ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ: ΕΙΣ ΤΑΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΑΣ ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΤΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΥΣ ΔΥΟ ΠΡΩΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΗΣ ΑΡΑΒΟΚΡΑΤΙΑΣ (Ζ’ & Η’)

  Use the following persistent identifier: http://nrs.harvard.edu/urn-3:hul.ebook:CHS_Soliman.Ta_Ellinika_Grammata.2007.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ὅπως εἴδομεν εἰς τὴν παρουσίασιν ἐκ τῶν πηγῶν τοῦ ἱστορικοῦ πλαισίου, ἡ Παλαιστίνη κατεκτήθη εἰρηνικῶς. Ναὶ μὲν ὁ ἅγιος Σωφρόνιος ἀναφέρεται εἰς μίαν ὁμιλίαν του εἰς τὰ δεινά, τὰ ὁποῖα ὑφίσταντο οἱ Χριστιανοὶ τῆς Ἁγίας Πόλεως, [4] ἀλλὰ φοβούμενος καταστροφὴν τῶν ἀρχαίων θρησκευτικῶν μνημείων τῶν Ἁγίων Τόπων καὶ διαισθανθεὶς τὸν κίνδυνον ἔσπευσε νὰ παραδώσῃ τὴν Ἁγίαν Πόλιν εἰς τὰς χεῖρας τοῦ Ἄραβος χαλίφου Ὀμάρ, προκειμένου νὰ μὴ προχωρήσουν οἱ Ἄραβες περαιτέρω καὶ οὕτω νὰ ἀποφευχθῇ ἡ συμφορά, μὲ ἀποτέλεσμα μοναστήρια καὶ ἐκκλησίαι, νὰ παραμένουν ἄθικτα, μὲ ὅλα ὅσα ὑπῆρχαν εἰς αὐτά, βιβλία καὶ χειρόγραφα, νὰ παραμένουν σῶα καὶ ἀβλαβῆ. Τὸ ὑλικὸν λοιπὸν τῆς ἀναγνώσεως, τὸ ὁποῖον ἀπετέλεσε τὴν πρώτην ἐπαφήν, ἦτο προσιτόν, τὸ αὐτὸ ὑλικὸν ὡδήγησε κατόπιν εἰς τὴν συγγραφὴν καὶ σύνθεσιν. Τὸ εὔλογον εἶναι ὅτι ὑπῆρξαν καὶ οἱ ἐνδιαφερόμενοι διὰ τὸ ὑλικὸν τοῦτο, ἐννοοῦμεν τοὺς λογίους τῆς ἐν λόγῳ περιόδου, οἱ ὁποῖοι εἶχον τὴν εὐκαιρίαν νὰ μορφωθοῦν καὶ νὰ καταρτισθοῦν. Ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ ἐκεῖ Ἀραβικὴ παρουσία κατέστη τεῖχος προστασίας διὰ τοὺς ἐν Ἁγίοις Τόποις κατοίκους, εἰς τοὺς ὁποίους παρεῖχεν, συμφώνως πρὸς τὴν συνθήκην, διὰ τῆς ὁποίας ἀνελάμβανεν ὑποχρέωσιν ὁ κατακτητὴς πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ τὸν Μοναχικὸν βίον, τὴν ἀσφάλειαν ζωῆς καὶ τὴν ἐλευθερίαν ἀσκήσεως τῆς λατρείας [5] καθὼς ἴσας εὐκαιρίας ἐκδηλώσεως καὶ ἐκφράσεως. Ἀφ’ ἑτέρου δὲ οἱ ἐν Ἀνατολῇ ἦσαν, διὰ τῶν Ἀραβικῶν κατακτήσεων, μακρὰν ἀπὸ τὴν Εἰκονομαχικὴν μῆνιν τοῦ Βυζαντίου, ἡ ὁποία δὲν ἦτο δυνατὸν νὰ διώξῃ ἐκεῖ μοναχοὺς καὶ διδασκάλους. Τοῦτο ἐφάνη διαρκούσης τῆς Εἰκονομαχίας, ὅταν ἡ ἀνάμειξις τῆς Πολιτείας εἰς τὰ ἐκκλησιαστικὰ θέματα καὶ μάλιστα διὰ βίας ὡδήγησεν εἰς ὀξύτητα καὶ διωγμούς. Οἱ διωγμοὶ αὐτοὶ ἀνέδειξαν νέους μάρτυρας τῆς Ἐκκλησίας ἢ νέους ὁμολογητὰς τῆς πίστεως, ἀναφέρονται μεταξὺ ἄλλων ὁ πατριάρχης Γερμανὸς Α΄ (715-730), ὁ Ταράσιος (784-806), ὁ Νικηφόρος Α΄ (806-815), ὁ Μεθόδιος Α΄ (842-846), ὁ ἡγούμενος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης. Παρατηρεῖται ὅτι ὅλοι αὐτοὶ οἱ διωχθέντες εἶναι Κωνσταντινουπολῖται καὶ ἐγνώριζον αὐθαιρεσίας, ἐνῷ οἱ ἐν Ἀνατολῇ εἶχον τὴν εὐκαιρίαν νὰ τιμήσουν καὶ νὰ ὑπερασπίσουν ἐλευθέρως τὰς σεπτὰς εἰκόνας. Σημειωτέον ὅτι ὁ Ἰω. Δαμασκηνός, ὁ κύριος ὑπερασπιστὴς τῶν ἁγίων εἰκόνων, δὲν ἔπαθε τὸ παραμικρὸν καὶ παρέμεινε διὰ βίου μελετῶν καὶ συγγράφων εἰς Ἱεροσόλυμα. Ὅπερ κατώρθωσαν οἱ ἐν ΚΠόλει ἦτο ὁ ἀναθεματισμός του μετὰ θάνατον. Οἱ ἐν Ἀνατολῇ λοιπὸν ἦσαν ἀσφαλεῖς καὶ οὐδεὶς τῶν εἰκονοφίλων τῶν κατοικούντων εἰς τὴν Ἀνατολὴν ἐκινδύνευσε παρὰ μόνον ὅταν ἐταξίδευσεν εἰς τὴν Πόλιν ὅπως οἱ δύο Γραπτοὶ Θεόδωρος καὶ Θεοφάνης καὶ ὁ Μ. Σύγκελλος, οἱ ὁποῖοι ὑπέστησαν, μετὰ τὸ 815, διώξεις ὑπὸ τοῦ εἰκονομάχου αὐτοκράτορος Λέοντος Ε΄ (813-820). [6]

