ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ: ΕΙΣ ΤΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΠΡΩΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ (Ζ’ & Η’)

  Use the following persistent identifier: http://nrs.harvard.edu/urn-3:hul.ebook:CHS_Soliman.Ta_Ellinika_Grammata.2007.


ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΙΣ ΤΗΣ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΕΙΣ ΣΥΡΙΑΝ, ΠΑΛΑΙΣΤΙΝΗΝ ΚΑΙ ΑΙΓΥΠΤΟΝ ΠΡΟ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ (Δ΄, Ε΄ ΚΑΙ Ϛ΄ ΑΙΩΝΕΣ)

1. Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ

Μεταξὺ τῶν πόλεων τῆς Μ. Ἀσίας κατὰ τὸν β΄ μ.Χ. αἰ., εἰς τὴν πλέον ἀκμάζουσαν περίοδον τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, [1] ἡ Ἔφεσος, ἡ Σμύρνη καὶ ἡ Πέργαμος ἦσαν τὰ κορυφαῖα κέντρα τῆς σοφιστικῆς. Κατὰ τὸν δ΄ μ.Χ. αἰ. ὅμως ἐσκιάσθησαν τὰ κέντρα ταύτα ὑπὸ τῆς Ἀντιοχείας, ἥτις κατέστη μία ἐκ τῶν μεγάλων πόλεων τοῦ Μεσογειακοῦ κόσμου συναριθμουμένη ὁμοῦ μὲ τὴν Ἀλεξάνδρειαν, τὴν Ῥώμην καὶ τὴν Καρχηδώνα καὶ μὲ τὴν ΚΠολιν, μετὰ τὴν ἵδρυσίν της τὸ 330 μ.Χ. [2] Ἡ Ἀντιόχεια, ἥτις συχνὰ ἐτιμᾶτο μὲ τὴν παρουσίαν τῶν αὐτοκρατόρων, [3] ἐθεωρεῖτο μεγάλη πόλις τῆς Ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς, διὰ δὲ τὴν πνευματικήν της ἀκμὴν ὠνομάσθη «Συριάδες Ἀθῆναι», [4] ὅθεν ὁ Ῥωμαῖος κατακτητὴς τῆς Συρίας, κατὰ τὸν Ἰωάννην Μαλάλαν, ἐτίμησε τοὺς Ἀντιοχεῖς «ὡς ἐκ γένους Ἀθηναίους ὄντας». [5] Ὁ Κικέρων τὴν ἐχαρακτήρισεν ὡς «τὴν ὡραίαν μέλισσαν τῆς Ἀνατολῆς»: (Orientis apis pulcher). [6]

Ἐκάρη μοναχὸς εἰς τὴν μονὴν τοῦ Ἁγίου Εὐπρεπίου, πλησίον τῆς Ἀντιοχείας, ὅπου ἐμελέτησεν εἰς βάθος τὰ βιβλικὰ κείμενα καὶ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς συγγραφεῖς. Τὸ 423 ἐχειροτονήθη ἐπίσκοπος εἰς τὴν μικρὰν πόλιν Κύρου (ἢ Κύρρου) καὶ ἀπὸ τὸ 428 ὑπεστήριζε τὸν φίλον του Νεστόριον εἰς τὴν χριστολογικὴν διαμάχην πρὸς τὸν ἅγιον Κύριλλον Ἀλεξανδρείας, τοῦ ὁποίου ἐγένετο ἐπικριτής.

Ὁ Θεοδώρητος ὑπῆρξεν ἐκ τῶν γονιμωτέρων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων τοῦ ε΄ αἰ. ἀφοῦ ὁ Φώτιος ἀριθμεῖ περίπου 27 ἔργα του. [38] Τοῦ ὀφείλομεν πραγματείας περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος [39] καὶ περὶ τῆς τοῦ Κυρίου ἐνανθρωπήσεως, [40] ἔργα πολεμικὰ κατὰ αἱρετικῶν (Ἀρειανισμοῦ, Μονοφυσιτισμοῦ κλπ.) ὅπως τὸ ἔργον (Αἱρετικῆς Κακομυθίας Ἐπιτομή) [41] καὶ ἔργα ἀπολογητικά, ὅπως (Ἑλληνικῶν Θεραπευτικὴ Παθημάτων). [42] Ἐρανιστής [43] του ἀποκαθιστᾷ πλήρως τὴν διάκρισιν μεταξὺ θείας καὶ ἀνθρωπίνης φύσεως εἰς τὸν Χριστόν. Τὸ ἑρμηνευτικόν του ἔργον συμπεριλαμβάνει τοὺς Ψαλμούς (Ἑρμηνεία εἰς τοὺς Ψαλμούς), τὸ ᾎσμα τῶν Ἀσμάτων, τοὺς προφήτας ὅπως (Ἑρμηνεία εἰς τὸν Προφήτην Ἡσαΐαν) καὶ τὰς ἐπιστολὰς τοῦ Παύλου. Ἠσχολήθη ἐπίσης μὲ τὴν ἱστορίαν. Ἔχομεν ἐξ αὐτοῦ τὴν Ἐκκλησιαστικὴν Ἱστορίαν [44] ἀπὸ 323 ἕως τὸ 429, σπουδαιοτάτην διὰ τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἀντιοχείας. Δεῖγμα τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου εἶναι ἡ Φιλόθεος Ἱστορία. [45] Πρόκειται περὶ συλλογῆς ἐποικοδομητικῶν διηγήσεων ὁμοίας πρὸς τὴν Λαυσαϊκὴν Ἱστορίαν τοῦ Παλλαδίου. Αἱ 147 κομψαὶ Ἐπιστολαί του [46] ἀποτελοῦν πηγὴν πληροφοριῶν τόσον διὰ τὰ κοσμικὰ ὅσον καὶ διὰ τὰ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα.

Χρονογραφία τοῦ Ἰωάννου Μαλάλα εἶναι ἡ παλαιοτέρα σωζομένη ἐν ἐπιτομῇ Βυζαντινὴ χρονογραφία. [51] Ἐκτείνεται ἀπὸ τὴν κτίσιν τοῦ κόσμου ἕως τοὺς χρόνους τοῦ Ἰουστινιανοῦ εἰς 18 βιβλία. [52] Χρονογραφία τοῦ Ἰωάννου Μαλάλα παρέχει σημαντικὰ στοιχεῖα διὰ τὰ ἐνδιαφέροντα καὶ τὰς τοποθετήσεις ἑνὸς πεπαιδευμένου εἰς τὴν Ἀνατολικὴν Αὐτοκρατορίαν. Ἡ γλῶσσα τῆς Χρονογραφίας του εἶναι ἀφ’ ἑνὸς μὲν ζωντανὴ καὶ ἀφ’ ἑτέρου δὲ «λαϊκή», τῆς ὁποίας ὁ Ἰω. Μαλάλας ἐμφανίζεται κατὰ τὸν ϛ΄ αἰ. ὡς πρόδρομος. [53] Ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὴν ὕλην καὶ τὸν τρόπον τῆς ἀφηγήσεως ὁ N. G. Wilson θεωρεῖ τὸ ἔργον τοῦ Ἰω. Μαλάλα γενικῶς ἀναξιόπιστον πηγήν, [54] ἐνῷ ὁ H. Hunger τὸ βλέπει ὡς μίαν τυπικὴν Βυζαντινὴν χρονογραφίαν. Ὁ Ἰω. Μαλάλας φαίνεται ὅτι εἶναι πιστὸς ὑπήκοος καὶ ὀπαδὸς τῆς ἀπολύτου μοναρχίας τοῦ Ἰουστινιανοῦ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ὁποίου ἔζησεν. [55]

2. Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΓΑΖΗΣ

Τὸ corpus τῶν σωζωμένων ἔργων τοῦ Προκοπίου ἀποτελεῖται ἀπὸ συγγραφὰς ἀνηκούσας εἰς διάφορα λογοτεχνικὰ εἴδη, τῆς θύραθεν παιδείας καὶ τῆς καθ’ ἡμᾶς, ὅπως π.χ. ἑρμηνευτικὰς Σειρὰς (Catenae) εἰς τὰς Ἁγίας Γραφάς, ἐπιστολάς, ῥητορικὰ καὶ θεολογικὰ ἔργα (ἀντιῤῥητικά). [76] Εἰδικῶς εἰς τὸν Προκόπιον ἀποδίδεται ἡ πατρότης τοῦ φιλολογικοῦ εἴδους ὅπερ ἔχει ὁμοιότητα μὲ τὰ σχόλια τῶν κλασικῶν συγγραφέων, δηλ. τῶν Σειρῶν (Catenae). Αἱ Σειραὶ ἀπετέλουν εἶδος συνεχοῦς σχολιασμοῦ εἰς τὰς Ἁγίας Γραφάς, ἀπαρτιζόμεναι ἐκ χωρίων διαφόρων προηγουμένων ἑρμηνευτῶν. [77] Τοῦ σώζεται «Προκοπίου Γαζαίου Χριστιανοῦ σοφιστοῦ εἰς ᾎσμα τῶν ᾈσμάτων ἐξηγητικῶν ἐκλογῶν ἐπιτομὴ ἀπὸ φωνῆς Γρηγορίου Νύσσης καὶ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὠριγένους τὲ καὶ Φίλωνος τοῦ Καρπαθίου, Ἀπολιναρίου, Εὐσεβίου Καισαρείας καὶ ἑτέρων διαφόρων, ἤγουν Διδύμου, τοῦ Ἁγίου Ἰσιδώρου καὶ Θεοφίλου». [78] Τοῦτο τὸ νέον εἶδος ἀπετέλεσε σταθμὸν εἰς τὰς βιβλικὰς σπουδάς [79] καὶ διέσωσε πολλὰ χωρία ἐξ ἀπολεσθέντων ἔργων.

Ὁ Τιμόθεος θεωρεῖται ὁ πρῶτος Βυζαντινὸς ὁ ὁποῖος ἔγραψε ἔργον μὲ ἀμιγὲς φυσιογνωστικὸν περιεχόμενον. Πρόκειται περὶ ποίηματος μὲ τίτλον δηλωτικὸν τοῦ περιεχομένου του Περὶ τετραπόδων θηρίων τῶν Ἰνδιῶν, τῆς Ἀραβίας, τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Λιβύης καὶ περὶ ὀρνέων ξένων καὶ ἀλλοκότων καὶ ὄφεων. [116] Μεταξὺ τῶν κειμένων τῆς ἱππολογίας ἐμφανίζεται ἓν ἀπόσπασμα τοῦ προαναφερθέντος ἔργου τοῦ Τιμοθέου Γαζαίου. [117] Τὸ ἐν λόγῳ κείμενον ἐμφανίζεται εἰδικώτερον εἰς τὸ ἐγχειρίδιον τῆς ζωολογίας τὸ ὁποῖον συντάσσεται κατ’ ἐντολὴν τοῦ Κωνσταντίνου Ζ΄ τοῦ Πορφυρογεννήτου. [118] Ἡ μελέτη τοῦ ἀποσπάσματος τοῦ Τιμοθέου, εἰς τὸ ὁποῖον παρουσιάζει εἰκοσάδα γενῶν ἵππων, λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν ἀρχαίας πηγὰς εἰς τὸ ἴδιον θέμα ὅπως: τὸ Cynegeticon τοῦ Grattius, τὰ Κυνηγετικὰ τοῦ Ὀππιανοῦ, [119] τὰ Ἱππιατρικὰ Ἄρθρα τοῦ Ἀψύρτου, [120] τὴν Historia Naturalis τοῦ Πλινίου τοῦ πρεσβυτέρου [121] καὶ τὴν Γεωγραφίαν τοῦ Στράβωνος. [122] Τὰ περὶ τῶν ζώων ἔργα ταῦτα ἐπεξηγοῦν τὸν λογοτεχνικὸν χαρακτῆρα τῆς ἐπιστήμης καὶ λογιότητος κατ’ ἐκείνην τὴν περίοδον. [123]

3. Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ

Τὸ 331 π.Χ., ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος ἵδρυσεν εἰς τὴν πλουσιωτέραν περιοχὴν τῆς αὐτοκρατορίας του μίαν μεγαλόπολιν καὶ κέντρον πνευματικῆς καὶ οἰκονομικῆς ἀνθήσεως. Ἐγένετο πρωτεύουσα τοῦ βασιλείου τῆς Αἰγύπτου ἐπὶ Πτολεμαίου Α΄ τοῦ Σωτῆρος, προστατεύσαντος τὰ Γράμματα καὶ τὰς τέχνας. [128] Ἡ Ἀλεξάνδρεια ὑπῆρξε πράγματι ἐκ τῶν μεγαλυτέρων καὶ πλουσιωτέρων πόλεων τοῦ ἀρχαίου κόσμου καὶ μεγάλης σημασίας, ὡς κέντρον τοῦ Ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ κατὰ τοὺς Ἑλληνιστικοὺς Χρόνους. [129] Ἐπὶ τῶν πρώτων δύο Πτολεμαίων ἡ Ἀλεξάνδρεια ἔφθασεν εἰς τὸ ἀποκορύφωμα τῆς ἀκμῆς της, ἔχουσα μακρὰν ἐπιστημονικὴν παράδοσιν. [130] Ἡ διαμόρφωσις παιδευτικῆς ἑστίας ἢ Σχολῆς εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἐσήμανε τὴν ἐμφάνισιν μιᾶς τρίτης μεγάλης περιοχῆς τοῦ πολιτισμοῦ παραλλήλως πρὸς τὴν τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Ῥώμης. Ἡ Σχολὴ τῆς Ἀλεξανδρείας διεμορφώθη κατὰ τὸν τύπον τῆς μεγάλης σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν, ὑπερεῖχεν ὅμως ἐκείνης κατὰ τοὺς Βυζαντινοὺς χρόνους. Ἐδῶ διὰ πρώτην φορὰν ἔχομεν Σχολὴν τῆς ἐπιστήμης καὶ τῆς λογοτεχνίας, ἥτις ἐπαρκῶς προσέφερε μεγάλας ἐγκαταστάσεις εἰς τὴν ἔρευναν. [131]

Εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἔζησαν καὶ ἔδρασαν πολλοὶ λόγιοι καὶ ἐπιστήμονες, μεταξὺ τῶν ὁποίων ἀναφέρεται ὁ πρῶτος βιβλιοθηκάριος Ζηνόδοτος (προϊστάμενος ἀπὸ τὸ 285 περίπου π.Χ.), ὁ Ἀριστοφάνης ὁ Βυζάντιος (205-185 μ.Χ.), ὁ Ἐρατοσθένης (245-205 π.Χ.) καὶ ὁ Ἀρίσταρχος (175-145 π.Χ.). Ἐκ τῶν λογίων ἀναφέρονται οἱ Καλλίμαχος καὶ Ἀπολλώνιος Ῥόδιος, οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν καὶ βιβλιοθηκάριοι τῆς Βιβλιοθήκης. [133] Ἐπιστήμονες ὅπως ὁ Εὐκλείδης, [134] ὁ Ἀρχιμήδης, [135] ὁ Κλαύδιος Πτολεμαῖος, ὅστις ἔγραψε τὸ σπουδαιότερον ἀστρονομικὸν ἔργον του, τὴν Μαθηματικὴν Σύνταξιν, ἥτις ἔφθασεν εἰς ἡμᾶς μὲ τὸ ὄνομα Ἀλμαγέστα (Almagest) ἀπὸ τὸν τίτλον τὸν ὁποῖον εἶχεν ἡ Ἀραβικὴ μετάφρασις. [136] Ἐξ ἄλλου ἡ λογοτεχνία καὶ ἡ τέχνη ἤκμαζον ὑπὸ τὴν προστασίαν τῆς αὐλῆς. Ἡ λογοτεχνία καὶ ἡ ἱστορία της, ἡ φιλολογία καὶ ἡ κριτικὴ ἐγένοντο ἐπιστῆμαι. Διὰ τὴν ἔκδοσιν τῶν κειμένων, τὴν ἀντιγραφὴν καὶ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν χειρογράφων ἐπεδείχθησαν ὑπομονὴ καὶ πολυμάθεια. Παρὰ ταῦτα τὰ εὐρύτερα πολιτιστικὰ ἐνδιαφέροντα, ὡς καὶ τὸ μεγαλύτερον μέρος τῆς βιβλιοθήκης τῆς Ἀλεξανδρείας ἦτο ἀναμφισβητήτως Ἑλληνικόν. Ἡ καταβληθεῖσα περὶ τὰ λογοτεχνικὰ ἔργα ἐπιστημονικὴ καὶ ἐκδοτικὴ ἐργασία πείθουν ὅτι τὸ σύνολον τῆς Ἑλληνικῆς λογοτεχνίας συνεχίσθη εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν. [137]

Ἂν καὶ οὐδὲν φιλοσοφικὸν δόγμα δὲν ἀνεπτύχθη εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, ἐν τούτοις, ἀπὸ τὸν γ΄ π.Χ. αἰ. ἕως τὸν ϛ΄ μ.Χ. αἰ. ἡ πόλις ἦτο σημαντικὸν κέντρον εἰς τὸν φιλοσοφικὸν κόσμον. Ἡ μὲ κέντρον τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἀναπτυχθεῖσα φιλοσοφία καὶ γενικώτερον πνευματικὴ κίνησις εἶχεν ὡς ἀντικείμενον σπουδῆς καὶ ἐρεύνης της τὸν Πλάτωνα. [139] Ἐδῶ ὁ Νεοπυθαγορισμὸς καὶ ὁ Νεοπλατωνισμὸς ἐνεφανίσθησαν, ὡς νεωτέρα μορφὴ τῆς Πλατωνικῆς φιλοσοφίας καὶ ἡ στοχαστικὴ καὶ ἡ μυστικὴ ἀντίδρασις ἔναντι τοῦ ὑλισμοῦ τῶν Στωϊκῶν διεμορφώθη καὶ ἔφθασεν εἰς τὴν πλήρη της ἄνθησιν. [140] Ὁ κύριος ἐκπρόσωπος τῆς Σχολῆς τῆς Ἀλεξανδρείας εἰς τὸν τομέα τῆς φιλοσοφίας ἦτο ὁ Πλωτῖνος, ὅστις εἰς τὴν ἠθικήν του διδασκαλίαν ἐπεδίωκε τὴν κάθαρσιν διὰ τῆς αὐτοπειθαρχίας, ἐν ὄψει τῆς ἀναβάσεως πρὸς τὸν πνευματικὸν κόσμον καὶ τῆς ἀναζητήσεως, ἥτις ὠθεῖται ἀπὸ τὴν ἀγάπην καὶ τὸν θεῖον ἐνθουσιασμόν. [141]

