν τῶν κελεύσεων χάριν τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν τιμίων ξύλων, ἔκδ. A. Pertusi, [Studia Patristica et Byzantina 7, 1959], 225-230, ὅπερ ἀναφέρεται εἰς τὴν μεταφορὰν ἀπὸ τὴν Περσίαν καὶ τὴν Ὕψωσιν τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (14 Σεπτεμβίου 630 μ.Χ.), Norman H. Baynes, “The Restoration of the Cross at Jerusalem”, EHR 27, (1912), σσ. 287-299.

[ back ] 27. J. M. Hussey, The Orthodox Church in the Byzantine Empire, σ. 14.

[ back ] 28. A. Louth, “Der Monenergetisch-Monothelitische Streit”, Sobornost 26, (2004), σσ. 97-99.

[ back ] 29. Michel Yateem and Ignatius Deek, History of the Oriental Church, Lebano 1999, σ. 159.

[ back ] 30. Av. Cameron, “Byzantium and the Past in the Seventh Century: The Search for Redefinition”, σ. 256.

[ back ] 31. P. Verghese, The Monothelite Controversy- A Historical Survey, GOTR 13 (1968), σσ. 196-211. Τὸ ζήτημα τοῦ Μονοθελητισμοῦ ἀνάγεται εἰς τοὺς χρόνους τοῦ Αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ. Κατὰ δὲ τὸ Χρονικὸν τοῦ Ἰωάννου τοῦ Νικίου, «Ἄνθρωπός τις, ἀποκαλούμενος Μηνᾶς (536-552), ἦτο προηγουμένως Πατριάρχης ΚΠόλεως, ἀπέστειλεν εἰς τὸν Βιγίλιον, Πατριάρχην τῆς πόλεως τῆς Ῥώμης (537-555), τὸν «Μηνᾶ Λίβελλον» εἰς τὸ ἀκόλουθον θέμα ὅτι: «Ὑπάρχουν μόνον ἓν θέλημα καὶ μία βούλησις εἰς τὸν Κύριον καὶ Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καὶ ὅτι πιστεύομεν εἰς τὸν Θεὸν μετὰ τελείου φόβου καρδίας καθοδηγούμενοι ὑπὸ τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων ἡμῶν», βλ. Ἰωάννου Νικίου, Χρονικόν, κεφ. 94, 14, (μτφρ.), βλ. Brehier and Aigrain, Histoire de l’Eglise, Bloud, Gay 1944, σσ. 112, 113.

[ back ] 32. Β. Ἰ. Φειδᾶς, Βυζάντιο, σσ. 67, 79.

[ back ] 33. Ἡ «Κωνστάντειος Ἐπανάστασις» ἦτο τὸ παράδειγμα τὸ ὁποῖον ἠκολούθησαν πολλοὶ Βυζαντινοὶ αὐτοκράτορες οἵτινες ἠθέλησαν νὰ τηρήσουν τὸ καθεστώς των καὶ νὰ ἐγγυηθοῦν τὴν συνέχειάν των εἰς τὴν ἐξουσίαν. Ὁ Ἡράκλειος δὲν ἀπετέλει καθόλου ἐξαίρεσιν, διότι ὁ Μονοενεργητισμὸς καὶ ὁ Μονοθελητισμὸς ἀνεπτύχθησαν ὑπὸ τοῦ Ἡρακλείου καὶ τοῦ Σεργίου προκειμένου νὰ λυθῇ τὸ πρόβλημα τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ εἰς τὰς ἀνατολικὰς ἐπαρχίας τοῦ Βυζαντίου, αἱ ὁποίαι ἐπαρουσίαζον πολιτικῶς ἀποσταθεροποιητικὴν τάσιν. Κατὰ συνέπειαν, τὰ δογματικὰ ἐπιχειρήματα τοῦ ζ΄ αἰ. ἐχρωματίσθησαν ὑπὸ πολιτικῶν καὶ ἐκκλησιαστικῶν ἀπόψεων, Wolfram Brandes, Orthodoxy and Heresy in the Seventh Century, βλ. ἀνωτέρω.

[ back ] 34. Α. Vasiliev, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας (324-1453), τόμ. α΄, σ. 283.

[ back ] 35. A. Louth, “John of Damascus and the making of the Byzantine Theological Synthesis”, βλ. ἀνωτέρω.

[ back ] 36. R. S. Valencia, “The Monophysite Conviction in the East versus Byzantium’s Political Convenience: A Historical Look to Monotheletism”, ARAM 15, (2003), σσ. 151-157.

[ back ] 37. Lind Woodhead, “An Introduction to Christianity”, μέρ. II, 2. Churches of East and West in the Early Middle Ages, σσ. 61-104, Cambridge 2004, σσ. 72, 73.

[ back ] 38. Ἄλλοι ὅμως βλέπουν ὅτι ὁ Ἡράκλειος προήγαγε τὸν Μονοθελητισμὸν ὡς συμβιβασμὸν μεταξὺ τῶν Μελχιτῶν καὶ τῶν ἀντιπάλων τῆς Χαλκηδόνος, Ira M. Lapidus, “God’s Caliph: Religious Authority in the First Centuries of Islam”, AHR 93, (1988), σσ. 469-470.

[ back ] 39. P. G. Reinink and B. H. Stolte (ἔκδ.), The Reign of Heraclius (610-640): Crisis and Confrontation, σσ. 28, 29, 184.

[ back ] 40. Ἰ. Καραγιαννοπούλου, Ἱστορία Βυζαντινοῦ Κράτους, τόμ. β΄ (565-1081), σ. 65.

[ back ] 41. M. Yateem and I. Deek, History of the Oriental Church, σ. 161, P. Verghese, The Monothelite Controversy, GOTR 13, (1968), σσ. 196- 211.

[ back ] 42. Lind Woodhead, An Introduction to Christianity, σσ. 72, 73.

[ back ] 43. Ἰ. Καραγιαννοπούλου, Ἱστορία Βυζαντινοῦ Κράτους, τόμ. β΄ (565-1081), σ. 65.

[ back ] 44. Α. Butler, The Arabic Conquest of Egypt, σσ. 208, 224, Asad Rustum, The Church of the City of God Great Antioch, τόμ. 1, Λίβανος 1988, σ. 438 (Ἀραβιστί), Manassa Yuhanna, Ἱστορία τῆς Κοπτικῆς Ἐκκλησίας, Κάιρον 1983, σ. 290 (Ἀραβιστί).