Δύναται νὰ παρατηρηθῇ λοιπὸν ὅτι μετὰ τὴν πτῶσιν τῶν μεγάλων ἐκπαιδευτικῶν κέντρων τοῦ Ἑλληνισμοῦ (Ἀλεξάνδρεια, Ἀντιόχεια, Γάζα, κλπ.) εἰς τὰς χεῖρας τῶν Μουσουλμάνων ὁ παραγωγικώτερος χῶρος τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας τότε ὑπῆρξαν τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὰ ἐγγὺς μοναστήρια, [8] ἰδίᾳ δὲ ἡ μονὴ τοῦ ἁγίου Σάβα, τὰ μέρη τὰ ὁποῖα κατέστησαν τὸν μόνον συνεχιστὴν ἐκείνου τοῦ πολιτισμοῦ. Σπουδαίαν δραστηριότητα συναντῶμεν καὶ εἰς τὴν Συρίαν, τὴν ἕδραν τοῦ πρώτου Ἀραβικοῦ χαλιφάτου. Αἱ περιοχαὶ αὗται ἀποτελοῦν τοὺς μεγαλυτέρους φύλακας τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας καὶ θησαυροφυλάκια τῶν Ἑλληνικῶν βιβλίων, τὰ ὁποῖα ἦσαν περισσότερα τῶν ἐν ΚΠόλει κατὰ τὴν διάρκειαν τῆς ἰδίας περιόδου, [9] πρᾶγμα τὸ ὁποῖον διεπιστοῦται ἐκ τῆς ὑπάρξεως τοῦ πλήθους τῶν πηγῶν τῶν χρησιμοποιηθεισῶν ὑπὸ τῶν συγγραφέων τῆς ἐν λόγῳ περιόδου.