Ἐκτὸς τῆς Σχολῆς τῆς ῥητορικῆς, τῶν φιλολογιῶν καὶ τῶν ἐπιστημῶν διεμορφώθη κατὰ τοὺς πρωΐμους χριστιανικοὺς αἰῶνας εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν καὶ ἡ Θεολογικὴ Σχολή, δηλ. ἡ Κατηχητικὴ Σχολὴ τῆς Ἀλεξανδρείας, [142] ἥτις ἐπαρουσίασεν ἔργον σημαντικώτερον ἐκείνου τῶν θύραθεν ἐπιστημῶν. [143] Μὲ τὴν ἔλευσιν τοῦ ἁγίου Μάρκου τοῦ Εὐαγγελιστοῦ καὶ τὸ κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν, «Τοῦτον δὲ Μάρκον πρῶτόν φασιν ἐπὶ τῆς Αἰγύπτου στειλάμενον, τὸ εὐαγγέλιον, ὃ δὴ καὶ συνεγράψατο, κηρῦξαι, ἐκκλησίας τε πρῶτον ἐπ’ αὐτῆς Ἀλεξανδρείας συστήσασθαι», [144] ὁ Χριστιανισμὸς ἤρχισε νὰ ἐξαπλοῦται ταχέως καὶ εἰς ὅλην τὴν Αἴγυπτον. Ἡ Ἀλεξάνδρεια ἐγένετο θεολογικὸν καὶ ἐκκλησιαστικὸν κέντρον τοῦ χριστιανισμοῦ, ὥστε κατὰ τὴν διάρκειαν τοῦ δ΄ αἰ., ἓξ σύνοδοι συνῆλθον ἐν αὐτῇ. [145] Καὶ ἐπειδὴ ἡ Γνωστικὴ φιλοσοφία προσεπάθησε νὰ ἀντικαταστήσῃ τὰ τε Ἰουδαϊκὰ καὶ τὰ Χριστιανικὰ δόγματα εἰς τὴν ἐλευθέραν σκέψιν, προέκυψεν ἀνάγκη τότε νὰ ἱδρύσουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὁμοίαν Σχολὴν διὰ νὰ ὑπερασπισθοῦν τὰ δόγματα ἔναντι τοῦ Γνωστικισμοῦ μὲ τὰ ἴδια ὅπλα τὰ ὁποῖα ἐχρησιμοποίουν οἱ ἐθνικοὶ φιλόσοφοι. Ἐξ ἄλλου οἱ κατηχούμενοι ἤρχισαν νὰ αὐξάνωνται καὶ ἐφάνη ἀπαραίτητον νὰ ἀρχίσῃ κάποια ἐπίσημος καθοδήγησις ὡς προετοιμασία διὰ νὰ γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Κατὰ συνέπειαν ἡ Κατηχητικὴ Σχολὴ τῆς Ἀλεξανδρείας ἤρχισε νὰ λειτουργῇ [146] ἀπὸ τῶν πρώτων αἰώνων τοῦ χριστιανισμοῦ εἰς τὴν Αἴγυπτον, ἕως ὅτου ἔκλεισε λόγῳ τῶν θεολογικῶν διαταραχῶν κατὰ τὸν ε΄ μ. Χ. αἰ. [147]

Ἐκ τῶν διασημοτέρων μελῶν τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς κατὰ τοὺς νεωτέρους χρόνους ἦσαν ὁ Θέων, ἡ θυγάτηρ αὐτοῦ Ὑπατία, ὁ Συνέσιος ὁ μετέπειτα ἐπίσκοπος τῆς Κυρήνης καὶ ὁ Ἰω. Φιλόπονος.

Εἰς τὰς Ἀραβικὰς πηγὰς ὁ Θέων εἶναι γνωστὸς ὡς Θέων ὁ Ἀλεξανδρεύς, [163] θεωρεῖται δὲ εἷς τῶν μεγάλων Ἑλλήνων φιλοσόφων ὅπως ὁ Πυθαγόρας, Ἐμπεδοκλῆς, Εὐκλείδης, ὁ Δημόκριτος καὶ ὁ Θαλῆς. [164] Ὁ Ἄραψ ἀλ-Χάσαν ἴμπν Ἰμπραχίμ, ὁ συγγραφεὺς τῆς «Ἱστορίας τῆς Αἰγύπτου» ἐντάσσει τὸν Θέωνα μεταξὺ τῶν φιλοσόφων οἵτινες διεκόσμησαν τὸν κόσμον μὲ τοὺς λόγους, τὴν φιλοσοφίαν καὶ τὴν πολιτείαν των καὶ ἀπεκάλυψαν τὰς ἐπιστήμας αἵτινες ἦσαν ἀπόκρυφοι. [165] Αἱ Ἀραβικαὶ πηγαὶ τοῦ ἀποδίδουν τὸ Ζίτζ, δηλ. τὴν Ἐφημερίδα. [166] Πρόκειται περὶ ἀστρονομικῆς παρατηρήσεως τὴν ὁποίαν διετύπωσεν ὁ Θέων [167] καὶ ἐκ τῆς ὁποίας ἐδημοσίευσε τὴν Ἐφημερίδα αὐτὴν καὶ τὴν ὠνόμασε Κανόν, [168] βασιζόμενος εἰς τὸ ἀποτέλεσμα τῆς παρατηρήσεως τοῦ Σάλας (si) τοῦ Ῥωμαίου. [169] Ἐκτὸς τούτου εἰς τὸν Θέωνα ἀποδίδεται ἑρμηνεία καὶ ἐξήγησις τῶν Κατηγοριῶν τοῦ Ἀριστοτέλους. [170]

Ἀναφέρει ὁ ἴμπν ἀλ-Ναντὶμ εἰς τὸ ἀλ-Φίχριστ ὅτι ὁ Θέων μνημονεύει κάποια βιβλία τοῦ Πλάτωνος, ὅπως τὸν Πολιτικὸν καὶ τοὺς Νόμους. [171] Ἀνάφερει ἐπίσης ὅτι ὁ Θέων ἀναφέρει περὶ τοῦ Πλάτωνος ὅτι ὀνομάζει τοὺς διαλόγους του μὲ τὰ ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων οἱ ὁποῖοι συζητοῦν ἢ περὶ ὧν ὁμιλεῖ, ὅπως π.χ. τὸν Διάλογον περὶ τῆς φιλοσοφίας τὸν ὀνομάζει ὁ Πλάτων Θεάγην, τὸν περὶ ἀνδρείας τὸν ὀνομάζει Λάχητα, τὸν περὶ ἐγκρατείας τὸν ὀνομάζει Χαρμίδην κλπ. [172] Τὸ ἀλ-Φίχριστ ἀναφέρει πολλὰ ἔργα τοῦ Θέωνος, ἅτινα μετεφράσθησαν εἰς τὰ Ἀραβικά, ὅπως, π.χ. Θέωνος Ἀλεξανδρέως ὑπόμνημα εἰς τοὺς Προχείρους Πτολεμαίου Κανόνας, Ἡ χρῆσις τοῦ Ἀστρολάβου καὶ Ἡ Εἰσαγωγὴ εἰς τὴν Μεγίστην. [173] Εἰς τὸν Ἀραβικὸν κόσμον αἱ ἀποδιδόμεναι εἰς τὸν Θάμπιτ ἴμπν Κούρρα ὀρθαὶ παρατηρήσεις τοῦ ἡλίου, τὰς ὁποίας ἔκαμεν εἰς τὴν Βαγδάτην καὶ τὰς περιέλαβεν εἰς βιβλίον [174] περὶ τῶν θέσεων τοῦ ἡλίου, τῶν ἐτῶν καὶ τῶν κινήσεών του θεωροῦνται συμπληρώσεις εἰς ὅσα παρέλειψεν ὁ Θέων περὶ τῶν ὑπολογισμῶν τῶν ἐκλείψεων τοῦ ἡλίου καὶ τῆς σελήνης. [175]

Κατὰ δὲ τὴν Σούδαν ἡ Ὑπατία ἐγραψε διάφορα ἔργα: ὑπόμνημα εἰς Διόφαντον, τὸν ἀστρονομικὸν Κανόνα, εἰς τὰ Κωνικὰ Ἀπολλωνίου ὑπόμνημα, [188] τὰ ὁποῖα ὅμως ἀπωλέσθησαν. Ἡ Ὑπατία συνέβαλεν εἰς τὴν μέτρησιν τοῦ Κύκλου τοῦ Ἀρχιμήδους, καθὼς ἐβοήθησε τὸν πατέρα της εἰς τὴν σύνταξιν τῶν ἕντεκα πραγματειῶν του εἰς τὴν Μεγίστην τοῦ Πτολεμαίου [189] καὶ εἰς τὴν ἀναθεωρηθεῖσαν καὶ βελτιωθεῖσαν ἔκδοσιν τῶν Στοιχείων τοῦ Εὐκλείδου. [190] Εἰς μίαν ἐπιστολήν του πρὸς τὸν φίλον του τὸν Παιόνιον περὶ τοῦ ἀστρολάβου, ὁ Συνέσιος ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ Ὑπατία, ἡ σεβαστὴ διδάσκαλος τὸν ἐβοήθησε νὰ τὸν κατασκευάσῃ: «Προσάγω δή σοι δῶρον, ἐμοί τε δοῦναι σοί τε λαβεῖν πρεπωδέστατον, διανοίας μὲν ἔργον ἐμῆς, ὅσα μοι συνευπόρησεν ἡ σεβασμιωτάτη διδάσκαλος». [191] Τὰ ἔργα τὰ ἀποδοθέντα εἰς τὴν Ὑπατίαν καὶ ἡ ἀναφορὰ τοῦ Συνεσίου ἀποδεικνύουν ὅτι ἦτο ἀφιερωμένη ἰδιαιτέρως εἰς τὴν ἀστρονομίαν καὶ τὰ μαθηματικά [192] καὶ τοῦτο ἐξηγεῖ τὴν ὑπεροχὴν τὴν ὁποίαν εἶχεν ἡ γυνὴ εἰς τὸ Βυζάντιον κατὰ τὸν ε΄ καὶ τὸν ϛ΄ αἰῶνα.

Εἰς τὴν ἱστορίαν τῶν γραμμάτων ὁ Συνέσιος εἶναι γνωστὸς ὡς κομψὸς συγγραφεύς. Κατὰ δὲ τὴν Σούδαν τὰ σωθέντα ἔργα του δὲν εἶναι ἐκτεταμένα. Ὁ Συνέσιος «ἔγραψε βιβλία διάφορα, γραμματικά τε καὶ φιλόσοφα. καὶ λόγους βασιλικούς, πανηγυρικοὺς ἢ ἐπιδεικτικούς. Ἐγκώμιόν τε φαλάκρας, καὶ Περὶ προνοίας λόγον θαυμάσιον Ἑλληνικῷ χαρακτῆρι. καὶ ἄλλα πλεῖστα καὶ διάφορα βιβλία συνέταξε καὶ τὰς θαυμαζομένας ἐπιστολάς». [194] Μεταξὺ τῶν ἔργων του διακρίνονται τὸ Περὶ ἐνυπνίων (ὀνειροκριτικά) [195] καὶ τὰ εἰς Δωρικὴν ποιήματά του [196] καὶ ἐπιγράμματά τινα. [197] Ὁ Θ. Μετοχίτης τὸν ἐθεώρει «διαλλακτὴν» μεταξὺ Πλάτωνος καὶ Ἀριστοτέλους καὶ ἦτο ὁ πρῶτος ὅστις κατενόησε τὴν στενὴν συγγένειαν μὲ τὰ κείμενα τοῦ Δίωνος Χρυσοστόμου, [198] εἰς τὸν ὁποῖον ἀφιέρωσε καὶ τὸ φιλολογικὸν ἔργον του τὸν «Δίωνα». [199]

Τὰ ἔργα τοῦ Θεοδοσίου περιορίζονται εἰς τὸν τομέα τῆς Γραμματικῆς καὶ ὑπὸ τὸ ὄνομά του μᾶς ἔχουν σωθῆ Εἰσαγωγικοὶ κανόνες περὶ κλίσεων ὀνομάτων [210] καὶ ῥημάτων. [211] Πρόκειται περὶ συστηματικοῦ καταλόγου βραχέων κανόνων κλίσεων καὶ τῶν ὀνομάτων καὶ τῶν ῥημάτων τῆς κλασικῆς Ἑλληνικῆς. [212] Tοῦ ἀποδίδεται καὶ τὸ Περὶ Γραμματικῆς, [213] ἄν δὲν εἶναι ἔργον Θεοδώρου τοῦ Προδρόμου. Οἱ κανόνες τοῦ Θεοδοσίου ἐθεωροῦντο πολὺ σπουδαῖα καὶ ἐχρησιμοποιήθησαν εὐρέως ὑπὸ τῶν Ἀλεξανδρινῶν σχολῶν, ὥστε ἀντεγράφοντο συχνῶς καὶ ἐσχολιάσθησαν ἐκτενῶς ὑπὸ τοῦ Ἰωάννου Χάρακος [214] καὶ τοῦ Γεωργίου Χοιροβοσκοῦ, ὅστις συνέταξε δύο σχετικὰ ἔργα Προλεγόμενα τῶν Θεοδοσίου ὀνομαστικῶν κανόνων ἀπὸ φωνῆς Γεωργίου τοῦ Χοιροβοσκοῦ [215] καὶ Σχόλια σὺν Θεῷ εἰς τοὺς ῥηματικοὺς κανόνας ἀπὸ φωνῆς Γεωργίου τοῦ Χοιροβοσκοῦ. [216]

Τὸ Λεξικὸν τοῦ Ἡσυχίου, ὅπερ θεωρεῖται τὸ πρῶτον μετὰ τὸ λεξικὸν τοῦ Παμφίλου τοῦ Ἀλεξανδρέως (α΄ μ.Χ. αἰ.), ἀποτελεῖται κατὰ τὸ μεγαλύτερον μέρος του ἀπὸ σύντομα λήμματα, τὰ ὁποῖα περιέχουν βραχείας ἐπίσης ἐπεξηγήσεις μὲ χωρία ἀπὸ ἀρχαίους συγγραφεῖς, ἀπὸ τὸν Ὅμηρον ἕως τὰς ἡμέρας τοῦ συντάκτου καὶ χωρία ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ τοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας. [225] Ἐβασίσθη εἰς ἄλλα προσιτὰ ἐξειδικευμένα λεξικὰ χρονολογούμενα εἰς τὸν α΄ π.Χ. αἰ., ἀλλὰ ὁ Ἡσύχιος ἐδανείσθη ἰδιαιτέρως ἀπὸ Διογενιανὸν τὸν Ἡρακλέα, λεξικογράφον τοῦ β΄ μ.Χ. αἰ. [226] Τὸ Λεξικὸν εἵλκυσε τὴν προσοχὴν μερικῶν νεωτέρων φιλολόγων, οἱ ὁποῖοι ἔγραψαν εἴτε σημειώσεις εἴτε διορθώσεις εἰς αὐτό. Εἷς ἐκ τούτων εἶναι ὁ Ἀδαμάντιος Κοραής, ὅστις προσέφερε ἀξιολόγους παρατηρήσεις εἰς τὰς πηγὰς τοῦ Λεξικοῦ τοῦ Ἡσυχίου. [227] Ἐπίσης ὁ Ἰωάννης Γεννάδιος συνέγραψεν A Correction in Hesychius. [228]

Παρὰ τὸ ὅτι ὁ Κοσμᾶς ἦτο λαϊκός, κατεφέρθη ὅμως ἀδιακρίτως κατὰ τῶν Ὀρθοδόξων καὶ τῶν Μονοφυσιτῶν, ἐπιχειρῶν νὰ ἑρμηνεύσῃ τὸν κόσμον καὶ τὰ φαινόμενά του ἐπὶ τῇ βάσει τῆς διδασκαλίας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀπορρίπτων τὴν Πτολεμαϊκὴν κοσμοθεωρίαν διὰ τὴν σφαιρικότητα τῆς γῆς, ἐπιστρέφων πρὸς τὴν ἀντίληψιν ἑνὸς ὀρθογωνίου δίσκου, ἐπάνω ἀπὸ τὸν ὁποῖον ὑψώνεται τὸ στερέωμα ὡσὰν καμάρα. [240] Εἰς τὸ κέντρον τοῦ δίσκου τούτου εὑρίσκεται ἡ κατῳκημένη γῆ, ἥτις περιβάλλεται ἀπὸ τὸν Ὠκεανὸν καὶ πέραν τούτου κεῖται ὁ παράδεισος τῆς Ἐδὲμ κατ’ Ἀνατολάς. [241] Τὰ ἄκρα τῆς γῆς, τὰ ὁποῖα πιστεύει ὅτι περιβρέχονται ἀπὸ τὸν Ὠκεανόν, συνδέονται ἀρρήκτως μὲ τὰ ἄκρα τοῦ οὐρανοῦ. [242] Ἡ ἡμέρα καὶ ἡ νὺξ ἐναλλάσονται, ἐπειδὴ ἓν πελώριον ὄρος εἰς τὸν βορρᾶν κρύπτει τὸν δύοντα ἥλιον. [243]