[ back ] 45. Severus of Ashmunayn, History of the Coptic Patriarchs, ἔκδ. B. Evvets, PO I, σσ. 489-495, ἰδίως σ. 489.

[ back ] 46. J. R. Zaborowski, “Egyptian Christians Implicating Chalcedonians in the Arab takeover of Egypt: The Arabic Apocalypse of Samuel of Qalamun”, Oriens Christianus 87, (2003), σσ. 100-115, The Synaxarium of the Coptic Orthodox Church, μέρ. 1, (8 Κοιάκ), Κάιρον 1978, σσ. 181-183, L. S. B. MacCoul, “The Life of Samuel of Qalamun”, Speculum 61, (1986), σσ. 938-940.

[ back ] 47. Al-Tabari, Tarikh, τόμ. 2, σ. 513.

[ back ] 48. Ibn Abdul Hakam, Futuh Misr, ἔκδ. C. Torrey, New Haven 1922, σ. 71.

[ back ] 49. J. M. Hussey, The Orthodox Church in the Byzantine Empire, σ. 18.

[ back ] 50. Ἰωάννου Νικίου, Χρονικόν, κεφ. 120, 17, (μτφρ), Al-Nuwayri, Nihayat al-’arab fi funun al-adab, Κάιρον 1920-1992, σ. 11564.

[ back ] 51. Κ. Γ. Μπόνη, Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων ὡς θεολόγος, ἐγκωμιαστὴς καὶ ὑμνογράφος, Ἀθήνα 1964, σ. 13.

[ back ] 52. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, 341, 16.

[ back ] 53. Ἰ. Καραγιαννοπούλου, Ἱστορία Βυζαντινοῦ Κράτους, τόμ. β΄, σσ. 75, 76.

[ back ] 54. P. G. J. Reinink and B. H. Stolte, (ἔκδ.), The Reign of Heraclius (610-640), σσ. 28, 29, 184.

[ back ] 55. Α. Vasiliev, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας (324-1453), σ. 285, J. M. Hussey, The Orthodox Church in the Byzantine Empire, σ. 20.

[ back ] 56. Le Liber Pontificalis, ἐκδ. L. Duchesne, 3 τόμοι, Paris 1886-1957, τόμ. 1, 338. 14.

[ back ] 57. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, σ. 348,4-5.

[ back ] 58. Αὐτόθι, σ. 351, 14.

[ back ] 59. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 19.

[ back ] 60. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, σσ. 359,30 καὶ 360,7.

[ back ] 61. A. Butler, The Arabic Conquest of Egypt, σ. 193.

[ back ] 62. Αὐτόθι, σ. 191.

[ back ] 63. Ἰωάννου Νικίου, Χρονικόν, κεφ. 121, (μτφρ).

[ back ] 64. G. Sarton, “The Unity and Diversity of the Mediterranean World”, Osiris 2, (1936), σσ. 406-463, Av. Cameron, “Byzantium and the Past in the Seventh Century”, σ. 265.

[ back ] 65. J. B. Bury, A History of the Later Roman Empire from Arcadius to Irene (395-800 A. D.), τόμ. 2, Amsterdam 1966, σ. 258.

[ back ] 66. W. Kaegi, Byzantium and the Early Islamic Conquests, Cambridge 1992, σ. 69, Ιbn Hisham, Al-sira al-nabawiyya, σ. 2340, Ibn Sa’d, Muhammad, Kitab al-Tabaqat al-qubra, 8 τόμοι, Βηρυτός χ.χ., τόμ. 1, σ. 261.

[ back ] 67. Al-Tabari, Tarikh, τόμ. 2, σσ. 130-131.

[ back ] 68. Ibn Qaymaz Al-Dhahabi, Al-ibar fi khabar man ghabar, ἔκδ. Salah Ad-Din Al-Munjid, Kuwait 1984, τόμ. 1, σ. 24. Βυζαντιναὶ πηγαὶ ὅμως δὲν ἀναφέρονται εἰς τὸ Ἰσλὰμ κατ’ ἐκείνους τοὺς χρόνους οὔτε εἰς τὴν ἐπιστολὴν τοῦ Μωάμεθ πρὸς τὸν Ἡράκλειον, ἀντιθέτως μερικοὶ γράφουν ὅτι ὁ Μωάμεθ ὁ ἴδιος μετέβη εἰς τὸν Ἡράκλειον διὰ διαπραγματεύσεις μετ’ αὐτοῦ ὅτε ἦτο ὁ αὐτοκράτωρ εἰς τὰ Ἰεροσόλυμα μετὰ τὴν ἐπιστροφήν του ἀπὸ τοὺς πολέμους του μὲ τοὺς Πέρσας καθὼς καὶ ὅτι ὁ Μωάμεθ εἰσῆλθεν εἰς συνθήκην μὲ τοὺς Ῥωμαίους διὰ ἐμπόριον μεταξὺ τῆς Ἀραβικῆς Χερσονήσου καὶ τῶν Βυζαντινῶν ἐπαρχιῶν, Ἰω. Ζωναρᾶ, Ἐπιτομὴ Ἱστοριῶν, ἔκδ. T. Büttner-Wobst, τόμ. 3, σσ. 214, 215.

[ back ] 69. Al-Nuwayri, Nihayat al-‘arab fi funun al-adab, σσ. 10199-10200, Yaqut Al-Hamawy, Mujam al-Buldan, 5 τόμοι, Βηρυτός, χ.χ. τόμ. 5, σ. 220, Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, σ. 335, 9ἑξ, βλ. καὶ MU’TA, ἐν Encyclopedia of Islam, ὑπὸ F. Buhl, Brill 1993, τόμ. 7, σσ. 756-757.

[ back ] 70. R. Schick, The Christian Communities of Palestine from Byzantine to Islamic Rule, A Historical and Archeological Study, Princeton 1995, σ. 68.

[ back ] 71. W. Kaegi, Byzantium and the Early Islamic Conquests, σ. 71.