Ἡ Ἑλληνικὴ γλῶσσα παρέμενεν ἐπιμόνως ἐν χρήσει ἀκόμη καὶ μετὰ τὰς Ἰσλαμικὰς κατακτήσεις οὐ μόνον εἰς τὰς περιοχὰς κάποτε Ἑλληνιστικῆς παιδείας ἀλλὰ καὶ εἰς τὸ τὸ αὐτὸ Ἀραβικὸν χαλιφᾶτον (Βαγδάτην) καὶ τοῦτο πρέπει νὰ ἔχει διευκολύνει τὴν ἄμεσον πρόσβασιν εἰς τὰ αρχαῖα Ἑλληνικὰ κείμενα. [10] Ἐὰν δὲ ληφθῇ ὑπ’ ὄψιν ὅτι καὶ ἄν γλωσσικῶς δὲν ἀττικίζουν οὗτοι οἱ λόγιοι ὑπὸ τὴν στενὴν ἔννοιαν, ὅμως γράφουν ὀρθὰ Ἑλληνικὰ καὶ εἰς ἐξαιρετικῶς λόγιον ὕφος, ἡ παιδεία των, τὰ ἔργα των καὶ ἰδίᾳ αἱ ἀνιχνευόμεναι πηγαί των εἶναι ἀδιαμφισβήτητον μαρτύριον τῆς ἐπιβιώσεως τῶν Ἑλληνικῶν Γραμμάτων, ὡς ἤδη ἐλέχθη, καὶ μετὰ τὴν Ἀραβικὴν κατάκτησιν. Ἡ Ἑλληνικὴ παιδεία δὲν ἐπλήγη καιρίως ἐκεῖ, ἀλλ’ ἐξηκολούθησε παράγουσα καρποὺς μέχρι τῆς ἀλλαγῆς τῆς στάσεως τῶν Ἀράβων, ἰδίᾳ μετὰ τὸν θάνατον τοῦ χαλίφου Χαροῦν ἀλ-Ῥασίντ (809), ὅτε ἡ ἐπικρατήσασα ἀναρχία (809-813) ηὐνόησε τὰς δῃώσεις μοναστηρίων, ἐνῷ ἡ μονὴ τοῦ ἁγίου Σάβα εἶχε λεηλατηθῆ καὶ τῷ 797.

Ὁ C. Mango ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ λόγος τῆς συνεχίσεως τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας ἐπὶ τῆς Ἀραβοκρατίας εἰς τὴν Παλαιστίνην-Συρίαν κατὰ τὸν η΄ αἰ. ὀφείλεται πιθανῶς εἰς τὴν ταχεῖαν καὶ τὴν μὴ ὀλεθρίαν φύσιν τῆς Ἀραβικῆς κατακτήσεως, [11] ἀλλά, κατὰ τὴν γνώμην μου, τὸ νὰ ἐξετάζεται τὸ θέμα ἀπὸ μιᾶς πλευρᾶς μόνον θὰ ὑποτιμήσῃ τὸν ῥόλον τὸν ὁποῖον ἔπαιξαν οἱ ἐκεῖ φορεῖς τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας καὶ οὕτως αἱ προσπάθειαί των θὰ θεωρηθοῦν ἄνευ ἀξίας. Καὶ ἄν ἀκόμη ἡ μὴ ὀλεθρία φύσις τῆς Ἀραβικῆς κατακτήσεως δύναται νὰ θεωρηθῇ αἰτία διὰ τὴν παρουσίαν τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἰς τὰς Ἀνατολικὰς Ἐπαρχίας τοῦ Βυζαντίου κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν δῆθεν «Σκοτεινῶν Αἰώνων», πιστεύω ὅτι ἄνευ τῶν σημαντικῶν συνεισφορῶν τῶν προαναφερθέντων συγγραφέων, αἱ ὁποῖαι θεωροῦνται ὁ πρῶτος καὶ ὁ πλέον σπουδαῖος παράγων, ἡ Ἑλληνικὴ παιδεία δὲν θὰ εἶχε συνεχισθῆ ποτέ.