Εἰς τὰς Ἀραβικὰς πηγὰς ὁ Ἰω. Φιλόπονος εἶναι γνωστὸς ὡς Γιάχια ἀλ-Νάχαουι «Ἰωάννης ὁ Γραμματικός», λόγῳ τῆς γνώσεως τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. [260] Ἔζησεν ἕως τὴν Ἀραβικὴν κατάκτησιν τῆς Αἰγύπτου τὸ 641 καὶ, ὅπως λέγεται, ὁ Ἄμρ τὸν ἀπεδέχθη καὶ τοῦ ἔδωκε ἐπίσημον θέσιν. [261] Ἀναφέρεται ὁ ἀλ-Μουχτὰρ ἴμπν Χάσαν ἴμπν Μπουτλάν [262] εἰς τὸν Ἰωάννην ὡς ἕνα ἐκ τῶν ἑπτὰ διασήμων Ἀλεξανδρινῶν ἰατρῶν, οἵτινες συνήγαγον καὶ ἡρμήνευσαν τὰ δέκα ἕξ βιβλία τοῦ Γαληνοῦ. [263] Ἄλλος ἀνάφερει ὅτι Ἰωάννης ὁ Γραμματικὸς ἦτο δυνατὸς εἰς τὴν Γραμματικήν, τὴν Λογικὴν καὶ τὴν Φιλοσοφίαν, ἡρμήνευσε πολλὰ ἰατρικὰ βιβλία καὶ θεωρεῖται εἷς τῶν φιλοσόφων τῶν χρόνων του. ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι κατ’ ἀρχὰς ἦτο ναυτικός, ἐπειδὴ ὅμως ἠγάπα τὴν ἐπιστήμην, ἐγκατέλειψεν, εἰς τὰ τεσσαράκοντά του ἔτη, τὸ ἐπάγγελμα τοῦτο καὶ ἤρχισε μετὰ φιλοπονίας νὰ διδάσκεται τὴν Γραμματικὴν καὶ τὴν Λογικήν. Καὶ ἐπειδὴ ὑπερεῖχεν εἰς τὴν Γραμματικὴν ὠνομάσθη ὁ Γραμματικός. [264]

Προτοῦ ἀσπασθῇ τὸν χριστιανοσμὸν ὁ Ἰω. Φιλόπονος εἶχε συνθέσει φιλοσοφικὰ ὑπομνήματα εἰς τὸν Ἀριστοτέλη, κυρίως εἰς τὰς Κατηγορίας, [265] τὰ Ἀναλυτικά, [266] τὰ Φυσικά, [267] τὸ Περὶ Γενέσεως καὶ Φθορᾶς [268] καὶ εἰς τὴν πραγματείαν Περὶ Ψυχῆς. [269] Τὸ ὑπόμνημα τοῦτο ἐθεωρεῖτο ἄλλοτε ἔργον τοῦ Ἰω. Φιλοπόνου καὶ ὄχι τοῦ Στεφάνου τοῦ Ἀλεξανδρέως. [270] Τὰ ὑπομνήματα ταῦτα φαίνεται νὰ εἶναι καρποὶ τοῦ ἔργου τῆς Σχολῆς τῆς Ἀλεξανδρείας κατὰ τὴν ἐποχὴν ἐκείνην. Ἡ Σχολὴ αὕτη διετήρει διὰ τοῦ Νεοπλατωνισμοῦ τὴν ἀγάπην της πρὸς τὴν λογικὴν καὶ τὸ ἐπιστημονικὸν πνεῦμα. Ὁ Ἰω. Φιλόπονος γενικῶς εἶναι ἐκ τῶν σπουδαίων ἐργατῶν τῆς εἰσαγωγῆς τῆς Ἑλληνικῆς σκέψεως εἰς τὸν χριστιανισμόν. Εἰς τὰ ὑπομνήματά του ἐστηρίχθησαν βραδύτερον πολλοὶ σχολιασταὶ τοῦ Ἀριστοτέλους, ὅπως ὁ Ἰωάννης Πεδιάσιμος. [271]

Μαρτυρίας περὶ ὑπάρξεως σχολῶν διδασκαλίας γραμματικῆς κατὰ τὸν ϛ΄ αἰ. μᾶς παρέχουν ποικίλα ἔργα σχετικῶς πρὸς θέματα γραμματικῆς τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης ὑπὸ ὀνομαστῶν λογίων ὅπως Ἰω. Φιλοπόνου, ὅστις εἶχε διδασκάλους τὸν γραμματικὸν Ῥωμανὸν καὶ τὸν Ἀμμώνιον εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν. Εἰς τὸν τομέα τῆς γραμματικῆς ὁ Ἰω. Φιλόπονος ἔγραψε Κανόνες τονισμοῦ [277] καὶ τὸ πολὺ διαδεδομένον κατὰ τὸν Μεσαίωνα πόνημά του εἶναι τὸ Περὶ διαφόρων τόνων, ὅσαι λέξεις πρὸς διάφορον σημαινόμενον διάφορον δέχονται τὸν τόνον, [278] ἔργον ὅπερ θὰ ἠδύνατο νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς ἓν εἶδος λεξικοῦ. Ὁ Ἰω. Φιλόπονος εἶναι καὶ ἐκ τῶν γνωστῶν εἰς ἡμᾶς συντακτῶν σχολικῶν βιβλίων διὰ τὴν ὀρθογραφίαν. [279] Τοιαῦτα ἔργα δίδουν εἰκόνα τινα τῶν προβλημάτων, τὰ ὁποῖα ἐπαρουσίαζε ἡ διδασκαλία τῆς γλώσσης κατὰ τὴν ἐποχήν του.

4. Η ΣΧΟΛΗ ΤΩΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ

Κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ ἔτους 634 ὁ Σωφρόνιος ἐξελέγη πατριάρχης Ἱεροσολύμων. [291] Ἡ ἐγκύκλιος εἰρηνικὴ ἐπιστολή του [292] παραμένει ὡς τεκμήριον τῆς τε μορφώσεως ἀλλὰ πρὸ πάντων τῶν θεολογικῶν καὶ δογματικῶν γνώσεων τοῦ ὑπερμάχου τούτου τῆς Ὀρθοδοξίας πατριάρχου. [293] Ὁ Φώτιος ἐπαινεῖ τὸ ὕφος τῆς ἐπιστολῆς ταύτης λέγων: «Αὕτη ἡ ἐπιστολὴ πλήρης μέν ἐστιν εὐσεβείας, ἐννεωτερίζει δὲ πολλαχοῦ τοῖς ∙ήμασι, καθάπερ τις πῶλος ἐπιγαυρούμενος τοῖς σκιρτήμασι. Πλὴν τήν τε ὀρθόδοξον ὡς μάλιστα γνώμην ἐξακριβοῖ, καὶ τῶν ἱερῶν δογμάτων οὐ τὴν τυχοῦσαν μάθησιν ἐπιδείκνυται». [294] Ἐπὶ πλέον, ὁ Σωφρόνιος σύνεθεσεν Ἀνθολογίαν περίπου 600 κειμένων ἐκ τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας: «Συλλογὴ 600 πατερικῶν χωρίων κατὰ τοῦ Μονοθελητισμοῦ» ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας τοῦ Δυοθελητισμοῦ. Ὅμως τὰ συγγράμματα τοῦ Σωφρονίου τὰ συναφῆ πρὸς τοῦτο τὸ ζήτημα ἀπωλέσθησαν. [295]

Ὁ Σωφρόνιος ὑπῆρξεν ἀξιόλογος ποιητής. Εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεως ἐξέχουσαν θέσιν κατέχουν τὰ ὑπὸ τὸ ὄνομά του ποιήματα καὶ ὕμνοι. Ὁ Σωφρόνιος ἀνοίγει νέους ὁρίζοντας ἐκκλησιαστικῆς ποιήσεως καὶ νέων μελῶν, ὡς ὁ πρῶτος ὅστις πλουτίζει τὸν πενιχρὸν ᾀσματολογικὸν κύκλον διὰ νέας μορφῆς ποιημάτων [301] καὶ μικρῶν ὕμνων, οἱ περισσότεροι τῶν ὁποίων εἶναι καὶ σήμερον ἐν λειτουργικῇ χρήσει. Οἱ ὕμνοι του ἀποτελοῦν μοναδικὴν περίπτωσιν ἰδιαζούσης στιχουργίας εἰς τὴν Βυζαντινὴν ὑμνογραφίαν. Κάτοχος τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γλώσσης καὶ μελετητὴς τῶν φιλοσοφικῶν συστημάτων, τὰ ὁποῖα ἐδιδάχθη εἰς τὰς σοφιστικὰς σχολὰς τῆς Δαμασκοῦ, ὁ Σωφρόνιος ἐχρησιμοποίησε τὸν πλοῦτον τῶν γνώσεών του πρὸς ἑδραίωσιν τῆς ὑγιοῦς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως καὶ διδασκαλίας. [302]

Εἰς τὸν Ἰω. Μόσχον ἀποδίδεται μόνον ἡ Συλλογὴ βίων μοναχῶν τοῦ ϛ ΄ αἰ., ἡ ὁποία περιέχει ἀναμνήσεις ἀπὸ τὰς ἐπισκέψεις καὶ τὰς συζητήσεις του μὲ τοὺς μοναχοὺς τοὺς ὁποίους συνήντησε κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν ταξιδίων του. [311] Τὸ ἔργον ἀφιερώνει ὁ Ἰω. Μόσχος εἰς τὸν μαθητήν του Σωφρόνιον, μὲ τίτλον Λειμὼν Πνευματικός [312] Λειμωνάριον (Pratum Spirituale). [313] Εἰς τὸ ἔργον τοῦτο ὁ Ἰωάννης Μόσχος περιγράφει ἔργα καὶ πράξεις τῶν ἀξιοζηλεύτων μεγάλων ἀνδρῶν τοὺς ὁποίους εἶχεν ἴδει ἐκ τοῦ πλησίον ἐν ταῖς μοναῖς τῆς Ἀνατολῆς ἢ εἶχεν ἀκούσει μεταξὺ τῶν μοναχῶν περὶ τῶν κατορθωμάτων τῶν ἡρώων τῆς μοναστικῆς ζωῆς, οἱ ὁποῖοι ἦσαν σύγχρονοί του. [314] Τὰ ταξίδια ταῦτα ἐπραγματοποίησεν ὁ Ἰω. Μόσχος προκειμένου νὰ γνωρίσῃ προσωπικῶς τὴν μοναχικὴν ζωὴν εἰς διάφορα μοναστήρια καὶ νὰ αὐξηθῇ πνευματικῶς, ἀκολουθῶν καὶ τὴν παράδοσιν τῶν περιγραφομένων εἰς τὰ Ἀποφθέγματα τῶν ἁγίων Γερόντων. [315] Ἐμφορεῖται ἀπὸ τὸ αὐτὸ πνεῦμα ὅπερ ὤθησε τοὺς παλαιοτέρους πατέρας νὰ ἀφήσουν τὰ μοναστήριά των καὶ νὰ ταξιδεύουν εἰς ἀναζήτησιν τῆς πνευματικῆς ἀνοικοδομήσεως, ὅπως ὁ Παλλάδιος (364-μεταξὺ 420 καὶ 430) καὶ ὁ Ἰωάννης Κασσιανός (365-435). [316] Μὲ τὸ ἔργον τοῦτο ὁ Ἰωάννης Μόσχος ἐντάσσεται μεταξὺ τῶν γνωστῶν συγγραφέων τῶν ἁγιολογικῶν κειμένων, ὅπως ὁ Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀντωνίου ὑπὸ τοῦ Μ. Ἀθανασίου, [317] Φιλόθεος Ἱστορία ἢ ἡ Ἀσκητικὴ Πολιτεία τοῦ Θεοδωρήτου Κύρρου, [318] oἱ Βίοι Ἁγίων ὑπὸ Κυρίλλου Σκυθοπολίτου καὶ οἱ Βίοι τῶν Ἁγίων τῆς Ἀνατολῆς τοῦ Ἰωάννου τῆς Ἐφέσου. [319]

Ὑπολείπεται νὰ γίνῃ, εἰς τὸ σημεῖον τοῦτο, λόγος περὶ τῶν λογοτεχνικῶν εἰδῶν τὰ ὁποῖα ἐκαλλιεργοῦντο πρὸ τῆς Ἀραβοκρατίας, μὲ παράλληλον μνημόνευσιν τῶν ἐκπροσώπων των, ὡς προκύπτει ἐκ τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων.