[ back ] 72. Κατὰ δὲ τὸν Θεοφάνην ὁ Βικάριος Θεόδωρος αἰφνιδίασε τοὺς Μουσουλμάνους ἐν «ἡμέρᾳ τῆς εἰδωλοθυσίας αὐτῶν», Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, 335, 9.

[ back ] 73. Πόλις πρὸς τὴν βορειοδυτικὴν γωνίαν τῆς Ἀραβικῆς χερσονήσου, W. Kaegi, Byzantium and the Early Islamic Conquests, σ. 67 καὶ κατὰ Mujam al-buldan τοῦ Yaqut εἶναι τόπος μεταξὺ Wadi Al-Qura καὶ Συρίας, ἦτο δὲ κάστρον, τόμ. 2, σ. 14, W. Kaegi, Byzantium and the Early Islamic Conquests, σ. 82, Al-Baladhuri, Futuh al-Buldan, τόμ. 1, σ. 71, Khalīfa Ibn Khayyāt, Tarikh, τόμ. 1, σ. 92, R. Schick, The Christian Communities of Palestine from Byzantine to Islamic Rule, σ. 72.

[ back ] 74. Laila ‛Abdul-Djawwād, Τὸ Βυζαντινὸν Κράτος ἐπὶ τοῦ Ἡρακλείου, σ. 361, σ. 351.

[ back ] 75. Ibn Hisham, Al-sira al-nabawiyya, σ. 2339.

[ back ] 76. P. Mayerson, The First Muslim Attacks on Southern Palestine (A. D. 633- 634), TAPA 95, (1964), σ. 177.

[ back ] 77. W. Kaegi, Byzantium and the Early Islamic Conquests, σ. 83.

[ back ] 78. Al-Baladhuri, Futuh al-Buldan, τόμ. 1, σ. 120.

[ back ] 79. Νικηφόρου, Ἱστορία Σύντομος, ἔκδ. C. de Boor, σ. 99. Ἡ χρονολόγησις κατὰ τὸν Νικηφόρον διὰ τὸ γεγονὸς τοῦτο εἶναι ἔτος κτίσεως Κόσμου 6126=634, 7ης Ἰνδικτιῶνος.

[ back ] 80. Al-Baladhuri, Futuh al-Buldan, τόμ. 1, σ. 116.

[ back ] 81. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, σ. 336, 16.

[ back ] 82. Αὐτόθι, σ. 336, 23.

[ back ] 83. Γεωργίου Μοναχοῦ, Χρονικόν, ἔκδ. C. de Boor, τόμ. 2, σ. 707, 2.

[ back ] 84. Laila ‛Abdul-Djawwād, Τὸ Βυζαντινὸν Κράτος ἐπὶ τοῦ Ἡρακλείου, σ. 362.

[ back ] 85. Ἀ. Στράτου, Τὸ Βυζάντιο στὸν Ζ΄ αι., τόμ. γ΄, σ. 57.

[ back ] 86. Al-Tabari, Tarikh, τόμ. 2, σ. 341.

[ back ] 87. Andre Guillou, “Prise de Gaza par les Arabes au VIIéme siècle”, BCH 71, (1957), σσ. 396-404.

[ back ] 88. PMBZ, (#8548), σσ. 74-75.

[ back ] 89. Al-Tabari, Tarikh, τόμ. 2, σ. 342.

[ back ] 90. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, 337. Διὰ πλείονας πληροφορίας βλ. John Haldon, Οἱ Πόλεμοι τοῦ Βυζαντίου, Ἀθήνα 2004, σσ. 90-101.

[ back ] 91. Ὁ Ἀτζναντὶν εἶναι τόπος εἰς τὴν Παλαιστίνην, πλησίον τῆς Βηθλεέμ, βλ. Yaqut, Mujam Al-Buldan, τόμ. 1, σσ. 103, 104, Al-Tabari, Tarikh, τόμ. 2, σ. 346.

[ back ] 92. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, σ. 337, 23.

[ back ] 93. R. Schick, The Christian Communities of Palestine from Byzantine to Islamic Rule, σ. 71.

[ back ] 94. Al-Tabari, Tarikh, τόμ. 2, σ. 355, Νικηφόρου, Ἱστορία Σύντομος, ἔκδ. C. de Boor, 23.

[ back ] 95. Al-Βaladhuri, Futuh al-Buldan, τόμ. 1, σ. 121.

[ back ] 96. Laila ‛Abdul-Djawwād, Τὸ Βυζαντινὸν Κράτος ἐπὶ τοῦ Ἡρακλείου, σ. 367, Ἀ. Στράτου, Τὸ Βυζάντιο στὸν Ζ΄ αἰ., τόμ. γ΄, σ. 64.

[ back ] 97. Al-Βaladhuri, Futuh al-Buldan, τόμ. 1, σ. 122.

[ back ] 98. R. Schick, The Christian Communities of Palestine from Byzantine to Islamic Rule, σ. 68, Ὁ Al-Tabari ἀναφέρει ὅτι ὅτε ἐπλησίασαν οἱ Μουσουλμάνοι, οἱ κάτοικοι τῆς Πέλλας ἔφυγαν καὶ ἐπιεδίωξαν νὰ καταφύγουν εἰς τὴν Βαιθσάν ἢ Βασάν (Σκυθόπολιν). Οὕτως ἀνοίγεται ὁ δρόμος πρὸς τὴν Δαμασκόν, Al-Tabari, Tarikh, τόμ. 2, σ. 359.

[ back ] 99. Al-Βaladhuri, Futuh al-Buldan, τόμ. 1, σσ. 122, 128.

[ back ] 100. Νικηφόρου, Ἱστορία Σύντομος, ἔκδ. C. de Boor, 23.

[ back ] 101. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, 337,10-11.

[ back ] 102. Ὁ ποταμὸς Ἱερομύαξ σήμερον ὀνομάζεται Sheriat Al-Menadire. Πηγάζει ἀπὸ τὰ ὅρη Χαρρᾶν καὶ ῥέει πρὸς δυσμάς. Διασχίζει τὴν κοιλάδα Wadi Al-Ramad καὶ ἐκβάλλει εἰς τὸν ποταμὸν Ἰορδάνην νοτίως τῆς λίμνης Τιβεριάδος. βλ. YARMUK, ἐν Encyclopedia of Islam, ὑπὸ W. E. Kaegi, τόμ. 11, σσ. 290-292.