Ὡς ἐκ τούτου δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι ἡ ἐμφάνισις τοῦ Ἰσλὰμ καὶ ἡ ἐπέκτασίς του εἶχε μὲν δυσμενεῖς ἐπιπτώσεις εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας, ἀλλὰ δὲν θὰ ἔλεγον ἀρνητικάς. Τὸ Ἰσλὰμ εὐθύνεται διὰ πολλὰς ἀλλαγὰς γενομένας εἰς τὰ χαρακτηριστικὰ τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας κατὰ τοὺς «Σκοτεινοὺς Αἰῶνας», μία τῶν ἀλλαγῶν τούτων εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς γραφῆς. Ὅσον τὰ ἐνδιαφέροντα τῆς κοινωνίας ἐπηρεάσθησαν ὑπὸ τῆς νέας δομῆς της, ὁ σκοπὸς τῆς γραφῆς ἔχει ἀλλάξει ἐπίσης ἀπὸ τὸν ἐλεύθερον χρόνον καὶ τὴν πολυτέλειαν τῆς γνώσεως ὡς μέρος τοῦ παραδοσιακοῦ αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν πολιτῶν, εἰς τὴν πραγματοποίησιν τῶν ἀναγκῶν τῶν ἀνθρώπων εἰς νέον κόσμον, ὅπου ἔπρεπε νὰ ἀγωνίζωνται οἱ ἄνθρωποι συνεχῶς προκειμένου νὰ ὑπερνικήσουν τὰς ἀνησυχίας καί τὰς ἀβεβαιότητας τῆς ἡμέρας. Αἱ ἀπαντήσεις ἦσαν ἀναμενόμεναι νὰ προέλθουν ἀπὸ τὴν θρησκείαν, ὄχι ἀπὸ τὴν κοσμικὴν γνῶσιν. [13]

Δεύτερον, ἀλλαγαὶ ἐγένοντο ἐπίσης εἰς τὰ λογοτεχνικὰ εἴδη: ὁ ἐξετάζων τὰ λογοτεχνικὰ εἴδη κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν τριῶν πρώτων αἰώνων τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους (δ΄, ε΄ καὶ ϛ΄ αἰ.), εἰς τὰς Σχολὰς τῶν Ἀνατολικῶν Ἐπαρχιῶν τοῦ Βυζαντίου πρὸ τῶν Ἰσλαμικῶν κατακτήσεων (βλ. κεφάλαιον πρῶτον) θὰ διαπιστώσῃ μεγάλην διαφοράν. Πρὸ τῆς Ἀραβοκρατίας τὰ ἐπικρατοῦντα λογοτεχνικὰ εἴδη ἦσαν τὰ ἀκόλουθα: ἁγιολογικὰ κείμενα, ἀνθολογία, ἀπολογητικά, ἀστρονομικά, γεωγραφικά, γραμματικά, διάλογοι, δογματικά, δραματικά, ἐγκωμιαστικά, ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, ἐπιγράμματα, ἐπιθαλάμιοι, ἐπιστολογραφία, ἐπιτάφιοι, ἐξηγητικά, ἑρμηνευτικά, θεολογικά, λεξικά, λειτουργικά, μαθηματικά, ὁμιλητικά, ὀνειροκριτικά, περιηγητικά, ῥητορικά, σάτιρα, σειραί, σχόλια, ὑμνογραφία, φιλοσοφικὰ συγγράμματα, φιλοσοφικὰ ὑπομνήματα, φυσικὴ ἱστορία καὶ χρονογραφία. Κατὰ δὲ τὴν διάρκειαν τῆς ἐν λόγῳ περιόδυο ὑπῆρχε μὲν λογοτεχνικὴ παραγωγή, ἀλλὰ ἡ διαφορὰ εἶναι ὅτι τὰ λογοτεχνικὰ ἔργα ἦσαν πλέον κυρίως ὄχι κοσμικὰ ἀλλὰ θρησκευτικά, θεολογικὰ καὶ ἐκκλησιαστικὰ συγγράμματα καὶ οἱ literati ἦσαν κυρίως οἱ κληρικοὶ καὶ ὄχι οἱ λαϊκοί. Θὰ εἶναι χρήσιμον, ἐν τούτοις, νὰ δῶμεν ἕνα κατάλογον τῶν κυρίων λογοτεχνικῶν εἰδῶν τῆς ἐν λόγῳ περιόδου, τὰ ὁποῖα ἐξηκολούθησαν νὰ καλλιεργῶνται καὶ μετὰ τὴν Ἀραβοκρατίαν καὶ ἔχουν ἐντοπισθῆ εἰς τὴν παροῦσαν ἔρευναν: ἁγιολογικὰ κείμενα (βίοι καὶ μαρτύρια καὶ συλλογαὶ θαυμάτων ἁγίων), ἀνθολογία, ἔργα γραμματικῆς, διάλογοι, ἐξηγητικά, ἑρμηνευτικά, ἐπιστολογραφία, θεολογικὰ (πολεμικὰ ἢ ἀντιῤῥητικά), λειτουργικά, ὁμιλητικά, ὑμνογραφία, φιλοσοφικὰ καὶ χρονογραφία. [14]