1. Ἁγιολογικά, Τὰ Ἁγιολογικὰ κείμενα (μαρτύρια, βίοι Ἁγίων, ἐγκώμια, κλπ.) τὰ περιγράφοντα τὴν ζωήν, τὰ θαύματα καὶ τὴν δρᾶσιν τῶν ἡρώων τοῦ Χριστιανισμοῦ, εἶναι τὸ πλέον χαρακτηριστικὸν ἐπίτευγμα τῆς Βυζαντινῆς πεζογραφίας. Διὰ τῶν Ἁγιολογικῶν κειμένων ἐκφράζεται ὁ μοναχικὸς κόσμος εἰς ἁπλῆν λαϊκὴν γλῶσσαν. Κύριον θέμα τῆς Ἁγιολογίας εἶναι οἱ Ἅγιοι (ἄνδρες καὶ γυναῖκες) οἵτινες ἠγωνίσθησαν τὸν καλὸν ἀγῶνα καὶ ἐν πίστει ἐτελειώθησαν. Ἰδανικὰ ὑποδείγματα τῆς ἁγιολογίας τῆς παλαιοτέρας Βυζαντινῆς περιόδου εἶναι ἡ Φιλόθεος Ἱστορία ἢ ἡ Ἀσκητικὴ Πολιτεία τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου, [332] Βίος τοῦ ὁσίου Πορφυρίου ἐπισκόπου Γάζης τοῦ Μάρκου Διακόνου, τὸ Λειμωνάριον τοῦ Ἰω. Μόσχου καὶ τὸ Μαρτύριον τοῦ ἁγίου Σωφρονίου, ἁγιολογικὸν κείμενον ἀγνώστου προελεύσεως. [333]
2. Ἀνθολογία, πρόκειται περὶ συλλογῆς κειμένων, ἡ ὁποία περιέχει ἐκλεκτὰ λογοτεχνικὰ κείμενα, γνωστὰ ποιήματα ἢ ἀποσπάσματα διαλεγμένα ἀπὸ ἔργα συγγραφέων ἀνεγνωρισμένης ἀξίας. Ὁ Σωφρόνιος σύνεθεσε ἀνθολογίαν ἐκ περίπου 600 κειμένων Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας:«Συλλογὴ 600 πατερικῶν χωρίων κατὰ τοῦ Μονοθελητισμοῦ». [334]
3. Ἀπολογητικά, κατὰ τοὺς μεταβατικοὺς καὶ δημιουργικοὺς τούτους αἰῶνας (δ΄-ζ΄) διατυπώνονται τὰ δόγματα τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας καὶ διεξάγονται ἀγῶνες κατὰ τῶν αἱρέσεων, αἵτινες προβάλλουν ἑκάστοτε. Εἰς τὸν τομέα αὐτὸν δρᾷ ἡ Βυζαντινὴ θεολογία ἕως τὸν θ΄ αἰῶνα καὶ καλλιεργεῖται καὶ ἡ «ἀπολογητική» κατὰ τῶν ἐθνικῶν καὶ τῶν Ἰουδαίων φιλολογία, ἥτις εἶχεν ἐμφανισθῆ ἤδη ἀπὸ τοῦ β΄ μ.Χ. αἰῶνος. Τὸ Ἑλληνικῶν θεραπευτικὴ παθημάτων τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου παρέχει μοναδικὰς μαρτυρίας διὰ τοὺς βίους καὶ τὰς διδασκαλίας τῶν εἰδωλολατρῶν φιλοσόφων. Πρόκειται περὶ ἔργου καθ’ ὅλα ἀξιολόγου, τὸ ὁποῖον κατέχει ἰδιαιτέραν θέσιν εἰς τὴν γενικωτέραν «Κατὰ Ἑλλήνων (ἐθνικῶν)» χριστιανικὴν φιλολογίαν. [335] Τοῦτο τὸ ἔργον εἶναι γεγραμμένον εἰς ὕφος κομψὸν καὶ φροντισμένον καὶ θεωρεῖται ἔνδειξις τῆς ἑλληνομαθείας τοῦ συγγραφέως εἰς τὴν Ἀντιόχειαν, τὸ κέντρον τῆς ῥητοροδιδασκαλίας. [336] Συναφὲς πρὸς τὸ εἶδος τοῦτο εἶναι ἡ ἀντιῤῥητικὴ ἢ πολεμικὴ πραγματεῖα. Ἰδανικὸν εἶναι τὸ Ἐκ τῶν εἰς τὰ Πρόκλου θεολογικὰ κεφάλαια ἀντιῤῥήσεων Προκοπίου Γάζης ἀντιῤῥήσεις κεφαλαίου ρμς΄ [337] καὶ τὸ Κατὰ Σεβήρου Ἀντιοχείας, τοῦ Ἰω. Σκυθοπολίτου.
4. Ἀστρονομικὰ καὶ Μαθηματικά, ἀναφερόμεθα εἰς τὰ ὑπομνήματα τοῦ Θέωνος εἰς τὰ ἔργα τοῦ Πτολεμαίου καὶ εἰς τὰ τῆς Ὑπατίας ὑπομνήματα εἰς τὰ ἔργα τοῦ Ἀλεξανδρέως μαθηματικοῦ Διοφάντου, τὰ ὑπομνήματα τὰ ὁποῖα ἔχουν ἀπολεσθῆ. [338]
5. Γραμματικὰ καὶ Λεξικά, Ἡ Γραμματικὴ ἦτο πρωτεῦον μάθημα εἰς τὰς σχολὰς τῆς Γραμματικῆς, διότι κυρίως δι’ αὐτῆς ἦτο δυνατὸν νὰ ἐπιτευχθῇ ὁ «ἐξελληνισμὸς τῆς γλώσσης» τοῦ μαθητοῦ, δηλ. ἡ καθαρότης της ἀπὸ μορφολογικῆς, λεξιλογικῆς καὶ συντακτικῆς ἀπόψεως. Αἱ σχολικαὶ ἀνάγκαι ἐπέβαλον τὴν σοβαρὰν ἀπασχόλησιν πολλῶν διδασκάλων τῆς Γραμματικῆς μὲ θέματα συναφῆ πρὸς τὴν ἀποδοτικὴν διδασκαλίαν της. Τὰ ἤδη καθιερωμένα πρότυπα ἦσαν οἱ Εἰσαγωγικοὶ κανόνες περὶ κλίσεων ὀνομάτων καὶ ῥημάτων [339] τοῦ Θεοδοσίου Ἀλεξανδρέως καὶ τὸ Περὶ Γραμματικῆς, [340] τὸ ἀποδοθὲν εἰς αὐτὸν ἔργον. Ἀναφέρονται ἐπίσης οἱ Κανόνες τονισμοῦ [341] τοῦ Ἰω. Φιλοπόνου, τὸ Περὶ τῶν τεσσάρων μερῶν τοῦ τελείου λόγου τοῦ Χορικίου καὶ οἱ Κανόνες Καθολικοὶ περὶ Συντάξεως τοῦ Τιμοθέου Γαζαίου. Συναφὴς πρὸς τὴν Γραμματικὴν εἶναι ἡ Λεξικογραφία. Πρόκειται περὶ συντάξεως λεξικοῦ καὶ ἀναφέρεται ἡ Ἡσυχίου γραμματικοῦ Ἀλεξανδρέως συναγωγὴ πασῶν λέξεων κατὰ στοιχεῖον ἐκ τῶν Ἀριστάρχου καὶ Ἀπίωνος καὶ Ἡλιοδώρου καὶ τὸ Περὶ διαφόρων τόνων, ὅσαι λέξεις πρὸς διάφορον σημαινόμενον διάφορον δέχονται τὸν τόνον τοῦ Ἰω. Φιλοπόνου, ἔργον ὅπερ θὰ ἠδύνατο νὰ χαρακτηρισθῇ ὡς εἶδος λεξικοῦ. Τοιαῦτα ἔργα εἶναι ἀξιόλογα καὶ μᾶς ἐπιτρέπουν νὰ ἐννοήσωμεν τὴν ἔκτασιν τῆς κλασικῆς παιδείας τῶν λογίων τούτων.
6. Γεωγραφικὰ καὶ Περιηγητικά, πρόκειται περὶ καταγραφῆς ἐντυπώσεων ἢ μελέτης ἀξιοθεάτων ξένων τόπων, ἠθῶν καὶ ἐθίμων. Ἰδανικὸν εἶναι ἡ Χριστιανικὴ Τοπογραφία τοῦ Κοσμᾶ Ἰνδικοπλεύστου.
7. Διάλογοι, ἔργον φιλοσοφικὸν ἢ λογοτεχνικὸν εἰς τὸ ὁποῖον ἡ ἀνάπτυξις τοῦ θέματος γίνεται μὲ στιχομυθίαν καὶ οὐχὶ μὲ ἀφηγηματικὸν τρόπον. Ἀναφερόμεθα εἰς τὸ σύγγραμμα Ἐρανιστής τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου.
8. Δραματικὰ ἔργα, Ἡ τραγῳδία εἶχεν ἐκλείψει εἰς τὴν Βυζαντινὴν ἐποχήν, διότι τὸ πνευματικὸν κλίμα δὲν ἦτο εὐνοϊκὸν διὰ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ εἴδους. Παρὰ ταῦτα Τιμόθεος ὁ Γαζαῖος ἔγραψε τραγῳδίαν μὲ τίτλον Χρυσάργυρος: «τραγῳδίαν ἐποίησε περὶ τοῦ δημοσίου τοῦ καλουμένου χρυσαργύρου». [342] Ὁ Συνέσιος ἐπίσης συνέθεσεν, κατὰ τὴν νεότητά του, διαφόρους τραγῳδίας καὶ κωμῳδίας, οἵτινες ὅμως δὲν ἐσώθησαν. [343]
9. Ἐγκώμια. Πρόκειται περὶ λόγου ἐξαίροντος ἀρετὰς ἢ πράξεις ἀξίας τιμῆς πρὸς τιμὴν ἁγίων ἢ ἀνθρώπων. Ἀναφερόμεθα εἰς τὸ Ἐγκώμιον εἰς τοὺς ἁγίους Κῦρον καὶ Ἰωάννην τοὺς μάρτυρας τοῦ Σωφρονίου Ἱεροσολύμων [344] καὶ τὸ ἐγκώμιον τοῦ Χορικίου εἰς Μαρκιανὸν ἐπίσκοπον Γάζης. [345]
10. Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, κατὰ τὸν δ΄ καὶ τὸν ε΄ αἰῶνα μὲ τὸν Θεοδώρητον Κύρου ἀκμάζει ἡ ἐκκλησιαστικὴ καὶ πολιτικὴ ἱστοριογραφία παρουσιάζουσα ἐξαίρετα ἐπιτεύγματα διὰ τοῦ ἔργου του Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας, εἶδος τοῦ ὁποίου ὁ Εὐσέβιος Καισαρείας θεωρεῖται πατήρ. Ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου [346] ἀπὸ τὸν Κωνσταντῖνον Α΄ ἕως τὸ ἔτος 428, κατὰ τὴν περίοδον ἥτις ἐγνώρισε τὴν πρόοδον τοῦ χριστιανισμοῦ καὶ τὸν θρίαμβόν του, περιέχει πολλὰ ἀνεκτίμητα ἔγγραφα καὶ γεγονότα. Μὲ τὴν συγγραφικήν του μέθοδον ὁ Θεοδώρητος συνέβαλεν εἰς τὴν ἀνάπτυξιν τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστοριογραφίας.
11. Ἐπίγραμμα. Μὲ τοῦτο τὸ μικρὸν καὶ περιεκτικὸν στιχούργημα ἠσχολήθησαν οἱ Λιβάνιος, Συνέσιος καὶ Σωφρόνιος.
12. Ἐπιστολογραφία, συγγραφεῖς μὲ μέγαν ἀριθμὸν ἐπιστολῶν, κατὰ τὴν ἀναφερομένην περίοδον, εἶναι ὁ Προκόπιος Γάζης μὲ 166 ἐπιστολάς, ὁ Συνέσιος μὲ 159 καὶ ὁ Θεοδώρητος Κύρου μὲ 147.
13. Ἑρμηνευτικά (Ἐξηγητικά). Κατὰ τὸν δ΄ καὶ ε΄ αἰῶνα σημειοῦται ἡ παρουσία τῆς «ἑρμηνευτικῆς» βιβλικῶν, ἐκκλησιαστικῶν καὶ πατερικῶν κειμένων. Ὁ Θεοδώρητος ἀναγνωρίζεται ὡς ὁ τελευταῖος μέγας ἐκπρόσωπος τῆς Ἀντιοχειανῆς ἑρμηνευτικῆς σχολῆς, ἡ ὁποία ἐστηρίζετο, ὡς γνωστόν, εἰς τὴν ἱστορικὴν καὶ τὴν κατὰ γράμμα ἑρμηνείαν τῶν ἱερῶν κειμένων. [347] Ὡς βιβλικὸς σχολιαστὴς ὁ Θεοδώρητος μᾶς ἔχει ἀφήσει μόνον ἓν corpus σχολίων σχεδὸν εἰς ὅλην τὴν Παλαιὰν Διαθήκην «Ἑρμηνεία εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐαν, ἑρμηνεία τῆς προφητείας τοῦ θείου Ἱερεμίου, ἑρμηνεία εἰς τοὺς Ψαλμούς, εἰς τὰ ζητούμενα τῶν Βασιλείων καὶ τῶν Παραλειπομένων κλπ.». Ἡ Χριστιανικὴ Τοπογραφία τοῦ Κοσμᾶ Ἰνδικοπλεύστου ἐντάσσεται καὶ αὐτὴ εἰς τὰ ἑρμηνευτικὰ ἔργα. Καὶ εἰς τὸν Προκόπιον Γάζης ἀποδίδεται Ἐπιτομὴ τῶν εἰς τὸν προφήτην Ἠσαΐαν καταβεβλημένων διαφόρων ἐξηγήσεων.
14. Θεολογικά, ἀναφερόμεθα εἰς τὸ σύγγραμμα «Διαιτητὴς» ἢ τὸ «Περὶ Ἑνώσεως» τοῦ Ἰω. Φιλοπόνου καὶ τὸ «Ὅτι καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπησιν εἷς υἱὸς καὶ κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός» τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου.
15. Λειτουργικά, ἀναφέρεται ἡ Εὐχὴ τοῦ Ἁγιασμοῦ τῶν ὑδάτων τῶν Θεοφανίων τοῦ ἁγίου Σωφρονίου Ἱεροσολύμων.
16. Ὁμιλητικά, κατὰ τὴν παλαιοτέραν Βυζαντινὴν περίοδον ταύτην (δ΄-ζ΄ αἰ.) ἡ ἐκκλησιαστικὴ ῥητορικὴ θεμελιοῦται ὑπὸ τῶν μεγάλων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἀπευθύνεται εἰς τὸν λαόν, ὄχι πλέον εἰς τὴν Πνύκα, ἀλλὰ εἰς τοὺς χριστιανικοὺς ναούς. Οἱ ῥήτορες οὗτοι ἔχουν ὄντως τὴν παραδοσιακὴν παιδείαν, ἀλλὰ ἐπειδὴ θέλουν νὰ ἐπικοινωνήσουν μὲ τὸ ἀκροατήριόν των ἐκφράζονται εἰς γλῶσσαν περισσότερον καταληπτήν. Ὑπόδειγμα τοῦ εἴδους τούτου εἶναι αἱ Δώδεκα θεολογικαὶ ὁμιλίαι τοῦ Θεοδωρήτου Κύρου καὶ αἱ ὁμιλίαι τοῦ Σωφορνίου εἰς δεσποτικὰς καὶ θεομητορικὰς ἑορτὰς.
17. Ὀνειροκριτικά, εἶναι ἡ τέχνη τῆς ἑρμηνείας τῶν ὀνείρων. Ἰδανικὸν παράδειγμα εἶναι τὸ Περὶ Ἐνυπνίων τοῦ Συνεσίου.
18. Ῥητορικά, εἶδος μὲ παράδοσιν αἰώνων, ἐπιδρᾷ εἰς ὅλα τὰ λογοτεχνικὰ εἴδη. Ἡ ῥητορικὴ παιδεία θεωρεῖται ἀπαραίτητος οὐ μόνον εἰς ὅσους θέλουν νὰ λέγωνται πεπαιδευμένοι ἀλλὰ καὶ εἰς ὅσους ἐπιδιώκουν θέσιν εἰς τὴν Πολιτείαν ἢ εἰς τὴν Ἐκκλησίαν. Εἰς τὴν ῥητορικὴν ἐντάσσονται αἱ ὑποθέσεις τοῦ Λιβανίου, αἱ διαλέξεις τῶν Προκοπίου Γαζαίου καὶ Χορικίου, τὰ προγυμνάσματα τοῦ Λιβανίου, αἱ ἐκφράσεις τοῦ Προκοπίου Γαζαίου, αἱ μελέται τῶν Προκοπίου Γαζαίου καὶ Χορικίου καὶ αἱ ἠθοποιΐαι τοῦ Προκοπίου Γαζαίου. Ἐντάσσονται εἰς τὴν ῥητορικὴν καὶ οἱ λόγοι οἱ γεγράμμενοι διὰ νὰ ἐκφωνηθοῦν, ὅπως ὁ Βασιλικὸς Λόγος τοῦ Λιβανίου καὶ ὁ Περὶ Βασιλείας τοῦ Συνεσίου.
19. Σάτιρα, λογοτεχνικὸν εἶδος τοῦ ὁποίου σκοπὸς εἶναι νὰ ὑπογραμμίσῃ καὶ νὰ καυτηριάσῃ, μὲ στοιχεῖα κυρίως κωμικὰ καὶ παραμορφωτικά, τὰ ἀνθρώπινα ἐλαττώματα καὶ ἐπομένως νὰ διορθώσῃ τὰ λάθη. Ἀναφερόμεθα εἰς τὸ Φαλάκρας ἐγκώμιον τοῦ Συνεσίου Κυρηναίου.
20. Σειραί, ἐκλογαὶ συγγραμμάτων παλαιοτέρων ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων, τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται εἰς δογματικά, ἑρμηνευτικὰ ἢ ἀσκητικὰ ζητήματα. Ἰδανικὸν παράδειγμα, κατὰ τὴν ἐν λόγῳ περίοδον, εἶναι: «Προκοπίου Γαζαίου Χριστιανοῦ σοφιστοῦ εἰς τὸ ᾎσμα τῶν ᾈσμάτων ἐξηγητικῶν ἐκλογῶν ἐπιτομὴ ἀπὸ φωνῆς Γρηγορίου Νύσσης καὶ Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ὠριγένους τὲ καὶ Φίλωνος τοῦ Καρπαθίου, Ἀπολλιναρίου, Εὐσεβίου Καισαρείας καὶ ἑτέρων διαφόρων, ἤγουν Διδύμου, τοῦ Ἁγίου Ἰσιδωρήτου καὶ Θεοφίλου».
21. Σχόλια, πρόκειται περὶ συντόμου ἑρμηνείας λέξεων καὶ φράσεων κειμένου, ἰδιαιτέρως ἀρχαίων συγγραφέων. Ὁ Ἰωάννης Σκυθοπολίτης ἦτο ὁ πρῶτος χριστιανὸς συγγραφεὺς ὅστις ἐσχολίασε καὶ ὑπερήσπισε τὴν ὀρθοδοξίαν τῶν συγγραμμάτων τοῦ Νεοπλατωνικοῦ Ψευδο-Διονυσίου Ἀρεοπαγίτου: Corpus Areopagiticum.
22. Ὑμνογραφία, Εἰς τὸν τομέα τῆς θρησκευτικῆς ποιήσεως τῆς πρώτης Βυζαντινῆς περιόδου κατέχουν ἰδιαιτέραν θέσιν τὰ ἔργα τοῦ Συνεσίου Κυρηναίου. Ἐπηρεασμένος ἐκ τῶν Νεοπλατωνικῶν θεωριῶν περὶ τῆς «Τριάδος» (Ἰάμβλιχος), ὁ Συνέσιος ἐντυπωσιάζει μὲ τὰ κατ’ ἐπάναλψιν ῥητορικὰ σχήματα, κυρίως μὲ τὰς ἐπαναλήψεις καὶ τὰς ἀντιθέσεις. Θαυμαστὰ εἶναι, κατὰ τὴν περίοδον ταύτην, τὰ ἐπιτεύγματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὑμνογραφίας, ὅπως εἶναι οἱ ὕμνοι (κοντάκια) μὲ κορυφαῖον ἐκπρόσωπον τοῦ εἴδους τὸν Ῥωμανὸν τὸν Μελῳδόν (ς΄ αἰ.).
23. Φιλοσοφικὰ-Θεολογικὰ Συγγράμματα, Ἡ φιλοσοφικὴ κίνησις, ἰδίως πρὸς τὰ τέλη τῆς ἐν λόγῳ περιόδου, διατηρεῖ θεολογικὸν χαρακτῆρα, ἀπὸ τὸν ὁποῖον μόνον ἀργότερον καὶ κατὰ διαστήματα θὰ δύναται ἐν μέρει νὰ ἀπαλλαχθῇ. Πάντως ἡ χριστιανικὴ φιλοσοφία τῆς ἐποχῆς διαμορφώνεται μὲ Νεοπλατωνικὰς καὶ Ἀριστοτελικὰς ἐπιδράσεις. Εἰς τὴν φιλοσοφικὴν παράδοσιν ἀναφέρονται ὁ Ἰω. Φιλόπονος ὅστις ἠσχολήθη μὲ τὴν Ἀριστοτελικὴν φιλοσοφίαν καὶ μὲ τὰς διαμάχας μεταξὺ χριστιανῶν καὶ εἰδωλολατρῶν, ὅπως τὸ ζήτημα τῆς ἀϊδιότητος καὶ τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, χρησιμοποιῶν τὴν Ἀριστοτελικὴν φιλοσοφίαν διὰ νὰ ἑρμηνεύσῃ τὰ χριστιανικὰ δόγματα. Μὲ τὰ ἔργα του περὶ τοῦ κόσμου, τῆς δημιουργίας Ἰωάννου τοῦ Φιλοπόνου τῶν εἰς τὴν Μωϋσέως κοσμογονίαν ἐξηγητικῶν καὶ τῆς ἀϊδιότητός του Περὶ ἀϊδιότητος τοῦ κόσμου, ἐξελίχθη εἰς πνευματικὴν μορφὴν εὐρυτέρας ἀκτινοβολίας. [348] Eἰς τὸ πρῶτον ἔργον ὁ Ἰω. Φιλόπονος ἀκολουθεῖ τὴν ἀρχαίαν Ἑλληνικὴν σκέψιν ἐνῷ εἰς τὸ δεύτερον συζητεῖ περισσότερον ὡς θεολόγος. Εἰς τὸν χῶρον τῆς φιλοσοφίας ἀνήκει καὶ ὁ Συνέσιος μὲ τὸ ἔργον του Περὶ Προνοίας.
24. Φιλοσοφικὰ Ὑπομνήματα, ἑρμηνευτικὴ ἢ ἐπεξηγηματικὴ σημείωσις ἢ σχόλιον εἰς κείμενον ἑνὸς συγγραφέως. Ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος ἠσχολήθη μὲ τὸν ὑπομνηματισμὸν φιλοσοφικῶν ἔργων, κατὰ τοὺς ἐν λόγῳ χρόνους, εἶναι ὁ Ἰω. Φιλόπονος, ὅστις, μὲ τὰ πολλὰ ὑπομνήματά του εἰς τὰ ἔργα τοῦ Ἀριστοτέλους κυρίως, ἐπηρέασε σημαντικῶς τοὺς κατόπιν θεολόγους.
25. Φυσικὴ Ἱστορία, εἶναι λογοτεχνικὸν εἶδος εἰς τὸ ὁποῖον ἡ ἱστορία σχετίζεται μὲ τὴν φύσιν. Ἐνδεικτικῶς ἀναφερόμεθα εἰς τὰ δύο ἔργα τοῦ Τιμοθέου Γαζαίου Περὶ τετραπόδων θηρίων τῶν Ἰνδιῶν, τῆς Ἀραβίας, τῆς Αἰγύπτου καὶ τῆς Λιβύης καὶ περὶ ὀρνέων ξένων καὶ ἀλλοκότων καὶ ὄφεων [349] καὶ Ἵππων φύσεις κατὰ ἔθνος. [350]
26. Χρονογραφία, κατὰ τὴν παλιοτέραν ταύτην περίοδον τῆς Βυζαντινῆς γραμματείας ἐμφανίζεται καὶ ἡ «χρονογραφία», εἶδος παγκοσμίου ἱστορίας, ἀπὸ κτίσεως τοῦ κόσμου μέχρι τῶν γεγονότων τῆς ἐποχῆς τοῦ συγγραφέως, ἥτις ἐγράφετο συνήθως ὑπὸ μὴ λογίων συγγραφέων καὶ ἀπηυθύνετο εἰς τὸν πολὺν κόσμον [351] καὶ τὰς εὐρείας τάξεις τοῦ Βυζαντινοῦ λαοῦ. Ὁ Ἰω. Μαλάλας θεωρεῖται ὁ πατὴρ τῆς χρονογραφίας, ὅστις ἐτελειοποίησε αὐτὴν παραθέτων πλῆθος πληροφοριῶν καὶ ἀποσπασμάτων ἀπὸ ἀπολεσθέντα ἔργα παλαιοτέρων συγγραφέων.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Εἰς τὸν χῶρον τῶν Γραμμάτων, οἱ δύο κόσμοι, ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ χριστιανικός, εὑρίσκονται ἀκόμη ἀντιμέτωποι, ἀλλὰ ὁ ἀγὼν ἔχει οὐσιαστικῶς κριθῆ ὑπὲρ τοῦ Χριστιανισμοῦ. Εἰς δὲ τὸν χῶρον τῆς παιδείας τὸ ἀναμφισβήτητον προβάδισμα ἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν αἱ μεγάλαι ῥητορικαὶ καὶ φιλοσοφικαὶ σχολαὶ τοῦ ἐθνικοῦ κόσμου εἰς τὰς πόλεις τῆς Ἑλληνιστικῆς Ἀνατολῆς (Ἀντιόχειαν, Γάζαν καὶ περισσότερον εἰς τὴν Ἀλεξάνδρειαν), ὅπου διδάσκουν καὶ παιδεύονται ἄνδρες οἵτινες διαπρέπουν εἰς τὰ Γράμματα καὶ εἰς τὴν διοίκησιν τῆς Ἐκκλησίας.