[ back ] 103. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, 338, 6.

[ back ] 104. Διὰ περαιτέρω πληροφορίας βλ. John Haldon, Οἱ Πόλεμοι τοῦ Βυζαντίου, σσ. 90-101.

[ back ] 105. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, 338,9-10.

[ back ] 106. «Τότε οἱ Σαρακηνοὶ νικήσαντες λαμπρῶς ἐπὶ τὴν Δαμασκὸν ἔρχονται καὶ ταύτην παραλαμβάνουσι καὶ τὰς χώρας τῆς Φοινίκης», Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, 338, 11, «καὶ ὑπέταξε πᾶσαν τὴν Συρίαν τοῖς Σαρακηνοῖς», Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, 339, 34.

[ back ] 107. Al-Baladhuri, Futuh al-Buldan, τόμ. 1, σ. 141.

[ back ] 108. R. Shick, The Christian Communities of Palestine from Byzantine to Islamic Rule, σ. 68.

[ back ] 109. Al-Baladhuri, Futuh al-Buldan, τόμ. 1, σ. 142. καὶ Al-Tabari, Tarikh, τόμ. 2, σ. 131, βλ. καὶ N. H. Baynes-H. ST. L. B. Moss, Βυζάντιο, σ. 170.

[ back ] 110. W. Treadgold, A History of the Byzantine State and Society, Stanford 1997, σ. 304.

[ back ] 111. Ἰ. Καραγιαννοπούλου, Ἱστορία Βυζαντινοῦ Κράτους, τόμ. β΄ (565-1081), σ. 70.

[ back ] 112. Laila ‛Abdul-Djawwād, Τὸ Βυζαντινὸν Κράτος ἐπὶ τοῦ Ἡρακλείου, σ. 384.

[ back ] 113. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, σ. 339,15-32.

[ back ] 114. Γεωργίου Κεδρηνοῦ, Σύνοψις Ἱστοριῶν, τόμ. 1, σ. 746.

[ back ] 115. Κων. Πορφυρογεννήτου, Ἔκθεσις τῆς βασιλείου τάξεως, ἔκδ. G. Moravcsik, 2η ἔκδ. [CFHB, Washington 1967], κεφ. 19.

[ back ] 116. Soliman S. Farouk, “Saint Sophronius’ Image in al-Waqidi’s Futuh Al Sham”, δημοσιεύεται προσεχῶς ἐν Craeco Arabica.

[ back ] 117. Κ. Γ. Μπόνης, Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων ὡς θεολόγος, ἐγκωμιαστὴς καὶ ὑμνογράφος, Ἀθῆναι 1964, σ. 14.

[ back ] 118. Χ. Παπαδοπούλου, Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, ἐν Ἱεροσολύμοις καὶ Ἀλεξανδρείᾳ 1910, σ. 257.

[ back ] 119. J. Pahlitzsch, Graeci und Suriani im Palastina der Kreuzfahrerzeit, Berliner Historiche Studien Band 33, Dunker and Hamblot Berlin 2001, σ. 41.

[ back ] 120. Laila ‛Abdul-Djawwād, Τὸ Βυζαντινὸν Κράτος ἐπὶ τοῦ Ἡρακλείου, σ. 384.

[ back ] 121. D. Woods, “The 60 Martyrs of Gaza and the Martyrdom of Bishop Sophronius of Jerusalem”, ARAM 15, (2003), σσ. 129-150.

[ back ] 122. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, σ. 341, 21.

[ back ] 123. Α. Στράτου, Τὸ Βυζάντιο στὸν Ζ΄ αἰ., τόμ. γ΄, σ. 97.

[ back ] 124. R. Η. Charles, Τhe Chronicle of John Coptic Bishop of Nikiu, σ. 1.

[ back ] 125. Al-Baladhuri, Futuh al-Buldan, I, σ. 214, M. M. Mazzaoui, “The Conquest of Alexandria According to the Early Arab Historians: A Critical Appraisal”, Craeco-Arabica 5, (1993), σσ. 167-175.

[ back ] 126. Α. Butler, The Arabic Conquest of Egypt, σ. 229.

[ back ] 127. Al-Yaqubi, Tarikh, τόμ. 2, σ. 148.

[ back ] 128. Abul Mahasin Ibn Taghri Bardi, Al-nujum al-zahira fi tarikh Misr wal-Qahira, τόμ. 1, σ. 31.

[ back ] 129. Ἰωάννου Νικίου, Χρονικόν, κεφ. 112,1-5, (μτφρ).

[ back ] 130. Α. Butler, The Arabic Conquest of Egypt, σ. 251.

[ back ] 131. Ἰωάννου Νικίου, Χρονικόν, κεφ. 112,1-5, (μτφρ).

[ back ] 132. Abul Mahasin Ibn Taghri Bardi, Al-nujum al-zahira fi tarikh Misr wal-Qahira, τόμ. 1, σ. 8.

[ back ] 133. Laila ‛Abdul-Djawwād, Τὸ Βυζαντινὸν Κράτος ἐπὶ τοῦ Ἡρακλείου, σσ. 402-404.

[ back ] 134. Abul Mahasin Ibn Taghri Bardi, Al-nujum al-zahira fi tarikh Misr wal-Qahira, τόμ. 1, σ. 16.

[ back ] 135. Al-Nuwayri, Nihayat al-arab, σ. 11564.

[ back ] 136. Abul Mahasin Ibn Taghri Bardi, Al-nujum al-zahira fi tarikh Misr wal-Qahira, τόμ. 1, σσ. 74-75.

[ back ] 137. Ἰωάννου Νικίου, Χρονικόν, κεφ. 117, (μτφρ).

[ back ] 138. Αὐτόθι, κεφ. 119,3, 4, (μτφρ).

[ back ] 139. Al-Baladhuri, Futuh al-Buldan, 1, σ. 222.

[ back ] 140. Al-Nuwayri, Nihayat al-arab, σ. 11734.

[ back ] 141. Laila ‛Abdul-Djawwād, Τὸ Βυζαντινὸν Κράτος ἐπὶ τοῦ Ἡρακλείου, σ. 415.

[ back ] 142. A. Butler, The Arabic Conquest of Egypt, σ. 489.

[ back ] 143. Ἰωάννου Νικίου, Χρονικόν, κεφ. 116, 13, (μτφρ).