Ἐν τῇ συγκρίσει τῶν λογοτεχνικῶν εἰδῶν τῶν πρωτοβυζαντινῶν χρόνων μὲ ἐκεῖνα τῶν λεγομένων «Σκοτεινῶν Αἰώνων» διαπιστώνομεν ὅτι ἡ Ἀραβικὴ κατάκτησις τῶν ἀνωτέρω Ἀνατολικῶν περιοχῶν τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους (Παλαιστίνης καὶ Συρίας), ἀπὸ τοῦ 636 περίπου καὶ ἐξῆς, δὲν κατέφερε θανάσιμον πλῆγμα εἰς τὴν Ἑλληνικὴν παιδείαν καὶ τὴν καλλιεργίαν τῶν Γραμμάτων θύραθεν καὶ θεολογικῶν οὔτε προέκαλεσε προοδευτικὸν μαρασμόν. Τοὐναντίον, ἡ Ἀραβικὴ κατάκτησις ἐπέτρεψε τὴν ἐκπαιδευτικὴν διαδικασίαν καὶ τὴν λογοτεχνικὴν παραγωγὴν εἰς ὡρισμένους κλάδους τῶν Γραμμάτων. Ἡ ὕπαρξις τοῦ Ἰσλὰμ ἐξηνάγκασε τοὺς συγγραφεῖς τῶν Ἀνατολικῶν Ἐπαρχιῶν τοῦ Βυζαντίου νὰ ἐγκαταλείψουν τὰ ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ λογοτεχνικὰ εἴδη καὶ νὰ καλλιεργοῦν ἄλλα, ὅλα καθαρὰ Βυζαντινά, προκειμένου νὰ συμπληρώσουν τὰς ἀπαιτήσεις τῶν νέων περιστάσεων καὶ τὰς λογοτεχνικὰς ἀναζητήσεις τῆς περιόδου.

Ἡ τρίτη ἀλλαγὴ ἀφορᾷ εἰς τὸν γλωσσικὸν χῶρον. Διὰ πρώτην φορὰν οἱ Ἕλληνες συγγραφεῖς χρησιμοποιοῦν καὶ ἄλλην γλῶσσαν, εἰδικῶς τὰ Ἀραβικά, τὴν γλῶσσαν τῶν Σαρακηνῶν. Τὸ Ἰσλάμ, διὰ τῆς παρουσίας του εἰς τὴν Ἀνατολὴν ἠνάγκασε τινὰς τῶν συγγραφέων νὰ ἐγκαταλείψουν ἐπίσης τὴν ἰδικήν των Lingua Sacra, τὰ Ἑλληνικὰ καὶ νὰ υἱοθετήσουν τὴν Ἀραβικὴν γλῶσσαν τῶν κυβερνητῶν των. Πολλοὶ ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ὁ Ἰω. ὁ Δαμασκηνὸς ἐγνωρίζε τὴν Ἀραβικὴν γλῶσσαν. Ὁ Θεόδωρος Ἀβουκάρας ὑπῆρξε σοφιστὴς καὶ συμμετεῖχε εἰς διαλεκτικὰς συζητήσεις μετὰ τῶν Μουσουλμάνων καὶ βεβαίως ἐγνωρίζε τὴν Ἀραβικὴν γλῶσσαν. Καὶ ὅπως προαναφέρθη, ὁ Μ. Σύγκελλος ἐγνώριζε καὶ ἐκεῖνος τὴν Ἀραβικὴν γλῶσσαν. Ἡ υἱοθέτησις αὕτη ἐφάνη οὐσιαστικὸν διὰ τοὺς Χριστιανοὺς προκειμένου νὰ ἀρθρώνουν τὴν πίστιν των εἰς ἀνταπόκρισιν μὲ τὴν θρησκευτικὴν πρόκλησιν τοῦ Ἰσλὰμ μὲ τὴν ἰδίαν ἰδιωματικήν των. [15] Τούτου ἕνεκα τὸ Ἰσλὰμ θεωρεῖται κρίσιμος καμπὴ εἰς τὴν ἱστορίαν τῆς Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας ἡ ὁποία, μετὰ τὰς Ἰσλαμικὰς κατακτήσεις, διῆλθε περίοδον κρίσεως, [16] διότι συνετέλεσεν ὥστε ἡ Βυζαντινὴ Λογοτεχνία νὰ προσφέρῃ, κατὰ τὴν διάρκειαν τῶν λεγομένων «Σκοτεινῶν Αἰώνων», διαφυγὴν ἀπὸ τὴν πραγματικότητα. [17]