Footnotes

[ back ] 1. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 48.

[ back ] 2. The Cambridge History of the Early Christian Literature, ἔκδ. F. Young, L. Ayres, and A. Louth, Cambridge 2004, σ. 342.

[ back ] 3. G. Kennedy, Greek Rhetoric under Christian Emperors, Princeton 1983, σ.149.

[ back ] 4. Ν. Ε. Τζιράκης, Μέγας Βασίλειος καὶ Ἑλληνισμός, Ἀθῆναι 2004, σ. 28.

[ back ] 5. Ἰωάννου Μαλάλα, Χρονογραφία, ἔκδ. L. Dindorf, [CSHB. Bonn 1831], σ. 211.

[ back ] 6. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. α΄, σ. 129.

[ back ] 7. «χρηματίσαι τε πρώτως ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς» (Πράξ. 11:26).

[ back ] 8. Γ. Πατρώνου, Ἑλληνισμὸς καὶ Χριστιανισμός, ἔκδ. α΄, Ἀθήνα 2003, σσ. 24, 25. Περὶ τῆς Ἀντιοχείας τῶν Χριστιανῶν καὶ τῶν ἐθνικῶν τοῦ δ΄ καὶ τοῦ ε΄ αἰῶνος χρησιμοτάτη ἡ ἐργασία τοῦ A. J. Festugiere, Antioche païenne et chrétienne, Paris 1959.

[ back ] 9. Λιβανίου, Λόγος Ἀντιοχεικός, 11, 185, ἔκδ. R. Foerster, τόμοι 1-4, Leipzig 1903-1908.

[ back ] 10. J. Quasten, Patrology II, Westminster 1953, σσ. 121-123, βλ. καὶ ODB, τόμ. 2, σσ. 1255, 1256.

[ back ] 11. OCD, σ. 1103.

[ back ] 12. Αὐτόθι, σ. 883.

[ back ] 13. The Cambrige History of the Early Christian Literature, σ. 342.

[ back ] 14. ODB, τόμ. 1, σ. 118, A. Grillmeier, Christ in Christian Tradition, London 1965, σσ. 243-270, 329-452, G. Downey, A History of Antioch in Syria: from Seleucus to the Arab Conquest, Princeton 1961.

[ back ] 15. «Ἀλλὰ καὶ τοὺς ἰατρούς τε καὶ διδασκάλους τῶν ἐλευθερίων τῶν ἀναγκαίων ἀπορεῖσθαι πεποίηκε. τάς τε γὰρ σιτήσεις, ἃς οἱ πρότερον βεβασιλευκότες ἐκ τοῦ δημοσίου χορηγεῖσθαι τούτοις δὴ τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἔταξαν, ταύτας δὴ οὗτος ἀφείλετο πάσας. καὶ μὴν καὶ ὅσους οἱ τὰς πόλεις οἰκοῦντες ἁπάσας πολιτικῶν σφίσιν ἢ θεωρητικῶν οἴκοθεν πεποίηνται πόρους, καὶ τούτους μεταγαγὼν φόροις ἀναμῖξαι τοῖς δημοσίοις ἐτόλμησε», Προκοπίου, Ἀνέκδοτα, ἔκδ. G. Wirth, τόμ. 3, Leipzig 1963, 26,5-6.

[ back ] 16. Susan B. Edgington, “Antioch: Nedieval City of Culture”, σσ. 247-259, ἐν Orientalia Lovaniensia Analecta, East and West in the Middle East Mediterranean I, ἔκδ. K. Ciggaar and M. Metcalf, Peeters 2006.

[ back ] 17. Ὁ Θεοφάνης ἀναφέρει ὅτι: «παρέλαβε Χοσρόης, ὁ βασιλεὺς Περσῶν, Ἀντιόχειαν τῆς Συρίας τὴν μεγάλην, καὶ εἰσῆλθεν ἐν Ἀπαμείᾳ καὶ ἑτέραις πόλεσιν» Θεοφάνους, Χρονογραφία, ἔκδ. C. de Boor, 218, 18. βλ. καὶ N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 48.

[ back ] 18. George L. Kustas, Studies in Byzantine Rhetoric, Ἀνάλεκτα Βλατάδων 17, Πατριαρχικὸν Ἵδρυμα Πατερικῶν Μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1973, σ. 45. Ὁ Λιβάνιος χαρακτηρίζεται ὑπὸ τοῦ Σωζομενοῦ ὡς «Λιβάνιος ὁ Σύρος σοφιστής», Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἔκδ. J. Bidez and G. Hansen, [Die griechischen christlichen Schriftsteller 50, Berlin 1960], 6, 1, 14, 4.

[ back ] 19. Πληροφορίαι περὶ τοῦ βίου καὶ δράσεώς του παρέχουν οἱ λόγοι καὶ αἱ ἐπιστολαί του καὶ ἡ βιογραφία ἡ γραφεῖσα ὑπὸ Εὐναπίου, Βίοι Φιλοσόφων, ἔκδ. J. Giangrande, Rome 1956, 16, 1, 1ἕξ, καθὼς ἐπίσης τὸ σύντομον σημείωμα εἰς τὸ λεξικὸν τῆς Σούδας: «Λιβάνιος, σοφιστής, Ἀντιοχεύς, τῶν ἐπὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ βασιλέως χρόνων καὶ μέχρι Θεοδοσίου τοῦ πρεσβύτου… ἔγραψεν ἄπειρα ἐν οἷς Ἐγκώμιον εἰς Κωνστάντιον τὸν βασιλέα, ἕτερον εἰς Ἰουλιανόν, Μελέτας ∙ητορικάς καὶ ἐπιστολάς», λ, 486, 1ἕξ.

[ back ] 20. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. α΄, σ. 125. Περὶ τοῦ Λιβανίου ὡς διδασκάλου βλ. ἰδίᾳ τὸν A. J. Festugiere, Antioche païenne et chrétienne, σσ. 91-119.

[ back ] 21. Ἀπὸ τοὺς λόγους του, ἐνδιαφέροντες εἶναι οἱ 8 ἀναφερόμενοι εἰς τὸν Ἰουλιανὸν τὸν Παραβάτην, τὸν ὁποῖον ἐθαύμαζεν ὁ Λιβάνιος, A. F. Norman, Libanius: Selected Works, τόμ. 1, LCL, Harvard 1969, σ. xli, βλ. καὶ Λόγ. 17 καὶ Λόγ. 18.

[ back ] 22. Τὰ προγυμνάσματα εἶναι βραχεῖαι ῥητορικαὶ μελέται καὶ ἀσκήσεις εἰς τὰς ὁποῖας οἱ μαθηταὶ ἐκαλλιέργον θέματα χρησιμοποιοῦντες τὴν φιλολογικήν των κατάρτισιν τὴν ἀποκτηθεῖσαν κατὰ τὰ προηγούμενα ἔτη, βλ. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σσ. 138-144 καὶ E. J. Watts, City and School in Late Antiquity Athens and Alexandria, Berkeley- Los Angeles- London 2006, σ. 3. Τὰ ἔργα ταῦτα ἀποτελοῦν τμῆμα τῆς ἐργασίας του ὡς διδασκάλου τῆς σοφιστικῆς καὶ καλύπτουν ὁλόκληρον τὸν τομέα τοῦ σοφιστικοῦ κινήματος μὲ ἐπεξεργασίαν τῶν φιλοσοφικῶν, μυθολογικῶν, ἱστορικῶν καὶ κοινωνικῶν ζητημάτων, A. F. Norman, Selected Works, σ. xlviii. Ἦσαν πρότυπα διὰ τοὺς σπουδαστὰς καὶ τὰς δημοσίας ἐπιδείξεις καταρτίσεως.

[ back ] 23. Ἑλληνικὴ Ἀνθολογία 7. 747, ed. H. Beckby, 4 τόμοι, 2η ἔκδ., τόμ. 2, Munich 1965.

[ back ] 24. Λιβανίου, Λόγοι 1-64, ἔκδ. R. Foerster, 4 τόμοι, Leipzig 1903-1908, τόμ. 1. 1, Λόγος 1.

[ back ] 25. “Περὶ τοῦ Ἰουλιανοῦ καὶ τῆς στάσεώς του ἔναντι τοῦ Χριστιανισμοῦ” βλ. Πολύμνια Ἀθανασιάδη, Ἰουλιανός: Μία Βιογραφία, 2η ἔκδ., Ἀθήνα 2005.

[ back ] 26. A. F. Norman, Selected Works, σ. xlviii.

[ back ] 27. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. α΄, σ. 126.

[ back ] 28. Ν. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 49.

[ back ] 29. Εἷς τῶν κορυφαίων ῥητόρων τοῦ β΄ αἰ. (129-189 μ. Χ.), βλ. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 138.

[ back ] 30. G. Kennedy, Greek Rhetoric under Christian Emperors, σ. 163.

[ back ] 31. Ῥητορικὰ Ἀνώνυμα, ἔκδ. Walz, Stuttgart 1834, τόμ. 3, σ. 573.

[ back ] 32. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 49.

[ back ] 33. Λιβανίου,Ὑποθέσεις τῶν λόγων Δημοσθένους, ἔκδ. R. Foerster, τόμ. 8, Leipzig 1915.

[ back ] 34. P. Petit, “Recherchés sur la publication et la diffusion des discourses de Libanius”, Historia 5, (1956), σσ. 479-509.

[ back ] 35. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 48.

[ back ] 36. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. α΄, σ. 460. Περὶ τοῦ Θεοδωρήτου ὡς συγγραφέως βλ. καὶ A. J. Festugiere, Antioche païenne et chrétienne, σσ. 245 ἕξ.

[ back ] 37. NPNF, 2η σειρά, τόμ. γ΄, σ. 18.

[ back ] 38. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 46.

[ back ] 39. PG 75, 1148Α-1189A.

[ back ] 40. PG 75, 1420B-1477B. Τὰ δύο ἔργα ταῦτα ἀποδίδονται καὶ εἰς τὸν ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Κύριλλον Ἀρχιεπίσκοπον Ἀλεξανδρείας καὶ ἐκδίδονται χωριστῶς εἰς δύο βιβλία, βλ. CPG III, 6216.

[ back ] 41. PG 83, 336C-556A.

[ back ] 42. Ἔκδ. P. Canivet, 2 τόμοι, [Sources Chrétiennes 57, Paris 1958].

[ back ] 43. Ἔκδ. G. H. Ettlinger, Oxford 1975.

[ back ] 44. Ἔκδ. L. Parmentier καὶ F. Scheidweiler, 2η ἔκδ. [Die griechischen christlichen Schriftsteller 44. Berlin 1954].

[ back ] 45. Ἔκδ. P. Canivet καὶ A. Leroy-Molinghen, 2 τόμοι, [Sources Chrétiennes 234, 257, Paris, 1:1977, 2:1979].

[ back ] 46. Περὶ τῆς παραδόσεως τοῦ Θεοδωρήτου Κύρρου εἰς τὴν σύνταξιν τῶν ἐπιστολῶν βλ. τὴν μελέτην τῆς M. Monica Wagner, “A Chapter in Byzantine Epistolography the Letters of Theodoret of Cyrus”, DOP 4, (1948), σσ. 119-181.

[ back ] 47. J. N. Ljubarskij, “Man in Byzantine Historiography from John Malalas to Michael Psellos”, DOP 46, (1992), σσ. 177-186.

[ back ] 48. PG 97, 88C-718C.

[ back ] 49. Studies in Malalas, ἔκδ. Elizabeth Jeffreys and alli, Australian Association for Byzantine Studies, Byzantina Australensia 6, Sydney (1990), σ. 2. Κατὰ τὸν H. Hunger τὸ παρωνύμιόν του, τὸ ὁποῖον προέρχεται ἀπὸ τὸ Συριακὸν Malal=ῥήτωρ, δύναται νὰ σημαίνῃ τόσον τὸν «ἱεροκήρυκα» ὅσον καὶ τὸν «νομικόν», H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 116, ἢ ὅπως ἰσχυρίζεται ὁ J. A. S. Evans Μαλάλας σημαίνει ῥήτωρσχολαστικός. Τοῦτο δηλοῖ ὅτι ὁ Ἰω. Μαλάλας ἦτο δικηγόρος, πιθανὸν εἰς τὴν δημοσίαν διοίκησιν τῆς Ἀντιοχείας καὶ τῆς ΚΠόλεως, Ἡ Ἐποχὴ τοῦ Ἰουστινιανοῦ, Ἀθήνα 1999, σ. 27.

[ back ] 50. Brian Croke, Studies in Malalas, σ. 3.

[ back ] 51. C. Mango, Βυζάντιο: Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ῥώμης, σ. 229. Περὶ τῆς καταστάσεως τοῦ κειμένου εἰδικώτερον βλ. B. Flusin, “Les excerpta constantiniens et la chronographie de Malalas”, ἐν Joëlle Beaucamp et al., Recherches sur la Chronique de Jean Malalas, I, Paris 2004, 119-136. Χρήσιμοι καὶ αἱ λοιπαὶ αὐτόθι μελέται, ὡς καὶ τὰ προλεγούμενα τῆς προσφάτου κριτικῆς ἐκδόσεως τοῦ κειμένου ὑπὸ Io. Thurn, Ἰωάννου Μαλάλα, Χρονογραφία, Berolini et Novi Eboraci 2000, σσ. 1*-4*.

[ back ] 52. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 117.

[ back ] 53. P. Lemerle, Ὁ Πρῶτος Βυζαντινὸς Οὐμανισμός, σσ, 71, 72.

[ back ] 54. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, Ἀθήνα 1991, σ. 59.

[ back ] 55. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 118.

[ back ] 56. Studies in Malalas, ἔκδ. Elizabeth Jeffreys and alli, σ. 170.

[ back ] 57. G. Downey, Gaza in the Early Sixth Century, Oklahoma 1963, σσ. 1-19, Β. Bitton–Ashkelony and Aryeh Kofsky, The Monastic Scholl of Gaza, Supplements to Vigiliae Christianae, τόμ. 78, Brill 2006, σ. 7.

[ back ] 58. ISBE, AGES Software, USA Version 1.0, 1997, τόμ. 4, σ. 327-328.

[ back ] 59. Γρηγορίου Θεολόγου, Κατὰ Ἰουλιανοῦ Βασιλέως, 1 (Λόγος 4), PG 35, 616A.

[ back ] 60. Λιβανίου, Λόγος 55,33-34, ἔκδ. R. Foerster.

[ back ] 61. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 7, 6, 2,3-4, ἔκδ. F. Boulenger, Paris 1908.

[ back ] 62. Τοῦ Πορφυρίου αἱ δραστηριότητες εἶναι γνωσταὶ ἐκ τῆς βιογραφίας αὐτοῦ τῆς γραφείσης ὑπὸ Μάρκου Διακόνου, βλ. κατωτέρω.

[ back ] 63. Μάρκου Διακόνου, Βίος Πορφυρίου ἐπισκόπου Γάζης, ἔκδ. H. Grégoire and M. A. Kugener, Paris 1930, 92,1-3.

[ back ] 64. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 51.

[ back ] 65. G. Kennedy, Greek Rhetoric, σ. 169.

[ back ] 66. F. K. Litsas, “Choricius of Gaza and his Description of Festival at Gaza”, JÖB 32, (1982), σσ. 427-436.

[ back ] 67. Αὐτόθι.

[ back ] 68. G. Downey, Gaza in the Early Sixth Century, σ. 108.

[ back ] 69. L. D. Reynolds and N. G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ Φιλόλογοι, Ἀθήνα 2001, σ. 70.

[ back ] 70. Αὐτόθι, σ. 184. Κατὰ τὸν Ἀφθόνιον, «Ἡ ἠθοποιία, ἐστὶ μίμησις ἤθους ὑποκειμένου προσώπου» βλ. Ἀφθονίου, Προγυμνάσματα, ἔκδ. H. Rabe, [Rhetores Graeci, Leipzig 1926], τόμ. 10, σ. 34.

[ back ] 71. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 162.

[ back ] 72. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 51.

[ back ] 73. Προκοπίου Γαζαίου, Ἐπιστολαί, ἔκδ. A. Garzya and R. J. Loenertz, Studia Patristica et Byzantina 9, Ettal 1963, ἐπισ. 119.

[ back ] 74. Χορικίου Γαζαίου, Ἔργα, ἔκδ. R. Foerster and E. Richtsteig, Leipzig 1929, λόγος 8, 21,8-11.

[ back ] 75. G. Kennedy, Greek Rhetoric, σ. 170.

[ back ] 76. Ἐκ τῶν “εἰς τὰ Πρόκλου θεολογικὰ κεφάλαια ἀντιῤῥήσεων Προκοπίου Γάζης ἀντιῤῥήσεις κεφαλαίου ρμς”, PG 87ΒIS, 2792e-h.

[ back ] 77. ODB, τόμ. 1, σ. 391.

[ back ] 78. PG 87ΒIS, 1545A-1754C.

[ back ] 79. L. D. Reynolds, N. G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ Φιλόλογοι, σσ. 70, 71.