[ back ] 144. Ἰωάννου Νικίου, Χρονικόν, κεφ. 121, (μτφρ).

[ back ] 145. J. R. Zaborowski, “Egyptian Christians Implicating Chalcedonians in the Arab Takeover of Egypt”, Oriens Christianus 87, (2003), σ. 111, H. Chadwick, John Moschus and his Friend Sophronius the Sophist, Journal of Theological Studies 25, (1974), σσ. 41-74.

[ back ] 146. F. M. Donner, The Early Islamic Conquests, Princeton 1981, σ. 269.

[ back ] 147. D. J. Constantelos, “The Moslem Conquests of the Near East”, σ. 340.

[ back ] 148. Khalīfa Ibn Khayyāt, Tarikh, τόμ. 1, σ. 144.

[ back ] 149. Ibn Abdul Moni’m Al Himyari, Ar-rawd al me’ tar fi khabar al aqtar, ἔκδ. Ihsan Abbas, Κάιρον 1975, σ. 125.

[ back ] 150. Ἰ. Καραγιαννοπούλου, Ἱστορία Βυζαντινοῦ Κράτους, τόμ. β΄ (565-1081), σ. 77.

[ back ] 151. F. Trombley, “Sawirus Ibn Al-Muqaffa and the Christians of Umayyad”, Papyrology and the History of eralt Islamic Egypt, ἔκδ. P. M. Sijpesteijn and L. Sundelin, Brill 2004, σ. 200.

[ back ] 152. Ἡ οἰκοδόμησις καὶ ἡ ἐπάνδρωσις τοῦ Ἀραβικοῦ στόλου ἐβασίσθη εἰς τὰς ἀπαιτήσεις τῶν Χριστιανῶν τεχνιτῶν καὶ τῶν μελῶν τοῦ πληρώματος. Μόνον οἱ μαχηταὶ εἰς τὰ σκάφη ἦσαν Ἄραβες, βλ. A. Papaconstantinou, “Confrontation, Interaction, and the Formation of the Early Islamic Oikoumene”, REB 63, (2005), σ. 171.

[ back ] 153. L. Brehier, “La marine de Byzance du VIII au XI Siecle”, Byzantion XIX, (1949), σσ. 1-2.

[ back ] 154. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, σσ. 343,31, 344,1, Al-Siuti, Tarikh al-khulafaa’, τόμ. 1, σ. 155.

[ back ] 155. A. D. Beihammer, “The First Naval Campaigns of the Arabs against Cyprus (649-653): A Re-Examination of the Oriental Source Material”, Graeco-Arabica 9and10, (2004), σσ. 47-68.

[ back ] 156. Ὁ τῆς Ῥόδου Κολοσσὸς ἦτο ἔργον τοῦ Χάρητος τοῦ Λινδίου, βλ. Ἑλληνικὴ Ἀνθολογία, 16, 82.

[ back ] 157. Γεωργίου Μοναχοῦ, Χρονικόν, (βιβλ. 1-4), 1-4, 716, 10.

[ back ] 158. Al-Tabari, Tarikh, τόμ. 2, σ. 620.

[ back ] 159. R. Schick, The Christian Communities, σ. 85.

[ back ] 160. Hugh Kennedy, “The Decline and Fall of the 1st Islamic Empire”, Der Islam 81, (2004), σσ. 3-30.

[ back ] 161. Al-Siuti, Tarikh al Khulafaa, ἔκδ. M. Mohey Al-Din Abdul Hamed, Κάιρον 1952, τόμ. 1, σ. 194.

[ back ] 162. P. Lemerle, Ὁ Πρῶτος Βυζαντινὸς Οὐμανισμός, σ. 30, Ibrahim A. Al-Adawi, The History of the Islamic World, μέρ. 1, Κάιρον χ.χ., σσ. 163, 167 (Ἀραβιστί).

[ back ] 163. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, σ. 347, 28.

[ back ] 164. De Lacy O’ Leary, How Greek Science Passed to the Arabs, London 1962, σ. 135.

[ back ] 165. PMBZ, (#18), σσ. 6-8.

[ back ] 166. J. Meyendorff, “Byzantine Views of Islam”, DOP 18, (1964), σσ. 113-132.

[ back ] 167. B. Hemmerdinger, “La culture grecque classique du VIIe au IXe siècle”, σ. 128.

[ back ] 168. Kamal Al-Yazji, Yuhanna Al-Dimashqi: Arauhu al-lahutiya wa masail ilm al-kalam, (Ἰωάννης Δαμασκηνός : αἱ θεολογικαὶ του ἀπόψεις καὶ θέματα Ἰσλαμικῆς Θεολογίας), Λίβανος 1984, σ. 74.

[ back ] 169. Νικηφόρου, Ἱστορία Σύντομος, ἔκδ. C. de Boor, 66, 9.

[ back ] 170. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, σ. 365, 23, As-Suly, Adab al-kuttab, σ. 296, Τὸ Ἀραβικὸν χειρόγραφον τοῦ Βίου τοῦ Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, γεγραμμένον ὑπὸ τοῦ Μοναχοῦ Μιχαὴλ τοῦ Ἀντιοχέως (1085 μ.Χ.) ἀναφέρεται εἰς τὸν πατέρα τοῦ Ἰωάννου ὡς βασιλίσκον, βλ. Kamal Al-Yazji, Yuhanna Al-Dimashqi: Arauhu al-lahutiya, σσ. 28, 29.

[ back ] 171. W. Kaegi, Byzantium and the Early Islamic Conquests, σσ. 108, 109, 124.

[ back ] 172. Κατὰ τὸν W. Kaegi ὁ Μανσοῦρ δὲν εἶχε ῥόλον εἰς τὴν κατάκτησιν τῆς Συρίας, διότι δὲν ἐγένοντο διαπραγματεύσεις περὶ τῆς πόλεως, ἐπειδὴ τὴν κατέκτησαν οἱ Ἄραβες πολεμικῶς καὶ οὐχὶ εἰρηνικῶς. βλ. σσ. 108, 109, 120, 124, 125, 134. Ἀντιθέτως εἶχε τὴν δυσαρέσκειαν τοῦ Ἡρακλείου καὶ τῶν Βυζαντινῶν ἡγετῶν. Ὡς κύριος βυζαντινὸς διοικητὴς τῆς Δαμασκοῦ ἠρνήθη νὰ παράσχῃ εἰς τὸν Γενικὸν Ἡγέτην Βαάνην τὸν ζητούμενον φόρον.