Ὡς πρὸς τὴν λειτουργίαν βιβλιοθηκῶν καὶ τὴν μελέτην Ἑλλήνων συγγραφέων, θύραθεν καὶ θεολόγων, φαίνεται ὅτι ἡ βιβλιοθήκη τῆς Λαύρας τοῦ ἁγίου Σάβα περιεῖχεν ἀναμφισβητήτως μεγάλην συλλογὴν ἐκτὸς τῶν Ἁγίων Γραφῶν καὶ τῆς πατερικῆς λογοτεχνίας καὶ θύραθεν συγγραμμάτων σημαντικῶν καὶ χρησίμων εἰς τὰς χριστολογικὰς καὶ ἄλλας διαμάχας τοῦ ε΄ καὶ ϛ΄ αἰῶνος καὶ εἰς τὰς ὁποίας οἱ μοναχοὶ τῆς Λαύρας συμμετεῖχον ἐνεργῶς. Ἡ ὕπαρξις τόσων πηγῶν εἰς τὴν Παλαιστίνην καὶ τόσων πεπαιδευμένων, οἱ ὁποῖοι ἀναφέρουν εἰς τὰ ἔργα των συγγραφεῖς τόσον Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας ὅσον καὶ ἀρχαίους Ἕλληνας, οἵτινες δὲν ἦτο φυσικὸν νὰ γνωρίζονται ἀπὸ μνήμης, προϋποθέτει τὴν ὕπαρξιν βιβλιοθήκης καὶ μάλιστα πλουσίας. Ὑπῆρχε λοιπὸν σημαντικὴ δραστηριότης τῶν μοναχῶν τῆς μεγάλης Λαύρας μὲ παραγωγὴν ὅπως οἱ μοναστικοὶ κανόνες τοῦ ἁγίου Σάβα, τὰ ἁγιολογικὰ τοῦ Κυρίλλου Σκυθοπολίτου καὶ αἱ θεολογικαὶ πραγματεῖαι αἱ ὁποίαι συντετέθησαν λόγῳ τῶν διαμαχῶν τῶν Μονοφυσιτῶν, Μονοθελητῶν καὶ τῶν Ὠριγενιστῶν. Τὸ Λειμωνάριον τοῦ Ἰωάννου Μόσχου, τὰ θεολογικὰ καὶ λειτουργικὰ συγγράμματα τοῦ Σωφρονίου, οἱ «Πανδέκται» τοῦ Ἀντιόχου, ἡ πολυμάθεια τοῦ Γ. Συγκέλλου, ἡ γλωσσομάθεια τοῦ Μ. Συγκέλλου, ἡ ἀρχαιομάθεια ὅλων τῶν συγγραφέων, ὅπως π.χ. Ἰω. τοῦ Δαμασκηνοῦ, Κοσμᾶ Μαϊουμᾶ καὶ Ἀνδρέου Κρήτης, εἶναι παραδείγματα τοῦ πνευματικοῦ ἐπιπέδου τῶν μοναχῶν οἵτινες ἔζησαν καὶ ἔδρασαν ἐκεῖ. Μία πλουσία βιβλιοθήκη καὶ μία κοινωνία τῶν πεπαιδευμένων καὶ διανοουμένων μοναχῶν ἦσαν οὐσιαστικοὶ ὅροι διὰ μίαν τοιαύτην λογοτεχνικὴν δραστηριότητα. Ἡ βιβλιοθήκη τῆς Λαύρας, χάρις εἰς τοὺς πεπαιδευμένους μοναχοὺς τοὺς ὁποίους διέθετεν ἡ Μονή, ἀπετέλει τότε παγκοσμίου ἀκτινοβολίας κέντρον μελέτης καὶ παιδείας.