[ back ] 80. Τὰς ἐπιστολὰς ἔχουν δημοσιεύσει οἱ A. Garzya and R. J. Loenertz, βλ. Ἐπιστολαὶ 1-166, [Studia Patristica et Byzantina 9, Ettal: Buch-Kunstverlag 1963, E. V. Maltese, Ἐπιστολή (e cod. Es gr. 234), “Un’epistola inedita di Procopio di Gaza”, Parola del Passato 39, (1984), σσ. 53-54, L. G. Westerink, “Ein unbekannter Brief des Prokopios von Gaza”, BZ 60, (1967), σσ. 1-2, Eugenio Amato/ Friburg, “Sei Epistole Mutuae Inedite di Procopio di Gaza ed il retore Megezio”, BZ 98, (2005), σσ. 367-382.

[ back ] 81. Διάλεξις 2, 53.

[ back ] 82. Διάλεξις 3, 5, 6, πρβλ. καὶ τὴν Θεογονίαν τοῦ Ἡσιόδου, ἔκδ. M. L. West, Oxford 1966, 189.

[ back ] 83. Λουκιανοῦ σοφιστοῦ, Ἔργα, ἔκδ. M. D. Macleod, τόμ. 1. Oxford 1972, 2, 17.

[ back ] 84. Ἀφθονίου, Διαλέξεις, ἔκδ. H. Rabe, Leipzig 1926, σ. 3.

[ back ] 85. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 185, μελέτη 7, 33.

[ back ] 86. Προκοπίου Γαζαίου,Ἔκφρασις εἰκόνος, ἔκδ. P. Friedländer, Spätantiker Gemäldezyklus in Gaza [Studi e Testi 89, Vatican City 1939], 5-18.

[ back ] 87. Προκοπίου Γαζαίου,Ἔκφρασις Ὡρολογίου, ἔκδ. H. Diels, “Über die von Prokop beschriebene Kunstuhr von Gaza” Abhandlungen der königlich preussischen Akademie der Wissenschaften, Philosoph.-hist. Kl. 26.7. Berlin 1917: 27-39.

[ back ] 88. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 52.

[ back ] 89. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. β΄, σ. 107.

[ back ] 90. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 160. Ἡ ἀκριβὴς χρονολόγησις τῆς ζωῆς του εἶναι δύσκολος, ἀλλὰ τὰ ἔργα του χρονολογοῦνται εἰς τὰ ἔτη 520-540.

[ back ] 91. «Ἀνεγνώσθη Χορικίου σοφιστοῦ Γάζης μελέται καὶ συντάξεις λόγων διάφοροι. Οὗτος χαίρει μὲν εὐκρινείᾳ καὶ καθαρότητι…», Φωτίου, Βιβλιοθήκη , κῶδ. 160.

[ back ] 92. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 139.

[ back ] 93. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 160.

[ back ] 94. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 51.

[ back ] 95. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 162.

[ back ] 96. Χορικίου Γαζαίου, Ἔργα, ἔκδ. R. Foerster and E. Richtsteig, λόγος 8.

[ back ] 97. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. α΄, σ. 107.

[ back ] 98. Ἕλληνες Ῥήτορες, ἔκδ. C. Walz, τόμ. 3, Stuttgart 1834, σσ. 571, 572, 573.

[ back ] 99. Ἰ. Ε. Στεφανῆ, Χορικίου σοφιστοῦ Γάζης Συνηγορία Μίμων, Θεσσαλονίκη 1986.

[ back ] 100. Η. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 237.

[ back ] 101. Αὐτόθι.

[ back ] 102. C. Mango, Βυζάντιο: Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ῥώμης, σ. 293.

[ back ] 103. Gedaliahu G. Stroumsa, “Gnostics and Manicheans in Byzantine Palestine”, Studia Patristica XVIII, (1989), σσ. 273-278.

[ back ] 104. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. α΄, σ. 437.

[ back ] 105. Μάρκου Διακόνου, Βίος Πορφυρίου ἐπισκόπου Γάζης, 64,1-17.

[ back ] 106. ODB, τόμ. 2, σ. 1302, Μάρκου Διακόνου, Βίος Πορφυρίου ἐπισκόπου Γάζης, κεφ. 44, 1, 2 καὶ κεφ. 45,1-3.

[ back ] 107. G. Downey, Gaza in the Early Sixth Century, σ. 112 καὶ ἰδίᾳ R. A. Kaster, Guardians of Language: The Grammarian and Society in Late Antiquity, Berkeley- Los Angeles- London 1988, σσ. 368-370, ἀρ. 156.

[ back ] 108. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 67.

[ back ] 109. H. Hunger, Die hochsprachliche profane Literatur der Byzantiner, München 1978, τόμ. β΄, σσ. 18, 19. Ἀλλὰ περὶ τοῦ Ἰωάννου Χάρακος τὰ χρονικὰ ὅρια κυμαίνονται μεταξὺ ϛ΄ καὶ θ αἰῶνος, βλ. R. A. Kaster, Guardians of Language: The Grammarian and Society in Late Antiquity, σσ. 391-392, ἀρ. 199.

[ back ] 110. Κ. Κrumbacher, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας, τόμ. β΄, σ. 350.

[ back ] 111. G. Downey, Gaza in the Early Sixth Century, σ. 112.

[ back ] 112. Σούδας Λεξικόν, τ, 621.

[ back ] 113. Ζωσίμου, Ἱστορία Νέα, ἔκδ. F. Paschoud, τόμοι, 1-3, Paris 1971-1989, 1, 3, 1ἕξ.

[ back ] 114. Σούδας Λεξικόν, τ, 621, ODB, τόμ. 1, σ. 450. Περὶ τοῦ αὐτοκράτορος Ἀναστασίου Α΄ καὶ τῆς καταργήσεως τοῦ φόρου τοῦ χρυσαργυρίου βλ. Γεωργίου Κεδρηνοῦ, Σύνοψις Ἱστοριῶν, ἔκδ. I. Bekker, τόμ. 1, σ. 626,22-24– σ. 627,1-13.

[ back ] 115. Γεωργίου Κεδρηνοῦ, Σύνοψις Ἱστοριῶν, ἔκδ. I. Bekker, τόμ. 1, σ. 627, 12.

[ back ] 116. M. Haupt, Excerpta ex Timothei Gazaei Libris de Animalibus, Hermes 3, (1869), σσ. 5-30, βλ. καὶ Τιμοθέου Γαζαίου, Ἵππων Φύσεις κατὰ ἔθνος, ἔκδ. E. Oder and K. Hoppe, Corpus Η ippiatricorum Graecorum, τόμ. 2, Leipzig 1927.

[ back ] 117. F. S. Bodenheimer and A. Rabinowitz, Timotheus of Gaza on Animals: Fragments of a Byzantine Paraphrase of an animal-Book of the Fifth Century AD (Paris and Leiden 1949).

[ back ] 118. Anne-Marie Doyen-Higuet, “Ὰ propos d’ un texte de Timothée de Gaza sur les races équines repris dans une recension du Corpus des hippiatres grecs”, XX Congres International des Études byzantines, Pré-actes III. Communacationes Libres, Paris 2001, σ. 88, Anne Mccabe, The Hippiatrika and Byzantine Compilations, αὐτόθι, σ. 89.

[ back ] 119. Κυνηγετικά, ἔκδ. A.W. Mair, Cambridge 1928.

[ back ] 120. Περὶ τοῦ Ἀψύρτου βλ. Σούδας Λεξικόν, α, 4739. Τοῦ Ἀψύρτου σώζεται ἓν ἔργον μὲ τίτλον «Περὶ Πυρετοῦ» τὸ ὁποῖον ἐδημοσιεύθη εἰς τὰ Hippiatrica Berolinensia, ἔκδ. E. Oder καὶ K. Hoppe, Corpus Ηippiatricorum Graecorum, τόμ. 1, Leipzig 1924.

[ back ] 121. Plinii Secundi Naturalis Historia, Libri XXXVII, 5 τόμοι, ἔκδ. Mayhoff, 1892-1909.

[ back ] 122. Στράβωνος, Γεωγραφικά, ἔκδ. A. Meineke, 3 τόμοι, Leipzig 1877.

[ back ] 123. G. Downey, Gaza in the Early Sixth Century, σ. 112.

[ back ] 124. Pizzi, “La Grammatica Greca di Timoteo Gaza ed Erasmo”, Atti dello VIII Congresso Internazionale di Studi Bizantini, Associazione Nazionale per gli Studi Bizantini, Roma 1953, σσ. 183-188.

[ back ] 125. R. Reitzenstein, Geschichte der griechischen Etymologika, Leipzig 1897, σ. 296.

[ back ] 126. J. A. Cramer, τόμ. 4, Oxford 1841, σσ. 239-244.

[ back ] 127. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 387.

[ back ] 128. ΘΗΕ, τόμ. 2, σ. 45.

[ back ] 129. Βλ. The Hellenistic Age, Aspects of Hellenistic Civilization, ἰδίως The Hellenistic Age and the History of Civilization ὑπὸ J. B. Bury, New York 1970, σσ. 1-30 καὶ τὸ πάντοτε χρήσιμον ἔργον τοῦ Μ. Γ. Δημίτσου, Ἱστορία τῆς Ἀλεξανδρείας, Ἀθῆναι 1885.

[ back ] 130. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζαντιο, σ. 65.

[ back ] 131. Περὶ τῆς Σχολῆς τῆς Ἀλεξανδρείας βλ. E. J. Watts, City and School in Late Antiquity, σσ. 204-231.

[ back ] 132. Mostafa El-Abbadi, “The Alexandria Library in History”, ἐν Alexandria, Real and Imagined, ἔκδ. A. Hirst and M. Silk, Ashgate 2004, σ. 167. Κλασσικὸν τὸ ἔργον τοῦ E. A. Parsons, The Alexandrian Library. Glory of the Hellenic World, London 1952.

[ back ] 133. Περὶ τῶν προϊσταμένων τῆς Ἀλεξανδρινῆς βιβλιοθήκης καὶ τῶν ἔργων των βλ. L. Casson, Οἱ Βιβλιοθήκες στὸν Ἀρχαῖο Κόσμο, Ἀθήνα 2006, σσ. 65-75.

[ back ] 134. Εὐκλείδου, Στοιχεῖα, ἔκδ. E. S. Stamatis, 4 τόμοι, 2η ἔκδ. Leipzig 1969–1973.

[ back ] 135. The Oxford Companion to Classical Literature, ἔκδ. Paul Harvey, Oxford 1966, σ. 39.

[ back ] 136. Πτολεμαίου, Μαθηματικὴ Σύνταξις, ἔκδ. J. L. Heiberg, τόμοι, 1.1-1.2. Leipzig 1.1:1898, 1.2:1903. Al-magest εἶναι ὁ ἀραβικὸς τίτλος τοῦ συγγράμματος τοῦ Πτολεμαίου, Μαθηματικὴ Σύνταξις. Ὁ τίτλος Al-Magest προϋποθέτει τὸν τίτλον Μεγίστη (δηλ. σύνταξις) ἀφοῦ Al-magest=ἡ Μεγίστη, N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 65.

[ back ] 137. Mostafa El-Abbadi, “The Alexandria Library in History”, ἐν Alexandria, Real and Imagined, σ. 171.

[ back ] 138. Γαληνοῦ, Εἰς τὸ τρίτον βιβλίον τῶν ἐπιδημιῶν Ἱπποκράτους ὑπόμνημα πρῶτον, ἔκδ. E. Wenkebach, [Corpus Medicorum Graecorum, τόμ. 5, 10, 2, 1, Leipzig 1936], σ. 606.

[ back ] 139. ΘΗΕ, τόμ. 2, σ. 45.

[ back ] 140. Περὶ τοῦ βίου τοῦ Πλωτίνου βλ. Πορφυρίου, Περὶ τοῦ Πλωτίνου βίου καὶ τῆς τάξεως τῶν βιβλίων αὐτοῦ, ἔκδ. P. Henry and H.-R. Schwyzer, τόμ. 1. Leiden 1951: 1-41. βλ. καὶ Πλωτίνου, Ἐννεάδες, ἔκδ. P. Henry and H.-R. Schwyzer, 3 τόμοι, Leiden 1951-1973.

[ back ] 141. Th. G. Sinnige, “Plotinus on the Human Person and its Cosmic Identity”, Vigliai Christianae 56 (2002), σσ. 292-295.

[ back ] 142. Ὁ Ἱερώνυμος ἀνάγει τὴν ἀρχὴν τῆς Σχολῆς εἰς τὸν Εὐαγγελιστὴν Μᾶρκον, De Viris Illustribus 36, PL 23, 651, ἐνῷ ὁ Εὐσέβιος θεωρεῖ τὴν Σχολὴν «ἐξ ἀρχαίου ἔθους διδασκαλείου τῶν ἱερῶν λόγων», βλ. Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἔκδ. G. Bardy, 3 τόμοι, [Sources Chrétiennes 31, 41, 55, Paris 1:1952, 2:1955, 3:1958], ε΄, 10, 1.

[ back ] 143. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 65.

[ back ] 144. Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἔκδ. G. Bardy, β΄, 16, 1.

[ back ] 145. Raafat Abdul Hamid, Al-dawla wal-kanissa (Κράτος καὶ Ἐκκλησία), τόμ. 3, Κάιρον 2001, σσ. 405-413, (Ἀραβιστί).

[ back ] 146. Father Makary El-Souriany, “Christian Education in the Early Coptic Church”, Bulletin de l’Institut des Etudes Coptes, (1958), σσ. 54-69.

[ back ] 147. “Alexandria”, ἐν International Standard Bible Encyclopedia, τόμ. 1, σσ. 331-340.

[ back ] 148. Raafat Abdul Hamid, Al-dawla wal-kanissa (Κράτος καὶ Ἐκκλησία), τόμ. 3, σ. 23.

[ back ] 149. Mostafa El-Abbadi, “The Alexandria Library in History”, ἐν Alexandria, Real and Imagined, σ. 174 καὶ προσφάτως λεπτομερῶς ὁ E. J. Watts, City and School in Late Antiquity, σσ. 143-256 (Ἡ θύραθεν καὶ ἡ Χριστιανικὴ Σχολὴ μέχρι καὶ τοῦ ς΄ αἰῶνος).

[ back ] 150. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 7, ἔκδ. F. Boulenger, Paris 1908, 6, 2.

[ back ] 151. Diana Delia, “From Romance to Rhetoric: The Alexandrian Library in Classical and Islamic Traditions”, The American Historical Review 97, (1992), σσ. 1449-1467.

[ back ] 152. Siddiq Ibn Hasan al-Qanawji, Abjad al Ulum, 3 τόμοι, Βηρυτός 1978, τόμ. 1, σ. 174, Rahalat Ibn Battuta, Βηρυτός 1985, τόμ. 1, σ. 57.

[ back ] 153. NPNF, 2η σειρά, τόμ. 7, σ. 447.

[ back ] 154. Περὶ τοῦ γεγονότος τούτου βλ. τὴν πρόσφατον κριτικὴν θεώρησιν τοῦ E. J. Watts, City and School, σσ. 111-142.

[ back ] 155. Joel L. Kraemer, “A Lost Passage from Philoponus’ Contra Aristotelem in Arabic Translation”, Journal of the American Oriental Society 85, (1965), σσ. 318-327. Τὴν ἐπὶ τοῦ προκειμένου πολιτικὴν τοῦ Ἰουστινιανοῦ αὐστηρὰν ὡς πρὸς τὴν Σχολὴν τῶν Ἀθηνῶν καὶ τὴν ὅλην διδασκαλίαν τῆς φιλοσοφίας (Νεοπλατωνικῆς) ἐν Ἀθήναις καὶ Ἀλεξανδρείᾳ βλ. παρὰ O. Mazul, Justinian I und seine zeit. Geschichte und Kultur des byzantinischen reiches in 6 jahrhundert, Köln-Weimann-Wien 2001, σσ. 459-464 καὶ M. Maas, The Cambridge Companion to the Age of Justinian, Cambridge 2005, 316-340 (ἰδίᾳ σ. 338, σημ. 39).

[ back ] 156. Σούδας Λεξικόν, θ, 205.

[ back ] 157. Lexikon des Mittelalters, VIII, Lexma Verlag Munchen, σ. 659.

[ back ] 158. Δαμασκίου φιλοσόφου, Βίος Ἰσιδώρου, ἔκδ. Zintzen, Hildesheim 1967, ἀποσ. 115, 5, 6.

[ back ] 159. Σούδας Λεξικόν, θ, 205.

[ back ] 160. Lexikon des Mittelalters, VIII, Lexma Verlag Munchen, σ. 659.

[ back ] 161. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 65.

[ back ] 162. Ἑλληνικὴ Ἀνθολογία, VII, 292, IX, 41, 491.

[ back ] 163. Siddiq Ibn Hasan al-Qanawji, Abjad al-ulum, τόμ. 2, σ. 302.

[ back ] 164. Ibn Abi Usaybia, Uyun Al-Anbaa fi Tabaqat al-Atibaa, ἔκδ. Nizar Rida, Βηρυτός, χ.χ. τόμ. 1, σ. 60.

[ back ] 165. Al-Nuwayri, Nihayat Al-arab, σ. 638.

[ back ] 166. Αὐτόθι, σ. 640.

[ back ] 167. Mostafa Al-Rumi, Kashf al-zunun, 2 τόμοι, Βηρυτός 1992, τόμ. 1, σ. 907.

[ back ] 168. Siddiq Ibn Hasan al-Qanawji, Abjad al-ulum, τόμ. 2, σ. 302.

[ back ] 169. Mostafa Al-Rumi, Kashf al-zunun, τόμ. 1, σ. 907.

[ back ] 170. Αὐτόθι, τόμ. 2, σ. 1810. Τοῦ ἔργου τούτου ὑπάρχουν δύο μεταφράσεις εἰς τὰ Συριακὰ καὶ τὰ Ἀραβικά, Ibn Al-Nadim, Al-Fihrist, vo. 1, σ. 348.

[ back ] 171. Ibn Al-Nadim, Al-Fihrist, τόμ. 1, σ. 344.

[ back ] 172. Ibn Abi Usaybia, Uyun Al-Anbaa fi Tabaqat al-Atibaa, τόμ. 1, σ. 300.

[ back ] 173. Ibn Al-Nadim, Al-Fihrist, τόμ. 1, σ. 375.

[ back ] 174. Αὐτόθι, τόμ. 1, σ. 343.