[ back ] 173. Al-Tabari, Tarikh, τόμ. 3, σ. 264.

[ back ] 174. Αὐτόθι, τόμ. 3, σ. 264, βλ. καὶ PMBZ, (#8595), σ. 98.

[ back ] 175. PMBZ, (#4864), σ. 189.

[ back ] 176. Ibn Abd Rabbu Al-Andalusy, Al-iqd al Farid, Boulaq 1875, σ. 2740. Κατὰ τὸν ἴμπν ἀλ-Ναντὶμ ὁ Σέργιος ὁ τοῦ Μανσοῦρ ἦτο ἀρχειοφύλαξ ἐπὶ τοῦ Μωαβία μόνον, κατόπιν ἀνέλαβεν ὁ υἱός του ὁ ἐπικληθεὶς Μανσοῦρ ὁ τοῦ Σεργίου, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Ibn Al-Nadim, Al-Fihrist, τόμ. 1, σ. 338.

[ back ] 177. Εἶναι ὁ Κόπτης Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας Said Ibn Batriq (877-940), βλ. Εὐτυχίου Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, Χρονικά, Louvain 1954 (CSCO) 50/51, Scriptores Arabici 6/7, PMBZ, Prolegomena, σσ. 235-236.

[ back ] 178. De Lacy O’ Leary, How Greek Science passed to the Arabs, σ. 138, E. Kaegi, Byzantium and the Early Islamic Conquests, σ. 124.

[ back ] 179. Al-Tabari, Tarikh, τόμ. 3, σσ. 264, 275, Ibn Abdul Wahid as-Shaybany, Al-Kamil fi-l Tarikh, ἔκδ. Abul Fida al Qady, 10 τόμοι, Βηρυτός 1995, τόμ. 3, σ. 372.

[ back ] 180. De Lacy O’ Leary, How Greek Science Passed to the Arabs, σ. 138, βλ. καὶ Kamal Al-Yazji, Yuhanna Al-Dimashqi: Arauhu al-lahutiya, σσ. 74, 75.

[ back ] 181. D. J. Constantelos, “The Moslem Conquests of the Near East”, σ. 327.

[ back ] 182. H. A. R. Gibb, “Arab-Byzantine Relations under the Umayyad Caliphate”, DOP 12, (1958), σσ. 221-233.

[ back ] 183. Al-Tabari, Tarikh, τόμ. 4, σ. 48.

[ back ] 184. Khalīfa Ibn Khayyāt, Tarikh, τόμ. 1, σ. 230.

[ back ] 185. D. J. Constantelos, “The Moslem Conquests of the Near East”, σ. 340.

[ back ] 186. Maria Leontsini, “Some Observations on the Relations Between Byzantium and the Umayyads: Recognition and Repugnance”, ἐν Cultural Relations Between Byzantium and the Arabs, (ἔκδ.) Yacoub Yousef al-Hijji and Vassilios Christides, Athens 2007, σσ. 103-112.

[ back ] 187. Al-Yaqubi, Ta’rikh, 2 τόμοι, Βηρυτός, χ.χ., τόμ. 2, σ. 217. Ἡ σημαντικὴ Μουσουλμανικὴ πηγὴ τοῦ ἴμπν Σάαντ, ὁμιλοῦσα περὶ τοῦ Ἄμπντ ἀλ-Μάλικ ἀναφέρει ὅτι ἡ πρώτη καθιέρωσις τῶν Ἰσλαμικῶν στρατώνων παραχειμάσεως εἰς τὸ Ἄρντ ἀλ-Ῥοῦμ (Βυζαντινὰ ἐδάφη) ἐγένετο τὸ 42 Ἑγ.=662-663 μ.Χ, βλ. W. E. Kaegi, “The Earliest Muslim Penetrations into Anatolia”, Βυζαντινὸ Κράτος καὶ Κοινωνία, Μνήμη Νίκου Οἰκονομίδη, Ἰνστιτοῦτο Βυζαντινῶν Ἐρευνῶν, Ἐθνικὸ Ἵδρυμα Ἐρευνῶν, Ἀθήνα 2003, σσ. 296-282.

[ back ] 188. P. Lemerle, Ὁ Πρῶτος Βυζαντινὸς Οὐμανισμός, σ. 99.

[ back ] 189. Ahmed M. Shboul, “Byzantium and the Arabs: The Image of the Byzantines as Mirrored in the Arabic Literature”, Proceedings of the First Australian Byzantine Studies Conference, ἔκδ. Elizabeth Jeffreys, Michael Jeffreys and Ann Moffat, Canberra 1978, σσ. 43-68, Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, σ. 345, 16.

[ back ] 190. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, σ. 354, 14, Γεωργίου Μοναχοῦ, Χρονικόν, (βιβλ. 1-4), 727, 16.

[ back ] 191. Ἡ ναυτικὴ πολιορκία τῆς ΚΠόλεως ἀναφέρεται λεπτομερῶς ὑπὸ Θεοφάνους τοῦ ὁμολογητοῦ, Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, σ. 396.

[ back ] 192. N. H. Baynes–L. B. Moss, Βυζάντιο, σ. 431.

[ back ] 193. Αὐτόθι, σσ. 440, 441.

[ back ] 194. Robert S. Lopez, “The Role of Trade in the Economic Readjustment of Byzantium in the Seventh Century”, DOP 13, (1959), σσ. 67-85.

[ back ] 195. H. A. R. Gibb, “Arab-Byzantine Relations under the Umayyad Caliphate”, σ. 231.

[ back ] 196. N. H. Baynes–L. B. Moss, Βυζάντιο, σ. 443.

[ back ] 197. Ahmed Amin, Fajr Al-Islam, σ. 138. Εἰδικῶς ὡς πρὸς τὰς Ἑλληνικὰς λέξεις τοῦ Κορανίου βλ. Ἀλὺ Νούρ, Τὸ Βυζάντιον καὶ τὸ Κόρανιον, ἐν Ἀθήναις 1970, σσ. 77-79.