Τὴν ἀνωτέρω εἰκόνα ἔρχεται νὰ ἐπιβεβαιώσῃ καὶ τὸ ἐπὶ τῶν Ἀββασιδῶν κίνημα τῶν Ἑλληνο-Ἀραβικῶν μεταφράσεων, τὸ ὁποῖον, ἐνῷ δεικνύει τὴν μετάδοσιν τῆς Ἑλληνικῆς κληρονομίας εἰς τὸν Ἰσλαμικὸν κόσμον, συγχρόνως μαρτυρεῖ τὴν διατήρησιν ἐντὸς αὐτοῦ Ἑλληνικῶν χειρογράφων κωδίκων καὶ τὴν δραστηριότητα διδασκάλων τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, διδαξάντων Ἄραβας μεταφρσατὰς καὶ ἀποτελεῖ τεκμήριον τῆς συνεχίσεως τῆς Ἑλληνικῆς παιδείας ὑπὸ τοὺς Ἄραβας. Εἶναι προφανές, λοιπόν, ὅτι ὁ Ἀραβικὸς κόσμος ᾐσθάνθη τὴν ἀνάγκην κτήσεως τῆς παιδείας, ἡ ὁποία προσδιώριζε τὴν πολιτιστικὴν στάθμην τῶν κατακτηθεισῶν ὑπ’ αὐτοῦ περιοχῶν καὶ ὑπῆρξεν οὕτω συνεχιστὴς τοῦ Ἑλληνιστικοῦ πολιτισμοῦ καὶ παρὰ τὰς συνεχεῖς συγκρούσεις πρὸς τοὺς θησαυροφύλακας τοῦ Ἑλληνικοῦ πλούτου Βυζαντινούς.

Τὰ μεγάλα πνευματικὰ ἀναστήματα τῶν δῆθεν «Σκοτεινῶν Αἰώνων» καὶ ὁ ὑψηλὸς βαθμὸς ἑλληνομαθείας ὅλων τῶν γνωστῶν λογίων οἵτινες προσδιορίζονται γενικῶς ὡς Ἱεροσολυμῖται, μετὰ ὑψηλῆς ποιότητος συγγραφικῆς παραγωγῆς, ἀποδεικνύουν ὅτι εἰς τὰς τὰς προαναφερθείσας ἀποκεκομμένας (Συρίαν καὶ Παλαιστίνην) ἀπὸ τοῦ κορμοῦ τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους ἐπαρχίας, λόγῳ τῆς Ἀραβικῆς κατακτήσεως, ἐξακολουθεῖ νὰ παρέχεται Ἑλληνικὴ παιδεία καὶ ἐξακολουθεῖ νὰ συγγράφωνται ἔργα ὄχι μόνον θεολογικὰ ἢ ὑμνογραφικά, ἀλλὰ καὶ ἔργα θύραθεν παιδείας, γραμματικά, φιλοσοφικὰ καὶ ἱστορικά, ὑπὸ γνωστῶν συγγραφέων, οἱ ὁποῖοι τὴν πλουσίαν Ἑλληνικὴν παιδείαν ἐδιδάχθησαν εἰς τὴν Ἀνατολήν. Βιβλιοθῆκαι ἐξακολουθοῦν νὰ ὑπάρχουν παρὰ ταὰς Ἀραβικὰς διώξεις καὶ πληροφορίας ἔχομεν περὶ ὑπάρξεως βιβλιοθηκῶν εἰς τὴν περιοχὴν ταῆς Συρίας-Παλαιστίνης ἐπὶ τῶν Ἀράβων, εἰδικῶς δὲ γνωρίζομεν μερικοὶ τῶν λογίων τούτων δὲν ἔθεσαν ποτὲ πόδα εἰς ἔδαφος κυβερνώμενον ὑπὸ Βυζαντινοῦ Αὐτοκράτορος, ὅπως ὁ ἅγιος Ἰω. ὁ Δαμασκηνός, ὁ ὁποῖος διῆλθεν ὅλην τὴν ζωήν του εἰς τὴν Συρίαν καὶ ταὰ μοναστήρια ταῆς Παλαιστίνης μὴ ἐξελθὼν ἐκεῖθεν.

Footnotes

[ back ] 1. R. Schick, “Christian Life in Palestine During the Early Islamic Period”, The Biblical Archeological 51, (1988), σσ. 218-221+239-240.

[ back ] 2. Bouria Bitton–Ashkelony and Aryeh Kofsky, “Monasticism in the Holy Land”, ἐν Christian and Christianity in the Holy Land from the Origins to the Latin Kingdoms, ἔκδ. Ora Limor and Guy G. Stroumsa, σ. 288.

[ back ] 3. Garth Fowden καὶ E. K. Fowden, μέρ. II “Christianity and the Umayyads”, σσ. 149, 159, 162, ἐν Studies on Hellenism, Christianity and the Umayyads, Κέντρον Ἑλληνικῆς καὶ Ῥωμαϊκῆς ἀρχαιότητος εἰς τὸ Ἐθνικὸν Ἵδρυμα Ἐρευνῶν, Μελετήματα 37.