[ back ] 175. Ibn Abi Usaybia, Uyun Al-Anbaa fi Tabaqat al-Atibaa, τόμ. 1, σ. 300.

[ back ] 176. OCD, σ. 1058.

[ back ] 177. Ἡσυχίου Ἰλλουστρίου, Ἱστορία Ῥωμαϊκή τε καὶ παντοδαπή, ἔκδ. K. Müller, FHG 4, Paris 1841-1870, ἀποσ. 7,998-1003.

[ back ] 178. R. Penella, “When was Hypatia born?”, Historia 33, (1984), σσ. 126-128.

[ back ] 179. Δαμασκίου φιλοσόφου, Βίος Ἰσιδώρου, ἀπόσ. 102, 2.

[ back ] 180. Σούδας Λεξικόν, υ, 165.

[ back ] 181. Κυρία πηγὴ περὶ τοῦ θανάτου τῆς Ὑπατίας εἶναι ἡ Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία τοῦ Σωκράτους Σχολαστικοῦ, βλ. Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία, ἔκδ. W. Bright, 2η ἔκδ., Oxford 1893, 7, 15, βλ. καὶ E. J. Watts, City and School, σσ. 187-203, ἔνθα καὶ περὶ τῆς ἐπιπτώσεως τὴν ὁποίαν εἶχεν ὁ θάνατος τῆς μετριοπαθοῦς καὶ ἐπιστήμονος Ὑπατίας εἰς τὴν αὔξησιν τῆς θεουργικῆς φιλοσοφίας τοῦ Ἰαμβλίχου ἐν Ἀλεξανδρείᾳ. Διὰ περαιτέρω βλ. καὶ τοῦ αὐτοῦ, “The Murder of Hypatia: Acceptable or Unacceptable Violence?” ἐν Violence in Late Antiquity, ἐκδ. H. A. Darke, Aldershot 2005, σσ. 333-342, βλ. καὶ Maria Dzielska, Hypatia of Alexandria, (μτφρ. ἐκ Πολωνικῶν F. Lyra), Cambridge 1995 καὶ μετάφ. ἑλλην. ὑπὸ Γ. Κουνσουνέλου:Ὑπατία ἡ Ἀλεξανδρινή, Ἀθῆναι 1995.

[ back ] 182. “Sara Delamont, Hypatia’s Revenge?: Feminist Perspectives”, Social Studies of Science 32, (2002), σσ. 167-174, βλ. καὶ J. M. Rist, Hypatia, Phoenix 19, (1965), σσ. 214-225.

[ back ] 183. Debra Charpentier, “Women Mathematicians”, The Two-Year College Mathematics Journal 8, (1977), σσ. 73-79.

[ back ] 184. A. W. Richeson, “Hypatia of Alexandria”, National Mathematics Magazine 15, (1940), σσ. 74-82, βλ. καὶ Michael A. B. Deakin, “Hypatia and Her Mathematics”, The American Mathematical Monthly 101, (1994), σσ. 234-243.

[ back ] 185. Δαμασκίου φιλοσόφου, Βίος Ἰσιδώρου, ἀποσ. 102,6,7.

[ back ] 186. Ἐπιστολαί, ἔκδ. R. Hercher, Paris 1873. Βλ. καὶ Maria Dzielska,Ὑπατία ἡ Ἀλεξανδρινή, σσ. 60-65.

[ back ] 187. The Oxford Companion to Classical Literature, σσ. 285, 286.

[ back ] 188. Σούδας Λεξικόν, υ, 165.

[ back ] 189. “Commentary on the Almagest”, ἔκδ. A. Rome, Studi e Testi 106, Rome 1943.

[ back ] 190. David Pergamini, Life, Science, Library: Mathematics, New York 1969, σ. 50.

[ back ] 191. Πρὸς Παιόνιον περὶ τοῦ Δώρου, ἔκδ. N. Terzaghi, Rome 1944, IV, 13-16, O. Neugebauer, “The Early History of the Astrolabe. Studies in Ancient Astronomy IX”, Isis 40, (1949), σσ. 240-256.

[ back ] 192. The Oxford Companion to Classical Literature, σσ. 285, 286.

[ back ] 193. Περὶ τῆς φιλίας Συνεσίου καὶ Ὑπατίας διὰ τῶν ἐπιστολῶν του βλ. Joseph Vogt, Das Unverletzliche Gut: Synesios an Hypatia, Τιμητικὸν ἀφιέρωμα Κωνσταντίνῳ Ἰ. Μερεντίτῃ, ἐν Ἀθήναις 1972, σσ. 431-437.

[ back ] 194. Σούδας Λεξικόν, σ, 1151.

[ back ] 195. Ἔκδ. N. Terzaghi, Rome 1944: 143-189.

[ back ] 196. Ὕμνοι, ἔκδ. A. Dell’Era, Rome 1968: 33-167.

[ back ] 197. Ἑλληνικὴ Ἀνθολογία, 16.76, 79.

[ back ] 198. Ἀναφέρεται ὑπὸ Β. Ν. Τατάκη, Βυζαντινὴ Φιλοσοφία, σ. 236.

[ back ] 199. Τὸ ἔργον τοῦ Συνεσίου μελετᾶται κριτικῶς ὑπὸ N. Terzaghi, Opuscula, τ. I, II καὶ ὑπὸ A. Garzya, Ἐπιστολαί. Νεωτέρα ἔκδοσις εἰς τὴν σειρὰν Les Belles Lettres, τ. I-IV (συνεχίζεται). Χρήσιμα τὰ προλεγόμενα τῶν τόμων τούτων.

[ back ] 200. Δίων ἢ περὶ τῆς κατ’ αὐτὸν διαγωγῆς, ἔκδ. N. Terzaghi, Rome 1944, 28, 19.

[ back ] 201. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 26.

[ back ] 202. Ν. Β. Τωμαδάκη, Ἡ Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία καὶ Ποίησις, σσ. 21, 22.

[ back ] 203. Ν. Β. Τωμαδάκη, Ἡ Βυζαντινὴ Ὑμνογραφία καὶ Ποίησις, σ. 22.

[ back ] 204. Πινδάρου, Ἴσθμια, ἔκδ. H. Maehler, μέρ. 1, 5η ἔκδ. Leipzig 1971, πρβλ. ᾠδὴ 8, 66 καὶ Συνεσίου ὕμνον 1, 396.

[ back ] 205. Συνεσίου, Ἐπιστολαί, ἔκδ. R. Hercher, Paris 1873, ἐπισ. 105.

[ back ] 206. Ὁ Κ. Krumbacher ὁμιλεῖ περὶ τριῶν Θεοδοσίων ἀποδίδων εἰς ἕκαστον διαφορετικὰ ἔργα, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σσ. 509, 510 καὶ τόμ. β΄, 568, 596 καὶ 626. Εἰκάζει ὅτι ὑπάρχει ἡ πιθανότης νὰ ταυτίζονται οἱ δὺο ἐξ αὐτῶν, χωρὶς ὅμως νὰ τοὺς χρονολογῇ, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 626. Ὁ καθηγητὴς Ἀθ. Κομίνης, διὰ πρώτην φορὰν εἰς τὴν διατριβήν του περὶ Γρηγορίου τοῦ Πάρδου, ἀφιερώνει εἰδικὸν κεφάλαιον εἰς τὸν Θεοδόσιον, ὅπου ὁριστικῶς διευκρινίζει ὅτι ὁ Θεοδόσιος ὁ Συρακούσιος διαφοροποιεῖται ἀπὸ τὸν Θεοδόσιον Ἀλεξανδρέα, βλ. Ἀθ. Κομίνης, Γρηγόριος Πάρδος Μητροπολίτης Κορίνθου καὶ τὸ ἔργον αὐτοῦ (Testi e Studi Byzantino-Neoellinici, 2), Ἀθήνα-Ῥώμη 1960, σσ. 100-103. βλ. καὶ τὴν διατριβὴν τῆς Ἀ. Γκενάκου-Μποροβίλου, Θεοδόσιος Μοναχὸς ὁ Γραμματικός, βίος καὶ ἔργο, Ἀθήνα 1977, σσ. 29, 30.

[ back ] 207. R. A. Kaster, Guardians of Language, σσ. 366-367, ἀρ. 152.

[ back ] 208. Συνεσίου, Ἐπιστολαί, ἔκδ. R. Hercher, Paris 1873, ἐπισ. 4.

[ back ] 209. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 66.

[ back ] 210. Ἕκδ. A. Hilgard, Grammatici Graeci, τόμ. 4. 1. Leipzig 1894, 3-42.

[ back ] 211. Ἔκδ. A. Hilgard, Grammatici Graeci, τόμ. 4. 1. Leipzig 1894, 43-99, H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σσ. 377-379 καὶ σ. 381 σημ. 21. καὶ τὸ ἔργον τοῦ R. H. Robbins, The Byzantine Grammarians: Their Place in History, Berlin 1993, σσ. 112-116.

[ back ] 212. R. Browning, Teachers, ἐν The Byzantines, ἔκδ. G. Cavallo, Chicago 2000, 95-116.

[ back ] 213. Ἔκδ. K. Göttling, Leipzig 1822:1-197.

[ back ] 214. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 377.

[ back ] 215. Ἔκδ. A. Hilgard, τόμ. 4. 1. Leipzig 1894.

[ back ] 216. Ἔκδ. A. Hilgard, τόμ. 4. 2. Leipzig 1894.

[ back ] 217. Σχόλια εἰς τὸν Ἡσίοδον, ἔκδ. T. Gaisford, τόμ. 2, Leipzig 1823, 285bis, 8-13, R. Browning, “The Correspondence of a Thenth-Century Byzantine Scholar”, Byzantion 24, (1954), σσ. 397-452, P. Lemerle, Ὁ Πρῶτος Βυζαντινὸς Οὐμανισμός, σ. 424, σημ. 28.

[ back ] 218. N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 66.

[ back ] 219. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 409.

[ back ] 220. Ἐπιστολὴ πρὸς τὸν Εὐλόγιον, ἔκδ. K. Latte, τόμ. 1. Copenhagen 1953, 1-2.

[ back ] 221. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 409.

[ back ] 222. L. D. Reynolds, N. G. Wilson, Ἀντιγραφεῖς καὶ Φιλόλογοι, σσ. 187, 301.

[ back ] 223. Ἡσυχίου Ἀλεξανδρέως, Λεξικόν, ἔκδ. K. Latte, 2 τόμοι, Copenhagen 1:1953, 2:1966, Ἡσυχίου Ἀλεξανδρέως, Λεξικόν, ἔκδ. M. Schmidt, τόμοι 3-4. Halle: 3:1861, 4:1862.

[ back ] 224. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. α΄, σ. 520.

[ back ] 225. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 411.

[ back ] 226. Encyclopedia Britannica, 15η ἔκδ. The University of Chicago 1989, τόμ. 5, σσ. 901-902.

[ back ] 227. Ἀδαμαντίου Κοραή, Κριτικαὶ σημειώσεις, παρατηρήσεις καὶ διορθώσεις εἰς τὸ Λεξικὸν Ἡσυχίου, ἐν Ἀθήναις 1889.

[ back ] 228. J. Gennadius, “A Correction in Hesychius”, JHS 46, (1926), σσ. 42-43.

[ back ] 229. Περὶ τῆς αὐθεντικότητος τοῦ ὀνόματος τοῦ Κοσμᾶ βλ. Ὀλυμπιοδώρου φιλοσόφου Ἀλεξανδρέως, Εἰς τὸ πρῶτον τῶν Μετεωρολογικῶν Ἀριστοτέλους Σχόλια, ἔκδ. G. Stüve, 12. 2, Berlin 1900, σσ. 81, 163, Μιχαὴλ Ψελλοῦ, Ποιήματα, ἔκδ. L. G. Westerink, Stuttgart 1992: ποίημα 54, 2t, Doula Mouriki-Charalambous, The Octateuch Miniatures of the Byzantine Manuscripts of Cosmas Indicopleustes, Princeton 1970, σ. 2.

[ back ] 230. W. McCrindle, The Christian Topography of Cosmas, an Egyptian Monk, NY 1887, σ. iv.

[ back ] 231. Verlinden Ch., “Cosmas Indicopleustes, Sopater et le monde Arabe”, Graeco-Arabica 4, (1991), σσ. 65-69.

[ back ] 232. Ph. Mayerson, “A Confusion of India: Asian India and African India in the Byzantine Sources”, Journal of the American Oriental Society 113, (1993), σσ. 169-174. Ὁ Β. Χριστίδης ἀμφισβητεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Κοσμᾶς, παρὰ τὸ ἐπίθετόν του Ἰνδικοπλεύστης, ἐταξίδευσε εἰς τὴν Ἰνδίαν, βλ. V. Christides, “Periplus of the Arab-Byzantine Cultural Relation”, ἐν Cultural Relations Between Byzantium and the Arabs, (ἔκδ.) Yacoub Yousef al-Hijji and Vassilios Christides, Athens 2007, σσ. 29-52.

[ back ] 233. Sidney Smith, “Events in Arabia in the 6th Century AD”, Bulletin of the School of Oriental and African Studies 16, (1954), σσ. 425-468.

[ back ] 234. Χριστιανικὴ Τοπογραφία, ἔκδ. W. Wolska-Conus, 3 τόμοι, [Sources Chrétiennes 141, 159, 197, Paris 1968-1973], βιβλ. 2, 56, 9, βιβλ. 5, 14, 2.

[ back ] 235. Χριστιανικὴ Τοπογραφία εἶναι ὁ συνήθως γνωστὸς τίτλος τοῦ ἔργου τοῦ Κοσμᾶ, δεδομένου ὅτι τὸ ἀντικείμενόν του ἦτο νὰ εἰσαγάγῃ νέον σύστημα φυσικῆς γεωγραφίας ἐν ἁρμονίᾳ μὲ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Χριστιανισμοῦ καὶ τῶν Ἁγίων Γραφῶν. Ἡ Ὀκτάτευχος ὅμως σημαίνει τὰ ὀκτὼ πρώτα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.¶

[ back ] 236. Milton V. Anastos, “The Alexandrian Origin of the ‘Christian Topography’ of Cosmas Indicopleustes”, DOP 3, (1946), σσ. 73-80.

[ back ] 237. PG 88, 51A-462A.

[ back ] 238. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 36.

[ back ] 239. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. β΄, σ. 118.

[ back ] 240. Χριστιανικὴ Τοπογραφία, ἔκδ. W. Wolska-Conus, βιβλ. 10, 39, 5.

[ back ] 241. Αὐτόθι, βιβλ. 4, 7, 1.

[ back ] 242. Χριστιανικὴ Τοπογραφία, ἔκδ. W. Wolska-Conus, βιβλ. 4, 8, 2.

[ back ] 243. Αὐτόθι, βιβλ. 2, 34, 1-23.

[ back ] 244. A. H. Merrills, History and Geography in Late Antiquity, Cambridge 2005, σ. 28.

[ back ] 245. Φωτίου, Βιβλιοθήκη , κῶδ. 36.

[ back ] 246. Annemarie W. Carr, “The Monastery of Saint Catherine at Mount Sinai: The Illuminated Greek Manuscripts, 1: From the Ninth to the Twelfth Century”, Speculum 68, (1993), σσ. 1233-1236.

[ back ] 247. C. Mango, Βυζάντιο: Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ῥώμης, σ. 209.

[ back ] 248. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. β΄, σ. 118.

[ back ] 249. Natalia Lozovsky, “Marring Time and Space: How Medieval Mapmakers viewed their World”, Isis 91, (2000), σσ. 773-774.

[ back ] 250. J. W. McCrindle, The Christian Topography of Cosmas, σ. xx.

[ back ] 251. Περὶ τοῦ ἐπιθέτου «Φιλόπονος» βλ. U. M. Lang, John Philoponus and the Controversies over Chalcedon in the Sixth Century, A Study and Translation of the Arbiter, Leuven Spicilegium Sacrum Lovaniense, Peeters 2001, σσ. 2, 3, Δαμασκίου, Βίος Ἰσιδώρου, ἀπόσ. 115, 5, 6. καὶ ἀπόσ. 120, 3. 3, Leslie S. B. MacCoull, Dioscorus of Aphrodito and John Philoponus, Studia Patristica 19, (1999), σσ. 163-168.

[ back ] 252. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. β΄, σ. 100.

[ back ] 253. Ἰωάννου Φιλοπόνου Ἀλεξανδρέως, Εἰς τὸ πρῶτον τῶν μετεωρολογικῶν Ἀριστοτέλους ἐξηγητικῶν, ἔκδ. M. Hayduck, Berlin 1901, 14. 1, σ. 106.

[ back ] 254. Edward Peters, “Philoponus and the Rejection of Aristotelian Science”, Isis 79, (1988), σσ. 163-164.

[ back ] 255. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 75.

[ back ] 256. David Lindberg, “Science and the Early Christian Church”, Isis 74, (1983), σσ. 509-530.

[ back ] 257. H. D. Saffrey, “Le chrétien Jean Philopon et la survivance de l’École d’Alexandrie au VIe siècle”, Revue des Études Grecques 67, (1954), σσ. 396-410, βλ. καὶ R. Walzer, Greek into Arabic, Oxford 1962, σ. 2.

[ back ] 258. E. G. T. Booth, “John Philoponus: Christian and Aristotelian Conversion”, Studia Patristica 17, (1988), σσ. 407-411.

[ back ] 259. Herbert A. Davidson, “John Philoponus as a Source of Medieval Islamic and Jewish Proofs of Creation”, Journal of the American Oriental Society 89, (1969), σσ. 357-391, βλ. καὶ Ibn Al-Nadim, Al-Fihrist, τόμ. 1, σσ. 347, 348, 350, 353, 356, 369, 398, 402.

[ back ] 260. M. Ibn Mandhur Al-Misri, “Lisan Al-Arab”, ἔκδ. Abdul Sattar A. Farraj, Βηρυτός 1992, τόμ. 15, σ. 109. Ὁ Ἰω. Φιλόπονος χαρακτηρίζεται ὡς γραμματικός, τὸ ὁποῖον συνήθως σημαίνει ὅτι ποτὲ δὲν ἐπέτυχε νὰ καταλάβῃ φιλοσοφικὴν ἕδραν, N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 68.

[ back ] 261. Ibn Al-Nadim, Al-Fihrist, τόμ. 1, σ. 356.