[ back ] 198. A. Papaconstantinou, “Confrontation, Interaction, and the Formation of the early Islamic Oikoumene”, REB 63, (2005), σ. 172.

[ back ] 199. H. A. R. Gibb, “Arab-Byzantine Relations under the Umayyad Caliphate”, σ. 223, βλ. καὶ A. Silvestrein, “Documentary Evidence for the Early History of the Barid”, Papyrology and the History of eralt Islamic Egypt, ἔκδ. P. M. Sijpesteijn and L. Sundelin, Brill 2004, σ. 155.

[ back ] 202. Gabriela Bijovsky, “A Hoard of Byzantine Solidi from Beit Shean in the Umayyad Period”, XX e Congres Internationale des etudes Byzantines, College de France-Sorbonne, Paris 2001, σ. 233, Alan Walmsley, “Coin Frequencies in Sixth and Seven Century Palestine and Arabia: Social and Economic Implications”, Journal of the Economic and Social History of the Orient 42, (1999), σσ. 326-350.

[ back ] 203. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, 365, 8. βλ. καὶ Al-Tabari, Tarikh, τόμ. 3, σ. 516.

[ back ] 204. Al-Tabari, Tarikh, τόμ. 3, σ. 576.

[ back ] 205. James D. Breckenridge, “The Iconoclasts’ Image of Christ”, Gesta 11, (1972), σσ. 3-8.

[ back ] 206. Abul Mahasin Ibn Taghri Bardi, Al-nujum al-zahira fi tarikh Misr wal-Qahira, τόμ. 1, σ. 193.

[ back ] 207. Michael Bates, “Byzantine Coinage and its Imitations, Arab Coinage and its Imitations: Arab-Byzantine Coinage”, ARAM 6, (1994), σσ. 381-403, W. Kaegi, Byzantium and the Early Islamic Conquests, παρουσιάζει ὁ Kaegi εἰς τὸ προαναφερθὲν βιβλίον του πολλὰ δείγματα κερμάτων καὶ Βυζαντινῶν καὶ Ἀραβικῶν, βλ. σ. 209.

[ back ] 208. Ahmed Amin, Fajr Al-Islam (Ἡ αὐγὴ τοῦ Ἰσλάμ), Κάιρον 1933, σ. 93.

[ back ] 209. Αὐτόθι, σ. 94.

[ back ] 210. N. H. Baynes–L. B. Moss, Βυζάντιο, Τὸ Βυζάντιο καὶ τὸ Ἰσλάμ, σσ. 428-449.

[ back ] 211. H. A. R. Gibb, “Arab-Byzantine Relations under the Umayyad Caliphate”, σ. 232.

[ back ] 212. S. Vryonis, “Byzantium and Islam, Seven-Seventeenth Century”, σ. 223.

[ back ] 213. Τὸ ἀλ-Φίχριστ τοῦ ἴμπν ἀλ-Ναντὶμ ἀναφέρει ὅτι αἱ ἀρχειακαὶ μεταρρυθμίσεις ἐκ τῶν Ἑλληνικῶν εἰς τὰ Ἀραβικὰ ἐγένοντο ἐπὶ τοῦ Χισὰμ τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἄμπντ ἀλ-Μάλικ, Ibn Al-Nadim, Al-Fihrist, τόμ. 1, σ. 338.

[ back ] 214. Ibn Khaldūn, Al-Muqaddima, 5η ἔκδ. Βηρυτός 1984, τόμ. 1, σ. 244.

[ back ] 215. Αὐτόθι, τόμ. 1, σ. 237.

[ back ] 216. Ὁ Ἡράκλειος καθιέρωσε ὡς ἐπίσημον γλῶσσαν τὴν Ἑλληνικήν, ἀφοῦ καθιέρωσε διὰ ἑαυτὸν τὸν τίτλον «Βασιλεύς» τὸ ἔτος 629, δηλ. ἡ Ἑλληνικὴ ἔμεινεν ἡ ἐπίσημος γλῶσσα τῆς διοικήσεως ἀπὸ τοῦ 629 ἕως τὸ 708, δηλ. περίπου 80 ἔτη, ὅπου ἀντεκατέστη ὑπὸ τῆς Ἀραβικῆς κατ’ ὑποταγὴν τοῦ ἀλ-Οὐαλὶντ Α΄, βλ. S. Brock, “From Antagonism to Assimilation: Syriac Attitudes to Greek Learning”, σσ. 22, 23.

[ back ] 217. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, 376, 2.

[ back ] 218. Αὐτόθι.

[ back ] 219. Αὐτόθι.

[ back ] 220. Sayeda Al-Kashif, Misr fi asr al-wulaa, Κάιρον χ.χ. σ. 120, (Αραβιστί).

[ back ] 221. H. A. R. Gibb, “Arab-Byzantine Relations under the Umayyad Caliphate”, σ. 232.

[ back ] 222. PMBZ, (#2593), σ. 142.

[ back ] 223. Κατὰ τὸν ἴμπν ἀλ-Ναντὶμ τὰ ἀρχεῖα μετεβλήθησαν ἐκ τῶν Ῥωμαϊκῶν (Ἑλληνικῶν) εἰς τὰ Ἀραβικὰ ἐπὶ τοῦ Ἄμπντ ἀλ-Μάλικ ἢ Χισὰμ τοῦ Ἄμπντ ἀλ-Μάλικ, Al-Fihrist, τόμ. 1, σ. 338. Καὶ κατὰ τὸν Ibn Abd Rabbu Al-Andalusy, τὰ ἀρχεῖα μετεβλήθησαν ἐπὶ τοῦ ἀλ-Οὐαλίντ, βλ. Ibn Abd Rabbu Al-Andalusy, Al-iqd al Farid, σ. 3204.

[ back ] 224. Τὸ πλῆρες αὐτοῦ ὄνομα εἶναι Μοχάμεντ ἴμπν Ἄχμεντ ἴμπν Ἄμπι Μπᾶκρ ἀλ-Μακντίσι. Ἐγεννήθη εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα κατὰ τὸν 10ον μ. Χ. αἱ. καὶ περιῆγεν εἰς τὰ περίχωρα τῆς Συρίας καὶ ὅσα εἶδεν εἰκεῖ κατέγραψεν εἰς ἐν σύγγραμμᾳ γεωγραφικοῦ περιεχομένου τὸ ὁποῖον θεωρεῖται τὸ σημαντικώτερον αὐτοῦ μὲ τίτλον Ἄχσαν ἄλ-Τακασίμ.