[ back ] 4. Α. Παπαδοπούλου-Κεραμέως, ΑΙΣ, τόμ. 5, (1898), σσ. 151-168.

[ back ] 5. Κ. Γ. Μπόνη, Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων,σ. 14.

[ back ] 6. Ἠλία Δ. Μπάκου, «Ἀπὸ τὴν Εἰκονομαχία στὸ θρίαμβο τῆς Ὀρθοδοξίας», Κοινωνία 1 (2007), σσ. 1-8. Βυζαντιναὶ πηγαί, ὅπως ὁ Θεοφάνης (Χρονογραφία, σ. 401), μνημονεύνουν Ἰουδαίους μάγους καὶ τὸν χαλίφην Γιαζὶδ ὡς ἑτέρους παράγοντας τῆς Εἰκονομαχίας, ἐλέγχουσαι αὐτοὺς διὰ τὴν ἐπιρροὴν τὴν ὁποίαν ἤσκησαν ἐπὶ τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος Γ΄, ἐν τούτοις ἔχει ἀποδειχθῆ ὅτι ἡ Εἰκονομαχία εἶναι προϊὸν Βυζαντινόν, ἡ ὁποῖα ἐξηπήγασεν ἀπὸ τὴν Πρωτεύουσαν καὶ ἐκτὸς αὐτῆς δὲν ὑπεστηρίχθη σοβαρῶς, ODB, τόμ. 2, σ. 975.

[ back ] 7. Περὶ τῆς Παλαιστίνης ὡς κέντρου Ἑλληνισμοῦ βλ. καὶ Gedaliahu G. Stroumsa, “Religious Contacts in Byzantine Palestine”, Numen 36, (1989), σσ. 16-42.

[ back ] 8. C. Mango, “Greek Culture in Palestine after the Arab Conquest”, σ. 150.

[ back ] 9. C. Mango, Βυζάντιο: Ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νέας Ῥώμης, σ. 165.

[ back ] 10. Nike Koutrakou, “Highlights in Arab-Byzantine Cultural Relations (IXth-XIth Centuries AD): An Approach Through Diplomacy”, ἐν Cultural Relations Between Byzantium and the Arabs, (ἔκδ.) Yacoub Yousef al-Hijji and Vassilios Christides, Athens 2007, σσ. 85-100.

[ back ] 11. C. Mango, “Greek Culture in Palestine after the Arab Conquest”, σ. 159.

[ back ] 12. N. B. Τωμαδάκη, «Ἡ δῆθεν Μεγάλη Σιγὴ τῶν γραμμάτων ἐν Βυζαντίῳ (650-850)», σ. 13.

[ back ] 13. E. Chrysos, “Illuminating Darkness by Candlelight”, σ. 14.

[ back ] 14. Av. Cameron, “New Themes and Styles in Greek Literature”, σ. 85.

[ back ] 15. M. N. Swanson, Folly to the Hunafā’: the Cross of Christ in Arabic Christian–Muslim Controversy in the Eighth and Ninth Centuries A. D., Apud Pontificium Institutum Studiorum Arabicorum et Islamologiae, Cairi 1995, σ. 1.

[ back ] 16. Asaf A. A. Fyzee, Conférences sur l’Islam, σ. 19.

[ back ] 17. A. Kazhdan, A History of Byzantine Literature (650- 850), σ. 406.

[ back ] 18. P. Lemerle, Ὁ Πρῶτος Βυζαντινὸς Οὐμανισμός, σ. 72.

[ back ] 19. Αὐτόθι.

[ back ] 20. N. B. Τωμαδάκη, ἐν Συλλάβῳ Βυζαντινῶν Μελετῶν καὶ Κειμένων, σ. 301.

[ back ] 21. B. Flusin, «Ὁ Γραπτὸς Πολιτισμός» (κεφ. 9), σσ. 356, 366, βλ. ἐν Ὁ Βυζαντινὸς Κόσμος, τόμ. Α΄, Ἡ Ἀνατολικὴ Ῥωμαϊκὴ Αὐτοκρατορία (330-641), ὑπὸ τὴν διεύθυνσιν τῆς Cécile Morrisson, (Ἑλλη. μτφρ.), Ἀθήνα 2007.