[ back ] 262. Ἰρακινὸς παθολόγος ὅστις ἔζησε κατὰ τὸν 11ον μ. Χ. αἰ. καὶ ἐταξίδεψεν εἰς τὸ Βυζάντιον καὶ συνέθισε ἕν ἔργον μὲ τίτλον: Tacuinum Sanitatis = Διατήρησις τῆς ὑγείας ἡ Λατινικὴ μετάφρασις τοῦ ὁποίου ἠπηρέασε τὴν Εὐρώπην ἕως τὸν 16ον μ. Χ. αἰ.

[ back ] 263. Ibn Abi Usaybia, Uyun Al-Anbaa fi Tabaqat al-Atibaa, τόμ. 1, σ. 151, N. G. Wilson, Οἱ Λόγιοι στὸ Βυζάντιο, σ. 68.

[ back ] 264. Ibn Abi Usaybia, Uyun Al-Anbaa fi Tabaqat al-Atibaa, τόμ. 1, σ. 152.

[ back ] 265. Ἰωάννου τοῦ Φιλοπόνου Σχόλια εἰς τὰς Κατηγορίας, ἔκδ. A. Busse, [Commentaria in Aristotelem Graeca 13, 1, Berlin 1898], 1-205.

[ back ] 266. Ἰωάννου Γραμματικοῦ Ἀλεξανδρέως εἰς τὸ πρῶτον τῶν προτέρων Ἀναλυτικῶν σχολικαὶ ἀποσημειώσεις, ἔκδ. M. Wallies, [Commentaria in Aristotelem Graeca 13, 2, Berlin 1905], 1-48.

[ back ] 267. Ἰωάννου τοῦ Φιλοπόνου εἰς τὸ Α΄ τῆς Ἀριστοτέλους Φυσικῆς Ἀκροάσεως, ἔκδ. H. Vitelli, 2 τόμοι [Commentaria in Aristotelem Graeca 16 and 17, Berlin 16: 1887; 17:1888], 16:1-495; 17:496-908.

[ back ] 268. Ἰωάννου Γραμματικοῦ Ἀλεξανδρέως σχολικαὶ ἀποσημειώσεις εἰς τὸ πρῶτον τῶν περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς Ἀριστοτέλους, ἔκδ. H. Vitelli, [Commentaria in Aristotelem Graeca 14, 2, Berlin 1897]: 1-314.

[ back ] 269. Ἰωάννου Ἀλεξανδρέως εἰς τὴν Περὶ ψυχῆς Ἀριστοτέλους σχολικαὶ ἀποσημειώσεις, ἔκδ. M. Hayduck, [Commentaria in Aristotelem Graeca 15. Berlin 1897], 1-607.

[ back ] 270. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. α΄, σ. 76.

[ back ] 271. Αὐτόθι, τόμ. α΄, σ. 88.

[ back ] 272. Φωτίου, Βιβλιοθήκη , κῶδ. 50.

[ back ] 273. Ἰωάννου Ἀλεξανδρέως Φιλοπόνου περὶ τῆς τοῦ ἀστρολάβου χρήσεως, ἔκδ. H. Hase, Rheinisches Museum 6 (1839), σσ. 129-156.

[ back ] 274. Ibn Abi Usaybia, Uyun Al-Anbaa fi Tabaqat al-Atibaa, τόμ. 1, σ. 153.

[ back ] 275. Αὐτόθι, τόμ. 1, σ. 154, βλ. καὶ Ibn Al-Nadim, Al-Fihrist, τόμ. 1, σσ. 350, 351, 353, 369.

[ back ] 276. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. γ΄, σ. 121.

[ back ] 277. Αὐτόθι, τόμ. β΄, σ. 380.

[ back ] 278. Ἔκδ. L. W. Daly, “Philadelphia: American Philosophical Society”, 1983.

[ back ] 279. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 388.

[ back ] 280. Αὐτόθι, σ. 271.

[ back ] 281. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. γ΄, σσ. 13, 23, 24, O. Neugebauer, “The Early History of the Astrolabe. Studies in Ancient Astronomy”, Isis 40, (1949), σσ. 240-256.

[ back ] 282. Φωτίου, Βιβλιοθήκη , κῶδ. 192.

[ back ] 283. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. β΄, σ. 224.

[ back ] 284. PG 87TER, 3421D-3424A.

[ back ] 285. R. L. Wilken, The Land Called Holy: Palestine in Christian History and Thought, σ. 227, Π. Τρεμπέλα, Ἐκλογὴ Ἑλλήνων Ὑμνογράφων, Ἀθῆναι 1949, σ. 153.

[ back ] 286. Κ. Γ. Μπόνη, Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων ὡς θεολόγος, ἐγκωμιαστὴς καὶ ὑμνογράφος, σ. 11.

[ back ] 287. D. J. Sahas, “Cultural Interaction During the Umayyad Period”, βλ. ἀνωτέρω.

[ back ] 288. Τὴν προσωνυμίαν ταύτην τὴν εἶχε προσδώσει εἰς αὐτὸν, λόγῳ τῆς μορφώσεως μάλιστα καὶ τῆς εὐφυΐας του, ὁ Ἰωάννης Μόσχος εἰς πολλὰ χωρία τοῦ ἔργου τοῦ Λειμωνάριον π.χ. “Narravit mihi et Sophistae Sophronio” βλ. PG, 87TER, κεφ. 21, 2867C, «Παρεβάλομεν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ, ἐγὼ καὶ ὁ κῦρις Σωφρόνιος ὁ σοφιστής» PG, 87TER, κεφ. 69, 2920A, βλ. καὶ Σ. Εὐστρατιάδου, «Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων», Νέα Σιὼν 29, (1934), σσ. 188-193,Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Μηνὸς Μαρτίου, ἔκδ. Ματθαίου Λαγγῆ, 5η ἔκδ., Ἀθῆναι 1997, σ. 217.

[ back ] 289. Ὁ Σωφρόνιος δὲν ἀνέλαβε τὴν ἡγουμενίαν τῆς Μονῆς τοῦ Ἀββᾶ Θεοδοσίου, ὅμως ἐκαλεῖτο «Σωφρόνιος πρεσβύτερος καὶ ἀρχιμανδρίτης τῆς αὐτῆς μονῆς καὶ πρῶτος πάσης τῆς ἐρήμου Ἱεροσολύμων», βλ. Πράξεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων: Σύνοδος ΚΠόλεως καὶ Ἱεροσολύμων ἐν ἔτει 536, ἔκδ. E. Schwartz, 3 τόμοι, Berlin 1940, τόμ. 3, σ. 133.

[ back ] 290. Κ. Μ. Μεϊμάρη, Βυζαντινὴ Ἁγιολογικὴ Βιογραφία, Ἀθήνα 2002, σ. 56. Κατὰ δὲ τὸ Λειμωνάριον τοῦ Ἰωάννου Μόσχου οἱ δύο ἐταξίδευσαν εἰς τὴν Αἴγυπτον πρὸς ἐπίσκεψιν τῶν μοναχικῶν σκητῶν, ὅπως τῆς Θηβαΐδος καὶ τοῦ Σινᾶ, H. Chadwick, “John Moschus and His Friend Sophronius the Sophist”, The Journal of Theological Studies 25, (1974), σσ. 41-74 καὶ ἐπίσης ἐβοήθησαν τὸν ἐκεῖ πατριάρχην Ἰωάννην τὸν Ἐλεήμονα (611/21) εἰς τὸν ἀντιαιρετικόν του ἀγῶνα. Περὶ τῆς δράσεως καὶ τοῦ ἔργου τοῦ Σωφρονίου βλ. καὶ Ἰω. Φωκυλίδου, «Ἰωάννης ὁ Μόσχος καὶ Σωφρόνιος ὁ σοφιστὴς ὁ καὶ πατριάρχης Ἱεροσολύμων», Νέα Σιὼν 13, (1913), σσ. 815-836.

[ back ] 291. Κ. Μ. Μεϊμάρη, Βυζαντινὴ Ἁγιολογικὴ Βιογραφία, σ. 57. Κατὰ τὴν ἀφήγησιν τοῦ Γ. Κεδρηνοῦ, ὁ Σωφρόνιος ἐγένετο πατριάρχης τὸ 630, βλ. Σύνοψις Ἱστοριῶν, τόμ. 1, σ. 736.

[ back ] 292. Ἐπιστολὴ συνοδικὴ πρὸς Σέργιον ΚΠόλεως, PG 87TER, 3147A-3200C.

[ back ] 293. Κων. Γ. Μπόνη, Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, σ. 13.

[ back ] 294. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 231.

[ back ] 295. Κων. Γ. Μπόνη, Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, σ. 16.

[ back ] 296. Κ. Μ. Μεϊμάρη, Βυζαντινὴ Ἁγιολογικὴ Βιογραφία, σ. 57.

[ back ] 297. «Τοῦ μακαρίου Σωφρονίου μοναχοῦ μονῆς ἀββᾶ Θεοδοσίου τῆς κατὰ τὴν ἔρημον οὔσης τῆς Ἁγίας Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν πόλεως ἐγκώμιον εἰς τοὺς ἁγίους Κῦρον καὶ Ἰωάννην τοὺς μάρτυρας» PG 87TER, 3379A-3676A, A. Mai, Spicilegium Romanum III, Graz 1972, σσ. 1-94, Θ. Δετοράκης, Βυζαντινὴ Φιλολογία, Τόμ. β΄, σ. 225, βλ. Προθεωρία (BHG 475), Ἐγκώμιον (BHG 476) καὶ Θαύματα (BHG 477-479a).

[ back ] 298. Ἰω. Φωκυλίδου, Ἡ Ἱερὰ Λαύρα Σάβα, σσ. 248-249.

[ back ] 299. M. Gigante, Sophronii Anacreontica, Roma 1957, IX, σσ. 1-18.

[ back ] 300. Ποίημα Σωφρονίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, (Μηναῖον Ἰανουαρίου ς΄), βλ. ΜΑΔ, ἐν Ἀθήναις 1974, σσ. 77-78.

[ back ] 301. Σ. Εὐστρατιάδου, «Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος», Νέα Σιὼν 29, (1934), σσ. 457, 458.

[ back ] 302. Σ. Εὐστρατιάδου, «Ὁ Πατριάρχης Ἱεροσολύμων Σωφρόνιος», Νέα Σιὼν 29, (1934), σσ. 188-193.

[ back ] 303. D. Woods, “The 60 Martyrs of Gaza and the Martyrdom of Bishop Sophronius of Jerusalem”, ARAM 15, (2003), σσ. 129-150.

[ back ] 304. Λειμωνάριον, PG 87TER, 3037C-3040C.

[ back ] 305. A. Butler, The Arabic Conquest of Egypt, σ. 134.

[ back ] 306. Περὶ καθολικῆς προσῳδίας, ἔκδ. A. Lentz, τόμ. 3. 1. Leipzig 1867, σ. 252.

[ back ] 307. Κατὰ τὴν Σούδαν «ἐπὶ Ἀναστασίου τοῦ βασιλέως ἦν ὁ ἅγιος Θεοδόσιος, ὁ κοινοβιάρχης», 144, 2077.

[ back ] 308. Pachomios R. Penkett, “Palestinian Monasticism in the Spiritual Meadow of John Moschos”, ARAM 15, (2003), σσ. 173-184, βλ. καὶ H. Chadwick, “John Moschus and his Friend Sophronius the Sophist”, The Journal of Theological Studies 25, (1974), σσ. 41-74.

[ back ] 309. Hermann Usener, Der heilige Tychon, sonderbare Heilige, 1 (Leipzig-Berlin 1907), 92.

[ back ] 310. ODB, τόμ. 2, σ. 1415, βλ. καὶ K. Rozemond, Jean Mosch, “Patriarche de Jérusalem en exile (614-634)”, Vigiliae Christiane 31 (1977), σσ. 60-67.

[ back ] 311. C. Mango, Βυζάντιο: Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ῥώμης, σ. 138.

[ back ] 312. Elpidio Mioni, “Il Pratum Spirituale di Giovanni Mosco”, OCP 17, (1951), σσ. 61-94.

[ back ] 313. Τὸ ἔργον καλεῖται καὶ «Νέος Παράδεισος», PG 87TER, 2845 (Notitia) καὶ «Νέον Παραδείσιον», βλ. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 198.

[ back ] 314. H. G. Beck, Βυζαντινὴ Χιλιετία, σσ. 175, 302.

[ back ] 315. D. J. Sahas, “Saracens and Arabs in the Leimon of John Moschos”, Βυζαντιακά 17, (1997), σσ. 123-138.

[ back ] 316. Pachomios R. Penkett, “Palestinian Monasticism in the Spiritual Meadow of John Moschos”, βλ. ἀνωτέρω.

[ back ] 317. Μ. Ἀθανασίου, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀντωνίου, PG 26, 837A-976B.

[ back ] 318. Θεοδωρήτου Κύρου, Φιλόθεος Ἱστορία, ἔκδ. P. Canivet and A. Leroy-Molinghen, 2 τόμοι, [Sources Chrétiennes 234, 257], Paris 1977-1979.

[ back ] 319. “Lives of the Eastern Saints”, ἔκδ. E. W. Brooks, PO 17, (1923), 1-307, 18 (1924), 513-698, 19, (1926), 153-285.

[ back ] 320. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 199. Ὁ Ἰω. Δαμασκηνὸς ἀποδίδει τὸ ἔργον εἰς τὸν Σωφρόνιον οὕτως: «Ἐκ τοῦ Λειμωναρίου τοῦ ἁγίου πατρὸς ἡμῶν Σωφρονίου, ἀρχιεπισκόπου Ἱεροσολύμων», Λόγος ἀπολογητικὸς πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας εἰκόνας, ἔκδ. B. Kotter, τόμ. 3 [Patristische Texte und Studien 17, Berlin 1975], 1, 642, 67.

[ back ] 321. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. β΄, σ. 218.

[ back ] 322. D. J. Sahas, “Saracens and Arabs in the Leimon of John Moschos”, Βυζαντιακά 17, (1997), σ. 124, σημ. 3.

[ back ] 323. ODB, τόμ. 2, σσ. 1067, 1068.

[ back ] 324. ΘΗΕ, τόμ. 6, σσ. 1199, 1200.

[ back ] 325. Φωτίου, Βιβλιοθήκη, κῶδ. 95.

[ back ] 326. ΘΗΕ, τόμ. 6, σσ. 1202, 1203.

[ back ] 327. L. Perrone, “‘Four Gospels, Four Councils’- One Lord Jesus Christ: The Patristic Developments of Christology within the Church of Palestine”, Annuus Studii Biblici Franciscani 49, (1999), σσ. 357-396.

[ back ] 328. Despina Prassas, “John of Scythopolis and the Dionysian Corpus: Annotating the Areopagite”, The Journal of Religion 81, (2001), σσ. 113-114.

[ back ] 329. PG 4, 15A-432C καὶ 527A-576B.

[ back ] 330. Paul Rorem and John Lamoreaux, “John of Scythopolis on Apollinarian Christology and the Pseudo-Areopagite’s True Identity”, Church History 62, (1993), σσ. 469-482.

[ back ] 331. Georges Florovsky, The Byzantine Ascetic and Spiritual Writers, Belmont 1987, σ. 112.

[ back ] 332. Derek Krueger, “Writing as Devotion, Hagiographical Composition and the Cult of the Saint in Theodoret of Cyrrhus and Cyril of Scythopolis”, Church History 66 (1997), σσ. 707-719.

[ back ] 333. Bibliotheca Hagiographica Latina Antiquae et Mediae Aetatis: Novum Supplementum, ἔκδ. H. Fros, (Subsidia Hagiographica 70, Brusseles 1986, BHL3053b).

[ back ] 334. Κων. Γ. Μπόνη, Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων, σ. 16.

[ back ] 335. P. Lemerle, Ὁ Πρῶτος Βυζαντινὸς Οὐμανισμός, σ. 48.

[ back ] 336. Derek Krueger, “Writing as Devotion, Hagiographical Composition and the Cult of the Saint in Theodoret of Cyrrhus and Cyril of Scythopolis”, Church History 66 (1997), σσ. 709, 710.

[ back ] 337. PG 87ΒIS, 2792e-h.

[ back ] 338. Σούδας Λεξικόν, υ, 165.

[ back ] 339. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 377.

[ back ] 340. Θεοδοσίου Γραμματικοῦ, Περὶ Γραμματικῆς, ἔκδ. K. Göttling, Leipzig 1822: 1-197.

[ back ] 341. H. Hunger, Βυζαντινὴ Λογοτεχνία, τόμ. β΄, σ. 380.

[ back ] 342. Σούδας Λεξικόν, τ, 621.

[ back ] 343. Δίων, ἔκδ. N. Terzaghi, Rome 1944, 28, 19.

[ back ] 344. PG 87TER, 3379A-3676A.

[ back ] 345. Χορικίου Γαζαίου, Ἔργα, ἔκδ. R. Foerster and E. Richtsteig, Leipzig 1929, 1-544.

[ back ] 346. Τὸ ὕφος καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας ἀναφέρονται ὑπὸ Φωτίου ὡς: «σαφής τε γὰρ αὶ ὑψηλὸς καὶ ἀπέριττος», κῶδ. 31, Bekker, σ. 6b.

[ back ] 347. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. α΄, σ. 461, βλ. καὶ R. Hill, “Old Testament Questiones of Theodoret of Cyrus”, GOTR 46, (2001), σσ. 57-73.

[ back ] 348. Θ. Δετοράκη, Βυζαντινὴ Φιλολογία, τόμ. β΄, σ. 100.

[ back ] 349. Σούδας Λεξικόν, τ, 621.

[ back ] 350. Ἵππων Φύσεις κατὰ ἔθνος, ἔκδ. E. Oder καὶ K. Hoppe, Corpus Ηippiatricorum Graecorum, τόμ. 2, Leipzig 1927.

[ back ] 351. Κων. Μανάφης, Βυζαντινὴ Κοσμικὴ Γραμματεία, ἀνάτυπον ἀπὸ τὸν τόμον 6 τῶν διαλέξεων τοῦ Λαϊκοῦ Πανεπιστημίου, Λευκωσία 1998, σσ. 35-50.

[ back ] 352. K. Krumbacher, Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας, τόμ. α΄, σ. 18.

[ back ] 353. Romilly J. H. Jenkins, “The Hellenistic Origins of Byzantine Literature”, DOP 17, (1963), σσ. 37-52, βλ. καὶ H. Saradi, Aspects of the Classical Tradition in Byzantium, Toronto 1995, σσ. 3, 4.