[ back ] 225. R. Schick, “Archaeological Sources for the History of Palestine: Palestine in the Early Islamic Period: Luxuriant Legacy”, Near Eastern Archaeology 61, (1998), σσ. 74-108.

[ back ] 226. M. Ibn Ahmed Al-Maqdisi, Ahsan al-Taqasim fi marifat al-aqalim, ἔκδ. Ghazi Tulaymat, Damascus 1980, σσ. 148, 149.

[ back ] 227. Κατὰ τὸν Θεοφάνην ὁ Ἄμπντ ἀλ-Μάλικ εἶναι ἐκεῖνος ὅστις ἠθέλησε νὰ οἰκοδομήσῃ τὸν «Ναὸν τῆς Μέκκας», διὰ τοῦτο ἐζήτησε νὰ λάβῃ τοὺς κίονας τῆς ἁγίας Γεσθημανῆ, ἀλλὰ ὁ Σέργιος, ὁ υἱὸς τοῦ Μανσοῦρ, τὸν παρεκάλεσε νὰ μὴ γίνῃ τοῦτο καὶ ἔπεισε τὸν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανὸν νὰ στείλῃ εἰς τὸν Ἄμπντ ἀλ-Μάλικ ἄλλους ἀντὶ αὐτῶν, ὅπερ καὶ ἐγένετο, βλ. Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, 365, 24 ἑξ.

[ back ] 228. Τὸ πλέον φιλόδοξον καὶ δαπανηρὸν ἔργον τοῦ ἀλ-Οὐαλὶντ ἦτο τὸ «Μέγα Τέμενος» τῆς Δαμασκοῦ. Ἐστοίχισε ἔσοδα φορολογίας ἑπτὰ χρόνων ἀπὸ τὴν Συρίαν καὶ δεκαοκτὼ φορτία πλοίων μὲ χρυσοῦν καὶ ἄργυρον ἀπὸ τὴν Κύπρον ἐκτὸς ἀπὸ οἱανδήποτε ἄλλην συμβολὴν τοῦ Βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος. Ὁ ἀλ-Οὐαλὶντ ἔπρεπε νὰ ἀγοράσῃ πρῶτον τὸν μητροπολιτικὸν ναὸν τοῦ Ἰωάννου Βαπτιστοῦ ἀπὸ τὴν χριστιανικὴν κοινότητα.

[ back ] 229. N. H. Baynes–L. B. Moss, Βυζάντιο, σ. 441.

[ back ] 230. Al-Tabari, Tarikh, τόμ. 4, σ. 30. Ὁ ἀλ-Μπαλάδουρι μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ὁ Μωαβίας ἠθέλησε νὰ μεγαλώσῃ μὲ ὑλικὰ ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Ἰωάννου Βαπτιστοῦ τὸ Τέμενος τῆς Δαμασκοῦ ἀλλὰ οἱ ἐκεῖ Χριστιανοὶ ἠρνήθησαν καὶ ὁ Ἄμπντ ἀλ-Μάλικ προσέφερε διὰ τοῦτο χρήματα ἀλλὰ πάλιν ἠρνήθησαν. Ὁ ἀλ-Οὐαλὶντ τὸ 86 Ἑγ. (=707 μ.Χ.) προσέφερε πολλὰ χρήματα ἀλλὰ καὶ πάλιν ἠρνήθησαν καὶ τότε ἠπείλησε τοὺς χριστιανοὺς ὅτι θὰ ἐκρήμνιζε τὸν ναὸν καὶ πράγματι ἤρχισε νὰ τὸν κρημνίζῃ καὶ νὰ εἰσάγῃ ὑλικὰ εἰς τὸ τέμενος, Al-Baladhuri, Futuh al-Buldan, τόμ. 1, σ. 250.

[ back ] 231. V. Christides, “Periplus of the Arab-Byzantine Cultural Relation”, ἐν Cultural Relations Between Byzantium and the Arabs, (ἔκδ.) Yacoub Yousef al-Hijji and Vassilios Christides, Athens 2007, σσ. 29-52.

[ back ] 232. Ἡ πελατειακὴ σχέσις ἀπὸ τὴν Ἰσλαμικὴν ἄποψιν τοῦ χαλίφου ἀλ-Οὐαλὶντ σημαίνει ἡ σχέσις ἥτις δύναται νὰ ἀναπτυχθεῖ μεταξὺ τοῦ χαλιφάτου καὶ τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, μὲ βάσιν τὴν ἱκανοποίησιν τῶν αἰτημάτων αὐτοῦ δια μέσῳ τοῦ ἀνταλλάγματος, ἀλλὰ ὁ Βυζαντινὸς αὐτοκράτορας ἐθεώρει τὸ θέμα δεῖγμα γενναιοδωρίας του, δηλ. νὰ προσφέρει χωρὶς νὰ περιμένει τὸ ἀντίδωρον. Ἡ πολιτικὴ αὐτὴ σχέσις ὁμοιάζει τὰς σχέσεις αἱ ὁποῖαι ἀναπτύσσονται ἀνὰ μέσον τῶν πολιτικῶν κομμάτων καὶ τῶν ψηφοφόρων, ὅτε ὡς ἀντάλλαγμα τῆς ψήφου τίθεται ἡ ἱκανοποίησις αἰτημάτων διὰ προσωπικὴν ἐξυπηρέτησιν τῶν ψηφοφόρων.

[ back ] 233. H. Aigner, “Athletic Images in the Umayyad Palace of Qasr Amra in Jordan: Examples of Body Culture or Byzantine Representation in Early Islam?”, History of Sport 17, (2000), σσ. 159-164, Garth Fowden and E. K. Fowden, “Hellenism and the Umayyads”, μέρ. I, Qusayr Amra, σσ. 25-145, ἐν Studies on Hellenism, Christianity and the Umayyads, Κέντρον Ἑλληνικῆς καὶ Ῥωμαϊκῆς ἀρχαιότητος εἰς τὸ Ἐθνικὸν Ἵδρυμα Ἐρευνῶν, Μελετήματα 37, Ἀθήνα 2004.